Του Γιώργος Ν. Οικονόμου *
Οι τελευταίες ακροδεξιές δηλώσεις του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στον ΣΚΑΪ προκαλούν θλίψη, ανησυχία και ταυτοχρόνως πρόκληση για τους πολίτες που διαθέτουν κάποια ψήγματα φιλελευθερισμού, ευαισθησία για την κοσμική πολιτεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το πιο ανησυχητικό είναι πως από τα κόμματα μόνο το Ποτάμι και η ΔΗΜΑΡ επέκριναν δημοσίως τις απαράδεκτες απόψεις του αρχιεπισκόπου. Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώνεται ακόμη μία αποτυχία, παραμένοντας δέσμιος της παλαιοκομματικής νοοτροπίας και των συντηρητικών αντιλήψεων, προωθώντας το εθνικιστικό και θρησκευτικό φαντασιακό με πρόσωπα όπως Καμμένος, Παυλόπουλος, Πολύδωρας, Ζουράρις, Ιερώνυμος.
Αυτή η νοσηρή κατάσταση προέρχεται από το μέχρι τώρα ευνοϊκό status της Εκκλησίας με ευθύνη της Πολιτείας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνιστά μέρος του κράτους (ΝΠΔΔ) και μάλιστα είναι κράτος εν κράτει, αφού έχει ανεξαρτησία όσον αφορά τα εσωτερικά της ζητήματα, με τη δική της διοίκηση.
Ταυτοχρόνως όμως οι υπεράριθμοι 10.000 ιερείς και 90 μητροπολίτες είναι κρατικοί υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι από τα χρήματα των φορολογουμένων (το 2010 κόστιζαν 350 εκατ. ευρώ ετησίως). Το παράλογο της υπόθεσης είναι πως το κράτος μισθοδοτεί μόνο 7.000, περίπου, γιατρούς, ενώ δεν υπάρχουν αρκετοί νοσοκόμοι, δικαστικοί, δάσκαλοι, καθηγητές και ασθενοφόρα που έχει ανάγκη η κοινωνία στις δύσκολες συνθήκες της χρεοκοπίας.
Η Εκκλησία έχει επί πλέον εξασφαλίσει αφορολόγητο και η περιουσία της δεν ελέγχεται από κρατικές υπηρεσίες, ούτε είναι καταγεγραμμένη και γνωστή. Εντούτοις στρέφεται πολλάκις εναντίον της Πολιτείας ζητώντας περισσότερα προνόμια και επιβολή των ιδεολογικών της «πιστεύω», όπως στο θέμα των ταυτοτήτων και του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Αντιδρά πάντοτε σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια και έχει τη δύναμη, κυρίως με τους ψηφοφόρους που ελέγχει, να επιβάλλει τη θέλησή της στην Πολιτεία για διάφορα ζητήματα στην εκπαιδευτική πολιτική και να αρνείται την κατάργηση της πρωινής σχολικής προσευχής, του υποχρεωτικού μαθητικού εκκλησιασμού και των θρησκευτικών εικόνων από τα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες.
Η Εκκλησία έχει καταφέρει, επίσης, για μεγάλο διάστημα να επιβάλλει, μαζί με τη συντηρητική πολιτική και πνευματική εξουσία, το ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που δημιούργησε καταστροφικές επιδράσεις στη νεοελληνική κοινωνία, με κορυφώσεις τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» της δικτατορίας του Ι. Μεταξά και το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της επτάχρονης δικτατορίας.
Εχει, επί πλέον, υποστηρίξει συντηρητικές ιδεολογίες και παρατάξεις (Δεξιά, Ακροδεξιά, μοναρχία, δικτατορίες), αναζωπυρώνοντας τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Πρόσφατα δείγματα υπήρξαν στη δεκαετία 1990, κατά τη διάρκεια του «μακεδονικού», που πήρε θέση εναντίον της σύνθετης ονομασίας της γείτονος χώρας, καθώς επίσης στο «γιουγκοσλαβικό» που τάχθηκε υπέρ των ορθοδόξων χριστιανών σφαγέων των Βαλκανίων, Μιλόσεβιτς, Κάρατζιτς, Μλάντιτς.
Κορύφωση της εκκλησιαστικής δημαγωγίας υπήρξε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, που επί μία δεκαετία (1998-2008) με τον λαϊκισμό του και τον εθνικισμό του σαγήνευσε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, κατακεραύνωνε τους διαφωνούντες με βίαιη ορολογία, έσπερνε τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία.
Ετσι, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην άνοδο των εθνικιστικών, αντιδυτικών και αντιευρωπαϊκών απόψεων. Το μισαλλόδοξο έργο του συνεχίζουν αρκετοί εθνικιστές και σκοταδιστές μητροπολίτες.
Από την άλλη, η ορθόδοξη Εκκλησία φάνηκε πολύ μεροληπτική έως αδιάφορη και κυνική σε ζητήματα που θα έπρεπε να δείξει κάποια ανθρωπιστική ευαισθησία για να αποτρέψει ή τουλάχιστον να καταδικάσει ορισμένα αποτρόπαια γεγονότα, σύμφωνα υποτίθεται με τα ανθρωπιστικά κηρύγματα του ιδρυτή της.
Τέτοια γεγονότα υπήρξαν πολλά κατά τη δικτατορία του Μεταξά, κατά τον εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή περίοδο, στα οποία το εκκλησιαστικό ιερατείο ουδόλως συνέδραμε τους χιλιάδες κατατρεγμένους, κυνηγημένους, βασανισθέντες και αναξιοπαθούντες που υπέφεραν από την εκδικητικότητα των νικητών στις φυλακές, στα ξερονήσια, στα στρατοδικεία και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Αντιθέτως, συντάχθηκε πλήρως με την κρατική βαρβαρότητα.
Αλλωστε, τον Νοέμβριο του 1973, η Εκκλησία δεν έπραξε τίποτε για να εμποδίσει τη σφαγή των άοπλων νέων στο Πολυτεχνείο, ούτε έστειλε βοήθεια στις απεγνωσμένες εκκλήσεις του ραδιοφωνικού σταθμού του το βράδυ πριν από την επέμβαση των τανκς, που ζητούσε ανθρωπιστική βοήθεια, τρόφιμα, ασθενοφόρα, φάρμακα, για τους εκατοντάδες από αστυνομικές σφαίρες τραυματίες.
Ούτε μετά καταδίκασε τη σφαγή, δείχνοντας έτσι όχι μόνον υποκρισία και αναλγησία, αλλά πλήρη συμφωνία με τις βάρβαρες πράξεις του δικτατορικού καθεστώτος.
Εντούτοις δεν έγινε καμία κάθαρση στους κόλπους της από τα φιλοχουντικά και φιλοφασιστικά στοιχεία, ούτε αργότερα έγινε δυνατή η περιβόητη «αυτοκάθαρση» από τα παρανομούντα, διεφθαρμένα μέλη της που κηρύσσουν ρατσιστικά, ομοφοβικά, αντιεβραϊκά, αντιισλαμικά νοήματα.
Ετσι εξηγείται η υποστήριξή της σε όλες τις βασιλικές, δεξιές, δικτατορικές, αυταρχικές και αντισυνταγματικές κυβερνήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της νεοελληνικής Ιστορίας και τελευταίως στους νεοναζιστές – από ένα μέρος της.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα στην οποία δεν έχει γίνει ο χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας, πράγμα που έχει πολλά αρνητικά αποτελέσματα.
Τα κυριότερα είναι ότι ο αστικός εκσυγχρονισμός και η πολιτική κοινωνία καθίστανται πολύ δυσχερείς, και κάθε προσπάθεια για εκδημοκρατισμό του συστήματος, για εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης, για φιλελεύθερη πολιτική αγωγή των ατόμων με ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία αναστέλλεται διαρκώς.
Στο πλαίσιο αυτό, η Εκκλησία υπήρξε σημαντικός παράγοντας οπισθοδρόμησης και στήριγμα του ολιγαρχικού συστήματος διακυβέρνησης που οδήγησε στη χρεοκοπία. Οσο η Πολιτεία δεν αποφασίζει τον χωρισμό της από αυτήν και επί πλέον την κολακεύει ποικιλοτρόπως τόσο η Εκκλησία δεν αλλάζει και τόσο η κοινωνία παραμένει στην παρακμή.
*διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας