Του Δημήτρη Βεργίνη
Αν όριζα τη ζωή με έναν αφορισμό θα έλεγα ότι είναι η συνείδηση της απώλειας. Για όποιο ον σε αυτόν τον πλανήτη η απώλεια είναι πόνος. Είναι κλάμα, είναι ουρλιαχτό, είναι γλείψιμο πληγής, είναι παραίτηση, είναι επιμονή. Είναι ο τρόπος του οδυρμού, του αποχωρισμού, της συνειδητοποίησης του για πάντα χώρια, της θλίψης.
Αν έψαχνα λόγους που δεν αξίζει αυτό το ενδιάμεσο του «γεννιόμαστε-πεθαίνουμε» θα έβαζα πρώτον το αναπόφευκτο του θανάτου των αγαπημένων μας. Δεν αντέχεται το άκουσμα της είδησης, το σοκ των πρώτων στιγμών, η ταχυκαρδία, οι κομμένες ανάσες, το ξέσπασμα, το λύγισμα, η αποδοχή (;) του οριστικού. Δεν αντέχεται το σώμα που δε θα ξαναδείς, η φωνή που δε θα ξανακούσεις, η αφή που δε θα ξανανιώσει.
Θάνατος είναι το πιο δύσμορφο θήτα που σχημάτισε ποτέ η άκρη οποιασδήποτε πένας, από τότε που τύποι ζωγράφιζαν σε τοίχους μέσα σε σπηλιές. Είναι οι τελευταίες λέξεις που λες πλάι σε ένα κρεβάτι εντατικής, αλλά και οι τελευταίες λέξεις που δεν προλαβαίνεις να πεις γιατί αυτός (ο διάολος) συνέβη μακριά σου. Είναι η αναρώτηση «τα είπα όλα, με άκουσε;», αλλά και η κατάθεση «δε μου έφτασε τίποτα, δεν τον χάρηκα, δεν τον χόρτασα».
Θάνατος είναι το μελάνι που τελειώνει στο μόνο στυλό που υπάρχει σε απόσταση μιλίων. Και τώρα, πώς θα ολοκληρώσουμε το κείμενο που είχαμε ξεκινήσει;
Κάνω μια απόπειρα απόψε να γράψω για τις οριστικές απώλειες. Δε θα το τραβήξω όμως ετούτο το κείμενο. Είπαμε, είναι μόνο μια απόπειρα. Είναι τα φλας μπακ ενός σκοτεινού θαλάμου γεμάτου με φωτογραφίες μεταπαραδείσιας ήττας. Στη βιτρίνα του φωτογραφείου μου δε θα βγάλω καμία από αυτές. Το δικό μου κλάμα, παιδάκι εννιά χρονών στο δωμάτιό μου βράδυ, όταν πρώτη φορά κατάλαβα ότι όλοι μια μέρα πεθαίνουμε, δε θα το βγάλω στη θέα κανενός. Οι βιτρίνες είναι για να κοντοστέκονται χαμόγελα και θαυμασμοί, πόθοι και σχέδια, όχι για να μεγαφωνούν το ελάχιστό μας.
Θα αρκεστώ, σε ετούτη την απόπειρα, στο ακράγγιγμα του φευγιού προς την ένωση με το σύμπαν. Κι απ’ αυτό θα πάρω τα κουράγια μου για τα επόμενα που αναπόδραστα θα έρθουν.
Κάθε τέλος είναι της μονάδας αλλά δεν είναι του όλου. Κάθε τέλος είναι ταυτόχρονα και αυτοστιγμεί η ένωση με τη σκόνη, την πανάρχαια, την αρχέγονη του σύμπαντος. Είναι το μοίρασμα του σώματός μας, της ύλης μας με τον κόσμο, με το πριν και το μετά. Και ξέρω, αυτό από μόνο του, στη στιγμή δεν είναι τίποτα. Στο zoom out όμως, στο καταλάγιασμα της συντριβής μπορεί και να είναι πολλά. Μπορεί και να είναι τα πάντα. Η ουσία τους.
*Η Δήμητρα Κιομουρτζίδου μου χάρισε το κλικ της απώλειας.