Του Δημήτρη Βεργίνη
Δε με νοιάζει πώς είναι το τζάμι, δε με νοιάζουν τα σημάδια πάνω του. Να ξυπνάω δίπλα σου και να κοιτάζω έξω τη μέρα που θα μου δώσει άλλη μια ιστορία θέλω.
Όταν πρώτη φορά σε συνάντησα άλλαζε το ζώδιο του Παρθένου με του Ζυγού. Λεν το φθινόπωρο κάνεις τα μεγαλύτερα σχέδια, βάζεις τους κορυφαίους σου στόχους. Ξεγελάς έτσι τον φόβο σου για τον επερχόμενο χειμώνα. Σε έναν κόσμο της Λε Γκεν ο χειμώνας έρχεται ακανόνιστα και κρατάει όσο. Σε εκείνο τον κόσμο όλοι προετοιμάζονται για τον χειμώνα, σε όλη τους τη ζωή ακούν για τον χειμώνα, κι όταν αυτός έρχεται ποτέ δεν είναι έτοιμοι να τον περάσουν. Τα σχέδια του Οκτώβρη είναι χνούδια ακουμπισμένα στην πρωινή πάχνη πριν τους μεγάλους ανέμους της μέρας. Καμία τύχη δεν έχουν.
Δεν έχει χαράξει ακόμη. Στο βάθος τα σχήματα μοιάζουν τέρατα με κέρατα. Κοιμήθηκες όλη νύχτα με χαμόγελο. Τις προηγούμενες φορές σε έβαζα για ύπνο κι έφευγα. Απόψε μου είπες να μείνω. Κράτησες το πρόσωπο που νόμιζα ήταν για λίγο. Που νόμιζα ήταν η κατάληξη των σπασμών μας και το “ώσπου να κλείσω την πόρτα πίσω μου”. Ξύπνησα πέντε-έξι φορές μες στο βράδυ. Έπεφτε πάνω σου ένα αχνό φως απ’ τη λάμπα στο δρόμο. Αν είχε ορισμό η γαλήνη θα ήσουν αυτός και ταυτόχρονα κάθε ορισμός που δόθηκε σε ανθρώπου λέξη που θέλησε να περιγράψει το αίσθημα της ομορφιάς να ξυπνάει πλάι σε κάποιον που αρχίζει να ερωτεύεται. Σ’ άγγιζα στην άκρη των ματιών και ξανακοιμόμουν. Καθυστερούσα έτσι το ξημέρωμα. Τα τέρατα εννοώ.
Ντύνομαι να φύγω. Δουλειά. Το αντέχεις αυτό; Όχι. Εσύ; Όχι, αλλά δεν ξέρω. Ξανακλείνεις τα μάτια. Στην άκρη το τζάμι έχει χρώμα λευκό. Ήταν αφηρημένος ο μπογιατζής; Ήθελε να σου κρύβει το πρόσωπο στις λιακάδες; Τείνω στο δεύτερο. Κανείς δίπλα σου δεν κάνει κάτι τυχαία. Δεν περνάει το timeline σου από συγκυρίες. Δεν χρειάζεσαι πάντως κουρτίνες έτσι. Φεύγω. Θα αλλάξω συγγραφέα. Δε θα ‘χει περιπέτεια εκεί έξω. Περπατάμε στον Ζυγό πια. Όλα σε ισορροπία. Δεν εξαφανίζεις είδη τον Οκτώβρη. Οι δεινόσαυροι βολτάρουν αμέριμνοι κι οι αστεροειδείς απέχουν έτη φωτός.
Λέει ο Μίγγας σε εκείνο το μαγικό του βιβλίο ότι “Στα νησιά χιονίζει σπάνια“. Και στήνει δυο κόσμους για να το υποστηρίξει. Και δεν το καταφέρνει όχι γιατί δεν μπορεί αλλά γιατί πάντα τις λέξεις μας δεν τις ορίζουμε. Αυτές μας δείχνουν πού θα περπατήσουμε.
Στο δρόμο. Δεν πήρα το αυτοκίνητο χτες. Δεν το πήραμε. Τόσο το αλκοόλ, μπήκαμε σε ένα ταξί και φτάσαμε. Περπατάω τώρα. Κατηφορίζω. Αριστερά το γήπεδο. Συνειρμικά από αυτό πηγαίνω στη φασαρία, στο καλοκαίρι, στο νησί. Θα πάμε σε ένα νησί μαζί αυτό το χειμώνα; Δε με νοιάζει σε ποιο. Ένα μπαρ να ‘χει και ένα καφενείο. Να πίνουμε ελληνικό και να σου λέω για “ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί”. Να πίνουμε metaxa και να μου λες… Δε με νοιάζει γιατί θα μου λες. Αρκεί να μου μιλάς. Να σ’ ακούω να μου μιλάς. Από λέξη σε λέξη σου βάζω ιστούς, αράχνη, πιάνω έντομα ανάμεσα, τρέφομαι και συνεχίζω. Επιβιώνω χάριν των προτάσεών σου. Χάριν της χροιάς σου. Μίλα μου να σ’ ακούω.
Φτάνω στο κέντρο. Ο ήλιος βγήκε. Το μπλε ως πινελιά ουρανού που είχε το παράθυρό σου στο βάθος, δεν υπάρχει πια. Κανένα τέρας τριγύρω. Λιακάδα τελικά σήμερα. Γαλάζιο. Σηκώθηκες απ’ το κρεβάτι; Στον χειμώνα της Λε Γκεν ή του Μίγγα θα σε απέτρεπα. Θα σε έπειθα να μείνεις εκεί, να βρω το αυτοκίνητο και να επιστρέψω να ξαπλώσω δίπλα σου. Σήμερα όμως, είναι αλλιώς. Είναι ξεφύλλισμα βιβλίου του Λοράν Γκοντέ. Είναι άλλη διάθεση. Είναι μήνυμα στο κινητό κι ένα τεράστιο χαμόγελο: “κορίτσι, ξύπνα! Είναι σαν Σικελία εδώ έξω. Πάμε για καφέ και να λέμε ότι είμαστε στις Συρακούσες”;
*Η φωτογραφία είναι της Δήμητρας Κιομουρτζίδου. Δεν έντυσε το μικρό μου διήγημα. Γράφτηκε επί τούτου, πάνω της.