Από την Βάσια Ρεντούμη
Στεκόταν απέναντί της. Πάντα απέναντί της και την κοιτούσε. Τα μάτια του εδώ και καιρό δεν είχαν στρέψει ούτε για μια στιγμή κάπου αλλού. Κάθε φορά που αυτή σταματούσε – χωρίς να χάσει λεπτό – άπλωνε το χέρι του και την έβαζε πάλι σε κίνηση. Ήταν μια κλεψύδρα. Ή μάλλον δεν ήταν οποιαδήποτε κλεψύδρα. Ήταν η κλεψύδρα ΤΟΥ.
Την είχε βρει έξω στο δρόμο – σε ένα παζάρι – ένα χρόνο πριν. Δεν ήταν η πιο όμορφη. Δεν ήταν φτιαγμένη από τα πιο περίεργα υλικά. Μα ήταν η πιο ιδιαίτερη. Με γυαλί θαμπό, και που και που ραγισμένο από τα χέρια που είχαν απλώσει πάνω της, η κλεψύδρα του είχε έναν μοναδικό και δικό της τρόπο να αντανακλά όλα τα χρώματα που μπορεί να κρύβει αυτός ο κόσμος, όλα τα χρώματα που μπορούν να κρύβουν όλοι οι πίνακες που έχουν φτιαχτεί μέχρι τώρα, κάθε φορά που ένας κόκκος άμμου κατέβαινε στο λαιμό της και άλλαζε θέση ανάμεσα στο πριν και το μετά, ανάμεσα στο χτες και στο αύριο.
Η κλεψύδρα του δεν πίστευε στο ποτέ. “Ποτέ δε θα βρεις κάποιον να σε ξαναβάλει σε κίνηση” της είχαν πει τα άλλα αντικείμενα στο παζάρι. Λίγες μέρες μετά ένιωσε το χέρι του να τη γυρίζει. Δεν πίστευε ούτε στο πάντα. “Είσαι καταδικασμένη να μετράς πάντα το χρόνο” της είχαν πει κάποια άλλη φορά. “Ναι αλλά αν κάποια στιγμή δε με αγγίξει κάποιο χέρι, τότε δεν μπορώ παρά να σταματήσω” σκεφτόταν.
Αυτός από την άλλη δεν την άφηνε ούτε για μια στιγμή να πιστέψει πως θα την άφηνε ακίνητη. Κάθε φορά που οι κόκκοι της άμμου έφταναν στο τέλος, άπλωνε το χέρι και την έβαζε πάλι σε κίνηση. Σχεδόν ψυχαναγκαστικά ένα χρόνο τώρα. Αγαπούσε την άμμο της, την φερμένη από παραλίες καλοκαιρινές και από θάλασσες σκοτεινές και φουρτουνιασμένες του χειμώνα.
Μέχρι που εκείνο το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, η άμμος τελείωσε κι εκείνος δεν άπλωσε το χέρι. Κοιτούσε, απλώς, το ρολόι στον απέναντι τοίχο. “Δε θα με γυρίσεις;” τον ρώτησε. “Ναι βέβαια” απάντησε αυτός και με μια μηχανική κίνηση τη γύρισε ξανά. Ήταν η πρώτη φορά που δεν την κοιτούσε. “Τι συμβαίνει;” τον ρώτησε η κλεψύδρα. “Τίποτα…” απάντησε αυτός με το βλέμμα ακόμα καρφωμένο στο ρολόι του απέναντι τοίχου. “Τι συμβαίνει;” τον ξαναρώτησε η κλεψύδρα “δε θέλεις πια το χέρι σου επάνω μου” του είπε με αγωνία. “Όχι, όχι” κατάφερε να πει αυτός μετά από αρκετή ώρα. “Μόνο που να… σκέφτομαι συνεχώς τα χέρια που σε ακούμπησαν ή που θα σε ακουμπήσουν. Εγώ δεν έχω άλλα κουράγια πια. Κουράστηκα. Και αποφάσισα με την καινούργια χρονιά πως ήρθε ο καιρός να αφοσιωθώ αλλού. Θα κυνηγήσω τη Στιγμή”. “Αυτήν που δεν ξέρεις καν αν θα έρθει;” ξαναρώτησε η κλεψύδρα. “Ναι” απάντησε αυτός εξακολουθώντας να κοιτάζει το ρολόι. “Πολύ καλά. Να ξέρεις, όμως, πως ο μύθος μου λέει πως κάθε χέρι έχει δικαίωμα να με γυρίζει μόνο μια φορά. Άπαξ και σταματήσει τότε θα πρέπει να περάσω σε άλλα χέρια”. “Το ξέρω” είπε αυτός κοιτάζοντας μία αυτήν και μία το απέναντι ρολόι. “Θα το ρισκάρω όμως”.
Και η κλεψύδρα, που είχε μάθε να μετράει μια ζωή το τώρα και τον χρόνο που έρχεται, σε μία ύστατη προσπάθεια δοκίμασε να αναιρέσει μέχρι και τον ίδιο της το εαυτό “Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να αρχίζαμε ξανά από την αρχή” του είπε. “Δεν μπορεί να γυρίσει ο χρόνος πίσω” απάντησε αυτός. “Το μόνο που μπορούμε είναι να αρχίσουμε άλλη μια φορά. Μια τελευταία φορά” και με μια απότομη κίνηση τη γύρισε από την άλλη μεριά.
Οι κόκκοι άρχισαν να λιγοστεύουν. Το ίδιο και οι παραλίες. Το ίδιο και τα καλοκαίρια “Και ο χρόνος; Το ποτέ; Το πάντα;” ρώτησε η κλεψύδρα περιμένοντας μιαν απάντηση. Μέχρι που η άμμος τέλειωσε. Μέχρι που ο χρόνος τέλειωσε. Και τότε ένα χέρι απλώθηκε. Και μια ματιά έμεινε κολλημένη στο απέναντι ρολόι. Και τότε ένα χέρι έμεινε μετέωρο. Και το ρολόι και η στιγμή χτύπησαν μεσάνυχτα. Και ο χρόνος άλλαξε…