«Οι Μισητοί Οκτώ» ξεκινούν με τη μουσική του ζωντανού θρύλου Ένιο Μορικόνε (για τον οποίο ο Ταραντίνο δήλωσε προχθές στις Χρυσές Σφαίρες, παραλαμβάνοντας για λογαριασμό του το πρώτο (!) κινηματογραφικό βραβείο που λαμβάνει στην Αμερική, με την εξαίρεση ενός τιμητικού όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του, ότι είναι ο αγαπημένος του συνθέτης συνολικά και ότι τον θεωρεί πιο σημαντικό από το Μότσαρτ και τον Μπετόβεν) να γεμίζει τα αυτιά μας, ενώ στα χιονισμένα βουνά του Γουαϊόμινγκ βλέπουμε έναν χωμένο στο χιόνι Εσταυρωμένο. Κάποιος τάφος. Επιμένει τόση ώρα στο σχεδόν ολοκληρωτικά καλυμμένο στο χιόνι Χριστό, που είσαι σχεδόν σίγουρος ότι στην πορεία της ταινίας θα αποκαλυφθεί, ότι κρύβεται κάποιο κλειδί εδώ, σε αυτόν το συγκεκριμένο τάφο, αλλά μπα, δεν υπάρχει η ανάγκη ενός συγκεκριμένου θανάτου να κινήσει την πλοκή, δεν υπάρχει ανάγκη μιας συγκεκριμένης εκδίκησης, ο θάνατος είναι πανταχού παρών και σε μεγάλους αριθμούς.
Ο αμερικάνικος εμφύλιος έχει βέβαια τελειώσει εδώ και λίγα χρόνια, ωστόσο τα σημάδια του είναι ακόμη διάσπαρτα, οι πόλεμοι μπορεί να τελειώνουν αλλά η επίπτωσή τους δεν τελειώνει από τη μια μέρα στην άλλη. Μια άμαξα θα περάσει μπροστά από τον τάφο, ενώ έξω η χιονοθύελλα πλησιάζει. Μέσα της ένας άντρας (ο Κέρτ Ράσελ) είναι δεμένος με χειροπέδες με μια γυναίκα (την Τζένιφερ Τζέισον Λι). Είναι κυνηγός επικηρυγμένων και την πηγαίνει να κρεμαστεί.
Στο πρώτο κεφάλαιο της από έξι κεφάλαια αποτελούμενης ταινίας, θα τους σταματήσει και θα ζητήσει να τον πάρουν μαζί τους, τι σύμπτωση, ένας άλλος κυνηγός επικηρυγμένων (ο Σάμιουελ Τζάκσον), που κουβαλάει μαζί του και τρία πτώματα. Στο δεύτερο θα τους σταματήσει και θα ζητήσει να τον πάρουν μαζί τους, ένας άντρας (o Γουόλτον Γκόγκινς) που, τι σύμπτωση, έχει πεθάνει και το δικό του το άλογο και, τι σύμπτωση, ισχυρίζεται ότι είναι ο νέος σερίφης στο μέρος που πηγαίνουν τους νεκρούς και τη ζωντανή επικηρυγμένη. Οι δυο νέοι επιβάτες ήταν και παραμένουν εχθροί. Νότιος ρατσιστής ο ένας. Μαύρος εκδικητής ο άλλος. Πολέμησαν στον πόλεμο σε αντίθετα στρατόπεδα, τώρα πρέπει να συμβιώσουν με κάποιον τρόπο στον καιρό της ειρήνης.
Όταν στο τρίτο κεφάλαιο φτάσουν σε μια μεγάλη καλύβα, στο υφασματάδικο της Μίνι, όπου θα χρειαστεί να μείνουν για να προφυλαχθούν από τη χιονοθύελλα που τους έφτασε, θα συναντήσουν, τι σύμπτωση, το δήμιο της περιοχής (τον Τιμ Ροθ), έναν γέρο στρατηγό των Νοτίων (τον Μπρους Ντερν), έναν άντρα που λέει ότι είναι ένας απλός γελαδάρης που πάει να περάσει τα Χριστούγεννα με τη μητέρα του (το Μάικλ Μάντσεν), κι έναν Μεξικάνο (τον Ντέμιαν Μπισίρ) που λέει ότι είναι προσωρινά στο πόδι της Μίνι που, τι σύμπτωση, πήγε κι αυτή να επισκεφτεί τη μητέρα της.
Η υποψία είναι διάχυτη. Ο Κερτ Ράσελ είναι σχεδόν σίγουρος ότι κάποιος ή κάποιοι δεν είναι αυτό που λένε και ότι έχουν σκοπό να ελευθερώσουν την κρατούμενή του. Από εκείνο το σημείο και ύστερα σχεδόν όλη η ταινία θα διαδραματιστεί μέσα σε αυτό τον κλειστό χώρο και όπως μπορεί εντελώς βάσιμα να προβλέψει κανείς δε θα βγουν όλοι τους ζωντανοί από εκεί. Ποιοί απ’ όλους όμως, πώς και γιατί; Μάλλον αχρείαστα ξεχειλωμένο το πρώτο μέρος της ταινίας, θα μπορούσε να είναι μερικά λεπτά μικρότερο χωρίς να χαθεί κάτι ουσιώδες, αλλά μετά αρχίζει το αναμενόμενο ξεκαθάρισμα των λογαριασμών και γίνεται ο αναμενόμενος κακός χαμός.
Με τις δύο τελευταίες του ταινίες ο Ταραντίνο είχε βαλθεί να εκδικηθεί τα μεγάλα ιστορικά εγκλήματα. Έτσι, αφού στους «Άδοξους Μπάσταρδους» οι Εβραίοι εξοντώνουν τη ναζιστική ηγεσία, στο «Django: ο τιμωρός» ένας μαύρος εκδικείται δουλοκτήτες. Τα μεγάλα ιστορικά θύματα αλλάζουν ρόλο, παύουν να είναι παθητικοί δέκτες των φρικαλεοτήτων, ενεργοποιούνται και αποδίδουν δικαιοσύνη. Ένα σινεμά που αποκαθιστά ιστορικές αδικίες, ένα σινεμά εκδικητής. Εδώ αντιστοίχου βεληνεκούς φιλοδοξία ξαναγραψίματος της Ιστορίας δεν έχουμε. Τα εγκλήματα με τα οποία καταπιάνεται δεν είναι πια ιστορικά αλλά ατομικά, αυτά που διατρέχουν την Ιστορία και σε καιρούς ειρήνης. Ο απόηχος της Ιστορίας είναι εκεί, ρίχνει εντονότατα το βάρος της μετεμφυλιακής σκιάς της, αλλά πλέον μιλάμε για κοινά εντός εισαγωγικών εγκλήματα. Με μια διαφορά. Βρισκόμαστε ακόμη στον τόπο και την εποχή που η έννοια της δικαιοσύνης είναι μεταιχμιακή. Ένας από τους ήρωες εξηγεί τη διαφορά μεταξύ θεσμικής δικαιοσύνης και «δικαιοσύνης των συνόρων». Υπάρχει καταρχάς ένας θεμελιώδης παραλογισμός. Kαταζητείται κάποιος νεκρός ή ζωντανός. Ποιό τεκμήριο της αθωότητας. Και γιατί να σε πιάσει ο άλλος ζωντανό και να μπει σε όλο τον κίνδυνο και τον κόπο να σε παραδώσει έτσι στις αρχές. Αλλά εν πάση περιπτώσει, αν σε πιάσει, αν σε παραδώσει, αν δικαστείς, αν καταδικαστείς και αν κρεμαστείς από τον αμερόληπτο και χωρίς πάθος δήμιο, αν συμβούν όλα αυτά μαζί τότε έχουμε αυτό που η πολιτισμένη κοινωνία αποκαλεί δικαιοσύνη. Αν όμως συγγενείς κάποιου από τα θύματα του καταζητούμενου τον κρεμάσουν μόνοι τους, τότε έχουμε τη δικαιοσύνη των συνόρων.
Ο Ταραντίνο πήρε πριν λίγους μήνες μέρος σε διαδήλωση κατά της αστυνομικής βίας και αυτό προκάλεσε αντιδράσεις. Είναι αντιφατική η πολιτική του στάση με το σινεμά που κάνει; Κατά τη γνώμη μου καθόλου. Ο ρατσισμός είναι και στους «Μισητούς Οκτώ» ένα θέμα που διατρέχει την ταινία (ρατσισμός όχι μόνο των λευκών κατά των μαύρων, αλλά π.χ. και των μαύρων κατά των Μεξικάνων), όσο για το μισογυνισμό; Το πρόσωπο της διαρκώς παγιδευμένης Τζένιφερ Τζέισον Λι γίνεται ένας καμβάς, όπου ο Ταραντίνο τού πετάει κουβάδες αίμα με όλους τους πιθανούς τρόπους. Την πρωτοβλέπουμε με μαυρισμένο μάτι, στην πορεία από το ξύλο που τρώει χάνει δόντια, εκείνη γελάει κάθε φορά, οι κατηγορίες για μισογυνισμό που εκτοξεύθηκαν είναι κατά τη γνώμη μου αστείες ως προς τη βασιμότητά τους και επικίνδυνες ως προς τη διαρκή προσπάθεια καλουπώματος της καλλιτεχνικής ελευθερίας.
Ο Σάμιουελ Τζάκσον οφείλει στον Ταραντίνο σχεδόν όσα του οφείλει και ο Κρίστοφ Βαλτζ. Του έχει δώσει ρόλους που αφενός κανείς άλλος δεν μπορεί να γράψει και αν είναι να μιλήσουμε για συστημικό ή ασυνείδητο ρατσισμό, ναι, δεν ξέρω ποιός θα έδινε τόσο γενναιόδωρα σε μαύρο ηθοποιό ξανά και ξανά όντας ο ίδιος λευκός, σε ένα Χόλιγουντ όχι μόνο ανδροκρατούμενο, αλλά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, λευκοκρατούμενο. Και φυσικά ο Τζάκσον τούς απογειώνει. Γουέστερν ξανά, κυνηγοί επικηρυγμένων ξανά, ένα επεισόδιο μέσα στην ταινία που θα μπορούσε να είναι κατευθείαν βγαλμένο από τον Τζάνγκο, «Οι Μισητοί Οκτώ» υστερούν εμφανώς σε σύγκριση με τον Τζάνγκο. Μολονότι είναι μια ταινία που θα την τοποθετούσα από τη μέση και κάτω της φιλμογραφίας του, τελικά το κύριο πρόβλημά της είναι συγκριτικό, είναι ότι έχει βάλει ο ίδιος τον πήχυ πάρα πολύ ψηλά. Κατά τ’ άλλα όσο την ξαναπαίζω στο μυαλό μου, καταλήγω ότι δεν είναι ένας μέτριος ή πολύ περισσότερο ένας αποτυχημένος Ταραντίνο, αλλά ότι είναι μια ταινία που σου επιτρέπει να την ξανασκεφτείς, να την ξαναεπισκεφτείς, να την επανεκτιμήσεις. Και από μια σαρδόνια ίσως οπτική γωνία έχει και χάπι εντ και ένα αισιόδοξο μήνυμα. Για σήμερα, όχι για τότε.
www.elculture.gr