By Nikos Lefou Pierrot Ziakas
Οι τυπικές μέρες έρχονται ύπουλα κάτω από την πόρτα. Σκαρφαλώνουν, σαν πας να βγεις, στον αυχένα σου,
τρυπάνε τα μηνιγγια και φωλιάζουν εκεί. Το αριστερό σου χέρι μυρμηγκιάζει. Κάπως έτσι λες να κάνει όταν
ράβονται οι χρήστες ηρωίνης ; Οι μπάτσοι ξέραμε πως την πουλούσαν, τώρα και οι εφοπλιστές, οι ιδιοκτήτες
ποδοσφαιρικών συλλόγων που παίζουν “πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο” και σκοτώνουν μάρτυρες το επόμενο πρωί,
οι γενιές τραπεζιτών που ηταν προσφυγοπνίκτες και τώρα πνίγουν με ληξιπρόθεσμα τον κόσμο κι ο κόσμος
βουουουβά, βουβά σου λέω, μόνο πηδάνε τις Δευτέρες πριν πάνε για δουλειά.
Την πωλούν οι αρχιμανδρίτες που γάμησαν εκατομμύρια παιδικά χρόνια στις χριστιανικές κατασκηνώσεις πριν την
πρωινή προσευχή κοινωνώντας ανήλικα στόματα με γάλα κι οχι νάμμα.
Ύστερα όσα δεν σώθηκαν κληροδότησαν στα παιδιά τους το ίδιο σφαγείο. Γαμώ το Θεό σας, γαμώ και τις τυπικές
μέρες που πρέπει να πάω στην τράπεζα, αριθμός δανείου τάδε, χρέος τάδε, δεν έχει σημασία.
Ο Χρήστος έχει μέρες να κάνει πως πέφτει, οπότε μην ξεχάσω να πετάξω το ποντικοφάρμακο μπας και σωθεί
κανένας αρουραίος,
και λέω στον υποκριτή εαυτό μου πως κάνει τον κριτή ποιος θα φάει και ποιος θα φαγωθεί,
αριθμος δανείου τάδε, χρέος τάδε.
Η τράπεζα έχει ουρά αλλά κανείς δεν κουνιέται…
Ησυχία, μόνο φράγκα, ξεφυσήματα, ενα μακάβριο ασάλεμα,
ουρλιάζω, κανείς δεν γυριζει, αρχίζω και πετάω λεξεις, τις κάνω προτάσεις, φωνάζω ” οι φασίστες ξανάρχονται”,
τίποτα, τίποτα σου λέω, γαμημένοι λέω “Ληστεία”, αμέσως οι γριές χτύπησαν πανικό, οι ταμίες πέσανε πάνω στα
λεφτά να τα σώσουν, οι μπάτσοι ήρθαν σε τέσσερα λεπτά
κι εγώ.. ακόμα δεν είχα προλάβει να κάνω είσοδο α λα Ταραντίνο.
Μαλάκα μου έγινες ανέκδοτο, ξύπνα γιατί τώρα είναι το 237 κι είναι η σειρά σου, τίποτα δε συνέβη από αυτά,
δάνειο τάδε, χρέος τάδε.
Σκοντάφτεις πριν μπεις στο δωμάτιο, πέφτουν τ’ ‘Ανθη του Κακού από το γραφείο,
“Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας” λέει το πανό στη φωτογραφία του εξωφύλλου και φυλλοβόλισες, μόνο
ένα χειμώνα κράτησες φύλλο μοναδικό επάνω στο πετσί σου, ένα φύλλο που έκρυψε δυο μάτια ίδια βρεγμένα
παπούτσια, τη Σταδίου κι ένα βάσανο στο δέρμα,
έκτοτε μάλλον ο χρόνος μου φλέβισε σε μια αιώνια καλοκαιρινή αναμονή,
ίσως αν μείνει πάνω μας αυτό το φύλλο, προλάβουμε μια μέρα ακόμα, μια μόνο μέρα να έχουμε δική μας και…
Είσαι τόσο γελοίος φίλε μου, το μόνο που συμβαίνει είναι να έχεις βάλει σε λούπα το Heroes του Bowie
γιατί οι άνθρωποι αφιερώνουν τα τραγούδια που δεν θα έκαναν ποτέ τους πράξη, αλλά μου είπαν πως αν το έχεις
φανταστεί το έχεις ζήσει, γιατί θυμάμαι πως δεν μπορώ να μιλήσω,
έκοβα τα χείλια μου συχνά με τα δόντια και στα έδινα να κάνεις ευχές τα κομμάτια
αλλά συνήθισα στ’ ασφυξιογόνα κι εσύ να φεύγεις, έτσι φαντάστηκα πολλά ή εζησα λίγα ;
Μπερδεύω τόσο τα πόδια με τη γλώσσα μου που δεν ξέρω αν μιλάω τώρα ή αν περπατάω, αν τα ποιήματα πρέπει
να έχουν τίτλους μόνο από οδούς ή η ιστορία είναι σπείρα ή αν κάνει κύκλους, αν γαργαλιέμαι από τα χιλιάδες
ηλεκτροσόκ ή σου χαμογελώ καθώς τελειώνεις και μου ζητάς τσιγάρο, αλλά όχι, είμαι σίγουρος πως είναι μια
τυπική μέρα σήμερα.
Δε φυτεύτηκε σε κανέναν μια σφαίρα στο κεφάλι.
Δεν είχαμε ανάσταση νεκρών
Δεν άνοιξαν οι φυλακές και δεν έκλεισαν τα ιδρύματα
Δε λήστεψα την τράπεζα ούτε σκότωσα τον πατέρα μέσα μου
δεν άλλαξε το κύμα πάλι πνίγει κόσμο
Δεν έκανα τίποτα κι εγώ
δεν ήρθες κι εσύ…
Τί περίμενες ;
Δεν ήμασταν, δα Μπόνι και Κλάιντ !
Nikos LeFou Pierrot Ziakas, 13 Ιουλίου 2016.