Του Κώστα Ράπτη
Η πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας και των δορυφόρων της να θέσουν υπό αποκλεισμό, όχι μόνο πολιτικό αλλά και φυσικό, το Κατάρ σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη διπλωματική κρίση που έχει ξεσπάσει στη Μέση Ανατολή εδώ και πολλά χρόνια.
Πρόκειται για μία κρίση η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί, δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων παρά σε βάρος του φιλόδοξου εμιράτου: είτε με σοβαρή πολιτική αναδίπλωση, είτε με απομάκρυνση του Εμίρη Tamim (όπως ακριβώς είχε συμβεί και το 2013 με την αιφνιδιαστική παραίτηση του πατέρα του Ηamad), είτε και με σαουδαραβική εισβολή (όπως συνέβη το 2011 στο Μπαχρέιν, αλλά με πρόσκληση της εκεί δυναστείας, προκειμένου να καταπνιγεί η τοπική εκδήλωση της “Αραβικής Άνοιξης”).
Η επίδειξη δύναμης στην οποία προχωρά η Σαουδική Αραβία φέρει σαφώς το στίγμα του πρίγκηπα διαδόχου Muhammad, ο οποίος σε αντίθεση με την παράδοση διατήρησης χαμηλού προφίλ που είχε το βασίλειο, αρέσκεται σε ξεσπάσματα “αποφασιστικότητας”, όπως λ.χ. η πολεμική επιχείρηση εναντίον της Υεμένης.
Σε κάθε περίπτωση, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης του Ριάντ με τη Ντόχα έρχεται στον άμεσο απόηχο δύο εξελίξεων καταλυτικών: της επίσκεψης Trump στο Ριάντ (της πρώτης που πραγματοποίησε στο εξωτερικό μετά την ανάδειξή του) και της έναρξης των τελικών επιχειρήσεων για την κατάληψη της Ράκα στη βόρεια Συρία.
Η αναμενόμενη απώλεια της εδαφικής υπόστασης του αυτοανακηρυχθέντος “χαλιφάτου” προκαλεί ένα κενό για την κάλυψη του οποίου ερίζουν πολλοί, και αναδεικνύει την ανάγκη για έστω και εκ των υστέρων “αποστασιοποίηση” των παικτών της περιοχής από τον τζιχαντισμό.
Το Ριάντ έχει κάθε συμφέρον να ξεκαθαρίσει επ’ ευκαιρία τους λογαριασμούς του με τον μικρότερο γείτονα που ακολουθεί επιδεικτικά αυτόνομη πορεία, υιοθετώντας τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, χρησιμοποιώντας το δίκτυο al-Jazeera για την αποδυνάμωση των λοιπών μοναρχιών και προκρίνοντας τη σιωπηρή συνεννόηση με το Ιράν (με το οποίο μοιράζεται τα ίδια υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε μη οριοθετημένες δικαιοδοσίες).
Ωστόσο, ο οίκος των Σαούντ δείχνει να υπερτίμησε τη σημασία της επίσκεψης Trump, κατά την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε λόγο για εξοπλιστικά συμβόλαια ύψους 100 δισ. δολαρίων, κατέστησε τις χώρες της περιοχής υπεύθυνες για την καταστολή της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας και προώθησε την ιδέα ενός “αραβικού ΝΑΤΟ” με σαφώς αντι-ιρανική αιχμή.
Η υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση που ενέπνευσε ο Trump στους Σαούντ δεν διευκολύνει απαραιτήτως τα σχέδιά του. Ο φυσικός αποκλεισμός της χώρας που φιλοξενεί την βάση της αμερικανικής Κεντρικής Διοίκησης (CENTCOM) δεν μπορεί να είναι ευπρόσδεκτος στη Ουάσιγκτον.
Ούτε άλλωστε η δημιουργία ρηγμάτων στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, όπου Ομάν και Κουβέιτ αρνούνται να ακολουθήσουν τη Σαουδική Αραβία, επιφυλάσσοντας στον εαυτό τους μεσολαβητικό ρόλο, ενώ το ίδιο το Κατάρ αποκτά ολοένα και περισσότερα κίνητρα να βασιστεί στο Ιράν.
Εξ και οι πρώτες αντιδράσεις της Ουάσιγκτον (αλλά και της Μόσχας) φανερώνουν ένα μούδιασμα.
Όμως εκεί όπου πραγματικά επικρατεί το μεγαλύτερο μούδιασμα είναι στην Άγκυρα. Και αυτό διότι το Κατάρ και τη Τουρκία του Tayyip Erdogan λειτούργησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια ως ένα “δίδυμο” με ταυτόσημες απόψεις για τα περιφερειακά ζητήματα: ως συνανάδοχοι της ανάδυσης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε όλες τις χώρες της περιοχής, ως θιασώτες της “αλλαγής καθεστώτος” στη Συρία και ως τροφοδότες των ένοπλων ισλαμιστών που την επιχειρούσαν.
Στη δύσκολη φάση που περνά η τουρκική οικονομία, η στήριξη του Κατάρ, έστω και μικρή, είναι ζωτικής σημασίας. Οι καταριανές επενδύσεις στην Τουρκία την τελευταία τετραετία φθάνουν το 1,2 δισ. δολάρια, τα συμφωνημένα εξοπλιστικά συμβόλαια ανέρχονται σε 2 δισ. δολάρια, ενώ τουρκικές κατασκευαστικές έχουν αναλάβει για το Μουντιάλ του 2022 στο Κατάρ έργα ύψους 13,7 δισ. δολαρίων.
Ακόμη περισσότερο: η Τουρκία έχει υπογράψει αμυντική συμφωνία με το Κατάρ, συνεπεία της οποίας σταθμεύουν στο Εμιράτο 600 Τούρκοι στρατιώτες.
Οι επίσημες αντιδράσεις της Άγκυρας τοις τελευταίες εξελίξεις εμφανίζονται μετρημένες. Ο υπουργός Εξωτερικών Mevlut Cavusoglu εξέφρασε τη λύπη του και τόνισε πολύ χαρακτηριστικά ότι η Τουρκία θεωρεί την ενότητα των χωρών του Περσικού Κόλπου ως εφάμιλλη με την ενότητα της δικής της επικράτειας.
Παράλληλα, εξέφρασε την ετοιμότητα της Τουρκίας ως προεδρεύουσας του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας να μεσολαβήσει για την φιλική επίλυση των διαφορών.
Ο Τούρκος πρόεδρος Tayyip Erdogan είχε για το θέμα αυτό τηλεφωνικές συνομιλίες με τους ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, του Κουβέιτ και βέβαια του νέου συμμάχου του, της Ρωσίας.
Πίσω από το προσωπείο της ψυχραιμίας, πάντως, η πραγματική κατάσταση πνευμάτων μεταξύ των Τούρκων ιθυνόντων, αγγίζει τα όρια της παράνοιας, αν κρίνει κανείς από τις φιλοκυβερνητικές φωνές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στο περιβάλλον του Erdogan γίνονται πολλοί συνειρμοί, όπως αναφέρει τουρκική πηγή προς το al-monitor.com, ανάμεσα στην τωρινή δοκιμασία του Κατάρ ή την ανατροπή του Mohammad Morsi της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο το 2013 και την περσινή απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία – που θεωρούνται έργο “αμερικανικού και ισραηλινού δακτύλου”.