Tου Τάσου Κωστόπουλου
«Κύριε Πρύτανη, να έχετε υπόψη σας ότι εμείς δεν είμεθα διατεθειμένοι να πεθάνουμε αδιαμαρτύρητα»
Επιτροπή σπουδαστών του ΕΜΠ προς τον Ι. Θεοφανόπουλο (Φλεβάρης 1942)
Ηταν 6 το απόγευμα της 5ης Δεκεμβρίου 1944. Επί ένα τρίωρο, ο χώρος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου είχε μετατραπεί σε ορμητήριο του ΕΛΑΣ της Σπουδάζουσας, με στόχο το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας που στεγαζόταν τότε στο απέναντι κτίριο, στη συμβολή των οδών Σουρνάρα και Πατησίων.
Ενα βρετανικό τανκ γκρέμισε την κεντρική πύλη του ιδρύματος, ανοίγοντας δρόμο στη μονάδα των αλεξιπτωτιστών που είχε επιφορτιστεί με την εκκαθάριση του χώρου.
Οπως ακριβώς έκανε και το αντίστοιχο ελληνικό 29 χρόνια αργότερα, αν και κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες.
Η παραπάνω σκηνή, στο ξεκίνημα των Δεκεμβριανών και προτού τα στρατεύματα του Σκόμπι επέμβουν επίσημα για την καταστολή των «στασιαστών» του ΕΑΜ, αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας θυελλώδους τετραετίας για το ΕΜΠ, τους διδάσκοντες και -κυρίως- τους σπουδαστές του.
Είχαν προηγηθεί:
Σε μια πρώτη φάση, η ανάπτυξη του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος μεταξύ των σπουδαστών και μιας μερίδας καθηγητών του ΕΜΠ.
Σε μια δεύτερη φάση, η σταδιακή ανάδυση της αντίρροπης τάσης: μιας αντίδρασης στο ΕΑΜικό κίνημα, η οποία μέσα στο 1943 παίρνει το πάνω χέρι στον χώρο του ιδρύματος, για λόγους και με μεθόδους που θα δούμε παρακάτω.
Η αναμέτρηση αυτών των δύο κόσμων, προέκταση της γενικότερης αναμέτρησης που ξετυλίχθηκε το ίδιο διάστημα στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα γύρω από την αντιμετώπιση της Κατοχής και τη μεταπολεμική πορεία της χώρας, χάραξε αιματηρές διαχωριστικές γραμμές που στάθηκε αδύνατο να γεφυρωθούν μέσα στο σύντομο διάστημα της Απελευθέρωσης και καθόρισαν τη μεταπολεμική φυσιογνωμία του Πολυτεχνείου.
Η Αντίσταση
Οταν τον Απρίλιο του 1941 ξεκινά η τετράχρονη ναζιστική Κατοχή, το ΕΜΠ είναι ένα επίλεκτο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, οι σπουδαστές του οποίου προέρχονται κατά 71% από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα και διακατέχονται από την πεποίθηση πως αποτελούν μέλη μιας ολιγάριθμης τεχνοκρατικής ελίτ με εξασφαλισμένο μέλλον, η οποία πρόκειται (ή θα έπρεπε) να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην έξοδο της χώρας από την υπανάπτυξη.
Οι απαιτητικές εισαγωγικές εξετάσεις, τα ψηλά δίδακτρα και ο μικρός αριθμός των σπουδαστών (μόλις 677 το ακαδημαϊκό έτος 1939/40) επέτειναν αυτό το αίσθημα κοινωνικής πρωτοπορίας – σε συνδυασμό, βεβαίως, με τη διάχυτη πεποίθηση πως οι θετικές σπουδές παρείχαν το μοναδικό κλειδί για την ερμηνεία της πραγματικότητας (και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα μετασχηματισμού της).
Τη δεκαετία του 1930, οι αντιλήψεις αυτές συμπυκνώθηκαν στο κοινωνικοπολιτικό όραμα ενός «τεχνικού», μεταπολιτικού και αντικοινοβουλευτικού κράτους, δυνάμει συμβατού τόσο με το φασιστικό όσο και με το σοσιαλιστικό μοντέλο.
Η παρουσία του φοιτητικού κινήματος στο ΕΜΠ κατά τα προπολεμικά χρόνια υπήρξε υποτυπώδης κι αντιμετώπισε άγρια καταστολή, από μέρους τόσο της πολιτείας όσο και της διοίκησης του ιδρύματος.
Οπως προκύπτει από τα πρακτικά της Συγκλήτου που μελέτησε η Ελένη Πασπαλιάρη, ακόμη και στοιχειώδεις ενέργειες, όπως η διαμαρτυρία για την ποιότητα του φοιτητικού συσσιτίου και την αύξηση της τιμής του φοιτητικού εισιτηρίου ή η εκδήλωση αλληλεγγύης προς τον δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη (διωκόμενο για την ελληνική έκδοση της αντιχιτλερικής «Καστανής Βίβλου» με την κατηγορία της «προσβολής αρχηγού ξένου κράτους»), επέσυραν ποινές αποβολής των εμπλεκόμενων σπουδαστών.
↳ Σκηνές από την πολυσχιδή δραστηριότητα των σπουδαστών του ΕΜΠ επί Κατοχής: εκδρομές, πινγκ πονγκ στη Λέσχη, πατριωτική χριστουγεννιάτικη εκδήλωση στο αμφιθέατρο Γκίνη, συλληφθέντες διαδηλωτές του αντικατοχικού συλλαλητηρίου της 4/3/1943 στις φυλακές Αβέρωφ.
Ο σπουδαστικός σύλλογος διαλύθηκε με απόφαση της Συγκλήτου τον Μάρτιο του 1935, μετά την πρώτη και τελευταία γενική συνέλευση που πραγματοποίησε δίχως προηγούμενη έγκριση του πρύτανη.
Οταν τον επόμενο μήνα οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο διαμαρτυρόμενοι για την απόλυση επτά βενιζελικών καθηγητών τους (που αργότερα επαναπροσλήφθηκαν), ο πρύτανης Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε την αστυνομία να τους διαλύσει.
Τα περιθώρια οποιασδήποτε δραστηριότητας θα στενέψουν ακόμη περισσότερο μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας και θα επισφραγιστούν με την εξάρθρωση της τοπικής ΟΚΝΕ, την άνοιξη του 1938.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας του ΕΜΠ, με συμμετοχή του δικτάτορα Μεταξά και των πρωτοπαλίκαρών του, θα δώσει την ευκαιρία για την πρώτη δημόσια εμφάνιση της ΕΟΝ Πολυτεχνείου.
Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου τα μαθήματα και τα εργαστήρια σταμάτησαν, οι μεγαλύτεροι σπουδαστές και κάποιοι διδάσκοντες στρατεύτηκαν.
Μετά τη συνθηκολόγηση, το ΕΜΠ μετατράπηκε προσωρινά σε ιταλικό στρατιωτικό νοσοκομείο. Ως αποτέλεσμα σπουδαστικών κινητοποιήσεων, τα μαθήματα θα ξαναρχίσουν πάντως μέσα στο καλοκαίρι για το πέμπτο έτος και στις αρχές φθινοπώρου για τους νεότερους.
Ηδη από το καλοκαίρι του 1941 ξεκινούν και οι πρώτες αντιστασιακές ζυμώσεις, με επίκεντρο τον περιορισμένο αρχικά κύκλο των κομμουνιστών σπουδαστών, για να αγκαλιάσουν γρήγορα έναν αρκετά μεγάλο αριθμό σπουδαστών.
Από τις διαθέσιμες μαρτυρίες, αλλά κι από το εξαιρετικά εύγλωττο πολύχρωμο διάγραμμα των κινητοποιήσεων του Πολυτεχνείου το 1941-42 που διασώθηκε από εκείνη την εποχή, έργο του καθοδηγητικού επιτελείου της ΟΚΝΕ του ιδρύματος, διαπιστώνεται πως η αντιστασιακή δράση των πρώτων δύο χρόνων της Κατοχής περιστράφηκε γύρω από τρεις άξονες:
(α) Την πάλη για συλλογική φυσική επιβίωση, με την οργάνωση σπουδαστικών συσσιτίων και κινητοποιήσεων για τη διεύρυνση του σώματος των δικαιούχων σε αυτά. Τον Σεπτέμβριο του 1941, γενική συνέλευση 70 σπουδαστών εκλέγει τριμελή επιτροπή συναδέλφων τους για τη διοίκηση του προϋπάρχοντος Ταμείου Απόρων Σπουδαστών (ΤΑΣ), με δύο καθηγητές ως επιτρόπους. Η Σύγκλητος θα επικυρώσει αυτή την επιλογή και οι σπουδαστές θ’ αναλάβουν, όχι δίχως αντιστάσεις, τον έλεγχο των συσσιτίων: εποπτεία των καζανιών της Φοιτητικής Εστίας, μεταφορά και διανομή του συσσιτίου, έκδοση των «δελτίων απορίας» μέσω του ΤΑΣ. Μερικά απ’ αυτά τα τελευταία θα παραχωρηθούν σε καταζητούμενους αγωνιστές, συμφοιτητές και μη.
(β) Την αντίσταση στην κρατική καταστολή, με πολύμορφες κινητοποιήσεις για την απελευθέρωση των κατά καιρούς συλληφθέντων (από συλλογή υπογραφών και παραστάσεις στις κατοχικές αρχές, μέχρι φοιτητικές απεργίες – η πρώτη τον Νοέμβριο του 1941).
(γ) Πολύμορφες επίσης δραστηριότητες για την καλλιέργεια και τόνωση του συλλογικού φρονήματος, εθνικού και πολιτικού, και την εξωτερίκευσή του με αναγραφή συνθημάτων και διαδηλώσεις κατά τις δύο εθνικές εορτές – την προϋπάρχουσα 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, που καθιερώνεται ως τέτοια από τα κάτω, με αντικατοχικές κινητοποιήσεις.
Η εσωστρεφή λειτουργία αυτής της ζύμωσης έχει κέντρο της Λέσχη των σπουδαστών που λειτουργεί στον χώρο του ιδρύματος και παίρνει τη μορφή εκδηλώσεων (ακόμη και χριστουγεννιάτικων), εκδρομών του Φυσιολατρικού Ομίλου Σπουδαστών (ΦΟΣΠ) που μετατρέπονται σε άτυπο «κρυφό σχολειό», της ανάρτησης στη Λέσχη ενός χάρτη με σημαιάκια που αποτυπώνουν καθημερινά την εξέλιξη του πολέμου στο Ανατολικό μέτωπο, της οργάνωσης επιμορφωτικών σεμιναρίων, της δημιουργίας βιβλιοθήκης με νόμιμα βιβλία και της παράλληλης κυκλοφορίας παράνομων εκδόσεων.
↳ Αναλυτικά διαγράμματα της συμμετοχής σε κάθε είδους συνελεύσεις και κινητοποιήσεις σπουδαστών του ΕΜΠ στο δεκατετράμηνο Σεπτεμβρίου 1941 -Οκτωβρίου 1942, των άρρωστων φοιτητών και σπουδαστών τον χειμώνα του 1941-42 και της οργανωτικής κατάστασης της ΟΚΝΕ Σπουδάζουσας τον Φεβρουάριο του 1942. Εργο της ΟΚΝΕ Πολυτεχνείου, «βοηθούσαν στην κατανόηση καταστάσεων» και, σύμφωνα με το στέλεχος που πήρε τη σχετική πρωτοβουλία (Στ. Κασιμάτης), «παρότρυναν σε επιτελικούς τρόπους δουλειάς και καθοδήγησης»
Αξιοσημείωτη είναι εδώ η πληροφορία του τότε κομμουνιστή σπουδαστή Λευτέρη Ελευθερίου, για τη συστηματική διακίνηση του προπολεμικού βιβλίου «Κατασκευάζειν και χαίρειν» του ΕΑΜίτη καθηγητή Αθανασίου Ρουσόπουλου, θιασώτη μιας «ορθολογικής δικτατορίας των τεχνικών», μαζί με τη «μαρξιστική κριτική» του από πλευράς της ΟΚΝΕ.
Κομβική για την ανάπτυξη του κινήματος θ’ αποδειχθεί η ανάπτυξη συναγωνιστικών δεσμών με ορισμένους καθηγητές (Ρουσόπουλος, Παπαπέτρου, Κριτικός), με κορυφαίο ανάμεσά τους τον προπρύτανη (1941-43) και πρύτανη (1943-45) Νίκο Κιτσίκη.
Οι σχέσεις αυτές, αδιανόητες κατά τα προπολεμικά χρόνια, θα λειτουργήσουν κάπως προστατευτικά απέναντι στην αναβίωση των προπολεμικών κατασταλτικών πρακτικών της Συγκλήτου – κι αυτό, παρ’ όλες τις σχετικές πιέσεις συντηρητικών καθηγητών που καταγράφονται στα πρακτικά της τελευταίας ή επεμβάσεις όπως η αντικατάσταση της εκλεγμένης διοίκησης του ΤΑΣ, μετά τη σπουδαστική απεργία του Μαρτίου του 1942.
Ετσι κι αλλιώς, το κλίμα των ημερών επιτρέπει «αριστερές παρεκκλίσεις» (κατά τη διατύπωση του Ελευθερίου) δημόσιας κριτικής των διδασκόντων, αδιανόητες για τα προηγούμενα χρόνια.
Η μαζικοποίηση
Τι αριθμητικά μεγέθη είχε όλη αυτή η δραστηριότητα; Ενα λεπτομερές διάγραμμα του 1942, προοριζόμενο για εσωτερική ενημέρωση της ΟΚΝΕ κι όχι για εξωστρεφή προπαγάνδα, αποτυπώνει μια προοδευτική μαζικοποίηση: ενώ στις ιδρυτικές συνελεύσεις του ΤΑΣ και της Λέσχης τον Σεπτέμβριο του 1941 μετείχαν λίγες μόνο δεκάδες σπουδαστών, η απεργία του Νοεμβρίου αποφασίστηκε από 350 κι εκείνη του Μαρτίου του 1942 από 600· στην πρώτη απεργία πήραν μέρος 500 σπουδαστές, στη δεύτερη 800.
Μεταξύ 300-400 μετέχουν στις ενδιάμεσες συνελεύσεις κι ενδοπολυτεχνειακές κινητοποιήσεις (παραστάσεις στην Πρυτανεία κ.λπ.), αρκετά λιγότεροι (150-200) στις εξωστρεφείς συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις του καλοκαιριού του 1942 (στο Π.Γ. του πρωθυπουργού Τσολάκογλου, στο υπουργείο Οικονομικών κ.α.).
Αρχικά πολύ περιορισμένος, ο πυρήνας των οργανωμένων κομμουνιστών του Πολυτεχνείου θα πολλαπλασιαστεί -κι αυτός- με τις «οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις» αυτών των κινητοποιήσεων: από 17 σε 77 μέλη μετά την πρώτη απεργία και σε 170 μετά τη δεύτερη.
Ειδικό κεφάλαιο αυτής της διαδικασίας θ’ αποτελέσει η αποβολή από την επιτροπή συσσιτίου των τροτσκιστών που, σύμφωνα με τον Ελευθερίου, «προσπαθούσαν να αποπροσανατολίσουν το μαζικό αντιστασιακό κίνημα» με τα «αριστερίστικα», «ανεπίκαιρα και μη ανταποκρινόμενα στον συσχετισμό των δυνάμεων» συνθήματά τους.
Η εκκαθάριση έγινε «δι’ ανατάσεως της χειρός», σε μια μικτή συνέλευση όλων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (Πολυτεχνείο, Πανεπιστήμιο, ΑΣΟΕΕ), στη Λέσχη του ΕΜΠ.
Από το διάγραμμα της ΟΚΝΕ πληροφορούμαστε πάντως πως η συμμετοχή σ’ αυτό το ιδιότυπο όργανο, 300 άτομα συνολικά, υπήρξε αισθητά μικρότερη απ’ ό,τι στις υπόλοιπες συνελεύσεις των ημερών – τη στιγμή που οι συνελεύσεις του Πανεπιστημίου είχαν 1.000-2.000 άτομα.
Οσον αφορά πάλι τις αμιγώς αντικατοχικές εκδηλώσεις, το διάγραμμα της ΟΚΝΕ καταγράφει τη συμμετοχή 250 σπουδαστών του ΕΜΠ στη διαδήλωση της 24ης Μαρτίου 1942, 200 το πρωί κι 80 το απόγευμα της 25ης (μείωση που μπορεί ν’ αποδοθεί στην άγρια καταστολή και τις ενδιάμεσες μαζικές συλλήψεις, φαινόμενο που παρατηρείται και με τους -πολύ μεγαλύτερους- αντίστοιχους αριθμούς στο διάγραμμα κινητοποιήσεων των φοιτητών του Πανεπιστημίου), 250 σπουδαστών στις 27 και 170 στις 28 Οκτωβρίου 1942.
Μολονότι δεν διαθέτουμε ανάλογο τεκμήριο για το επόμενο διάστημα, βέβαιο είναι πως η συμμετοχή αυτή κλιμακώθηκε μέσα στο πρώτο επτάμηνο του 1943, καθώς τα συλλαλητήρια κατά της πολιτικής επιστράτευσης (5/3/1943), των μαζικών εκτελέσεων (25/6/1943) και της επέκτασης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής δυτικά του Στρυμόνα (22/7/1943) προσέλαβαν χαρακτήρα παλλαϊκής εξέγερσης.
Στο πρώτο και το τρίτο απ’ αυτά θα σκοτωθούν μάλιστα τρεις σπουδαστές του Πολυτεχνείου: ο Εδμόνδος Τορόν στις 5 Μαρτίου, από πυρά της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο υπουργείο Εργασίας για το κάψιμο των καταλόγων της πολιτικής επιστράτευσης, ο Θανάσης Τεριακής κι ο Θωμάς Χατζηθωμάς στις 22 Ιουλίου, από γερμανικές σφαίρες στην Ομήρου και την Πανεπιστημίου, αντίστοιχα.
Οι πεσόντες
Συνολικά, στη διάρκεια της Κατοχής σκοτώθηκαν 18 σπουδαστές του ΕΜΠ. Οι 11 απ’ αυτούς στην Αθήνα: τρεις -όπως είδαμε- σε αντικατοχικές διαδηλώσεις του 1943, οι υπόλοιποι 8 από τα χέρια Γερμανών και δωσιλόγων μέσα στο 1944.
Δυο κρατούμενοι στο Χαϊδάρι (Ευγένιος Πασσιανίδης, Κώστας Υφαντής) τουφεκίστηκαν τον Αύγουστο στη Μάνδρα· ο Παναγιώτης Κασιμάτης εκτελέστηκε τον Αύγουστο στο μπλόκο του Βύρωνα· ο Γεράσιμος Ιωαννίδης σκοτώθηκε τον Απρίλιο από ταγματασφαλίτες στον Βοτανικό· ο Σταμάτης Κατωτάκης συνελήφθη από ασφαλίτες μέσα στο Πολυτεχνείο και τουφεκίστηκε στο Χαϊδάρι· τρεις (ο Φαίδων Αντωνόπουλος, ο Νίκος Καράπαπας κι ο Νίκος Κυριακίδης) δολοφονήθηκαν με φριχτά βασανιστήρια από την Ειδική Ασφάλεια, τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 1944, και τα παραμορφωμένα πτώματά τους πετάχτηκαν στην οδό Μασσαλίας και στο Ζάππειο, αντίστοιχα.
Από τους υπόλοιπους επτά, δύο (Επαμεινώνδας Αμβροσιάδης και Νίκος Αρχύτας) χάθηκαν ως όμηροι στη Γερμανία, δύο (τα αδέρφια Αλέκος και Νικόλαος Δονδολίνος) δολοφονήθηκαν στον Βόλο από ταγματασφαλίτες του ΕΑΣΑΔ και τρεις έπεσαν ως μαχητές του ΕΛΑΣ – οι δύο (Γιάννης Μήνης, Απελλής Καστανάκης) σε μάχες, ο τρίτος (Νείλος Μαστραντώνης) σε μπλόκο στη Λαμία.
Η Αντίδραση
Το καλοκαίρι του 1943 αποτελεί τομή για το αντιστασιακό κίνημα του Πολυτεχνείου. Τα περισσότερα στελέχη που εκτέθηκαν το περασμένο διάστημα έχουν περάσει στην παρανομία και, ορισμένα απ’ αυτά στέλνονται να πλαισιώσουν επαρχιακές οργανώσεις της ΕΠΟΝ ή το αντάρτικο.
Κάποιοι άλλοι καταδικάστηκαν την άνοιξη του 1943 από ιταλικό στρατοδικείο και θα παραμείνουν στις φυλακές μέχρι τις αρχές της επόμενης χρονιάς. Ο δε χώρος του ΕΜΠ θα μετατραπεί σταδιακά σε άβατο για τους σπουδαστές της ΕΠΟΝ και προπύργιο του αντίπαλου δέους: των αντιεαμικών «εθνικών οργανώσεων» και των διαπλεκόμενων μαζί τους μηχανισμών της Ειδικής Ασφάλειας.
Από τη διασταύρωση των διαθέσιμων πηγών προκύπτει ότι δύο παράγοντες συνετέλεσαν σ’ αυτή τη μεταβολή: η μαζική εγγραφή στο Πολυτεχνείο περίπου 400 μαθητών της κλειστής πλέον Σχολής Ευελπίδων, που λειτουργούν ως δύναμη κρούσης της αντικομμουνιστικής Ακροδεξιάς, και η μεταστροφή μιας μερίδας πρώην ΕΑΜιτών σπουδαστών, που το καλοκαίρι του 1943 συγκροτούν τον Εθνικό Σύνδεσμο Ανωτάτων Σχολών (ΕΣΑΣ), ως μετωπικό σχήμα της εθνικόφρονος -και πρωτίστως αντιεαμικής- «χρυσής αντίστασης».
Η εγγραφή των Ευελπίδων στο ΕΜΠ, «καθ’ υπέρβασιν» του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων, πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την πρώτη νικηφόρα φοιτητική απεργία του Νοεμβρίου 1941. Εγινε ως εκ τούτου αντιληπτή σαν αστυνομικό ουσιαστικά μέτρο, μολονότι το σχετικό νομοθετικό διάταγμα (Ν.Δ. 438/1941) είχε δημοσιευθεί από τις 30 Αυγούστου κι αποσκοπούσε, όπως και άλλα συντεχνιακά μέτρα της κυβέρνησης στρατιωτικών του Τσολάκογλου, στην επαγγελματική τακτοποίηση ενός υπηρεσιακού δυναμικού που είχε μείνει ξεκρέμαστο από τη θεσμική κατάργηση του ελληνικού στρατού.
Σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα, τα δίδακτρα των τέως Ευελπίδων καταβάλλονταν, όπως και η συνέχιση της μισθοδοσίας τους, από το σκιώδες «υπουργείο Αμύνης» της δωσιλογικής κυβέρνησης (άρθρο 4§4), προβλεπόταν δε η επαγγελματική απορρόφησή τους σε δημόσιες υπηρεσίες μετά την αποφοίτησή τους (άρθρο 6§2).
Η αυθαίρετη και προνομιακή αυτή εισροή 300 νέων σπουδαστών (όσο το 50% του συνολικού δυναμικού του ιδρύματος) προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, έντονες αντιδράσεις μεταξύ των σπουδαστών που είχαν υποστεί τη βάσανο των δρακόντειων εξετάσεων και κατέβαλλαν εξ ιδίων τα δίδακτρά τους· το πιστοποιεί το συλλογικό παρωνύμιο «αλεξιπτωτιστές» που τους αποδόθηκε, αλλά και οι αυτοκριτικές διατυπώσεις του Λευτέρη Ελευθερίου και του Πέτρου Ανταίου περί «εξτρεμισμών» που δεν διευκόλυναν την προσπάθεια πολιτικού προσεταιρισμού ή -έστω- αδρανοποίησής τους.
Τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, η ιδεολογία και οι πρακτικές τους τούς καθιστούσαν, άλλωστε, απροκάλυπτα εχθρικούς απέναντι στο αντιστασιακό κίνημα: όπως επισημαίνει η Μπέτυ Βακαλοπούλου, αγωνίστρια της ΕΠΟΝ που από το ΕΜΠ βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γερμανίας, οι Ευέλπιδες «μετέφεραν στο Πολυτεχνείο όλη τη νοοτροπία της σχολής τους», από τη μεταξική αντικομμουνιστική υστερία μέχρι την αυστηρή «ιεραρχία της κάθε τάξης, με τον αρχηγό και τον υπαρχηγό, γενικά μιαν ατμόσφαιρα καταπίεσης, βίας και υποταγής που θύμιζε μεσαιωνικά θρησκευτικά τάγματα».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του μετριοπαθούς συναγωνιστή τους Σάκη Πεπονή, «επικρατούσε η εντύπωση πως οι πιο πολλοί ανήκαν στη Χ» του Γρίβα.
Από τον Μάιο του 1943, οι «αλεξιπτωτιστές» αυτοί (στους οποίους περιλαμβάνονται και κάποια γνωστά ονόματα της μετέπειτα ελληνικής ιστορίας, όπως οι Γεώργιος Παπαδόπουλος και Στυλιανός Παττακός), αυτοαναγορεύθηκαν, σύμφωνα με μια σχετικά πρόσφατη αντιεαμική αφήγηση, σε «αρωγούς-προστάτες των εθνικών οργανώσεων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» (Πέτρος Μακρής-Στάικος, «Κίτσος Μαλτέζος. Ο αγαπημένος των Θεών», Αθήνα 2000, σ. 217).
Χάρη στην ομαδική παρέμβασή τους, το ΤΑΣ θα περάσει στα χέρια των αντιεαμικών – και, μαζί μ’ αυτό, ο κυμαινόμενος εκείνος μεσαίος χώρος που προσκολλάται συνήθως σ’ όποιον έχει κάθε φορά το πάνω χέρι.
Τα πρακτικά της Συγκλήτου καταγράφουν το επόμενο διάστημα τη διαίρεση των σπουδαστών «εις δύο ομάδας» και τις άκαρπες προσπάθειες κάποιων καθηγητών για «συμφιλίωσή» τους, «υπό το πρόσχημα της διεξαγωγής ανακρίσεων» (Ασημακόπουλος 2012, σ. 151-2).
Στις 13 Ιουλίου οι Ευέλπιδες εκκαθαρίζουν τη Λέσχη του ΕΜΠ από τους «Βουλγάρους» του ΕΑΜ, συγκρούονται με την ΕΠΟΝ στα Προπύλαια και πρωτοστατούν στην «εκπόρθηση» του αμφιθεάτρου της Φιλοσοφικής από τους εθνικόφρονες.
Αίθουσες του ιδρύματος μετατρέπονται σε χώρο βασανιστηρίων και συλληφθέντες φοιτητές παραδίδονται για τα περαιτέρω στην Ειδική Ασφάλεια.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σταύρου Κασιμάτη, ορισμένοι τουλάχιστον από τους Ευέλπιδες επέκτειναν την αντιεαμική τους δράση και στις λαϊκές συνοικίες, με αυτοπρόσωπη ενεργό συμμετοχή στα μπλόκα της Βέρμαχτ και των Ταγμάτων Ασφαλείας («Οι παράνομοι», Αθήνα 1997, σ. 57-8).
Λιγότερο προφανείς είναι οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκρότηση της δεύτερης συνιστώσας του αντιεαμικού πόλου στο ΕΜΠ.
Επισήμως, ο ΕΣΑΣ του Πολυτεχνείου σχηματίστηκε από πρώην μέλη του ΕΑΜ Νέων που απογοητεύθηκαν από τον έλεγχο του ΚΚΕ πάνω στο εαμικό κίνημα και την κομμουνιστική περιστολή των μεγαλοϊδεατικών συνθημάτων· σύμφωνα δε με την πρόσφατη αγιογραφική περιγραφή του Πέτρου Μακρή-Στάικου (όπ.π., σ. 216), περιέλαβε στις τάξεις του «την πλειοψηφία των σπουδαστών που αρνούνταν την υποταγή σε πολιτικές παρατάξεις» – διατύπωση κάπως οξύμωρη, βέβαια, αφού επρόκειτο για μιαν ακόμη παράταξη.
Στην πραγματικότητα, οι ρίζες αυτής της διαφοροποίησης πρέπει ν’ αναζητηθούν στις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες που σημειώθηκαν στην πρωτεύουσα την άνοιξη του 1943, την ανακλαστική δηλαδή συσπείρωση μιας μεγάλης μερίδας των μεσοστρωμάτων του αθηναϊκού κέντρου απέναντι στην πληβειακή απειλή που διέγνωσαν μετά τη νικηφόρα λαϊκή εξέγερση κατά της πολιτικής επιστράτευσης.
Ενας άλλος παράγοντας που πρέπει να ερευνηθεί είναι η καλλιέργεια, μέσω της πολιτικής ένταξης, πρώιμων επαγγελματικών δεσμών ανάμεσα σε μια μερίδα σπουδαστών και τα μεγάλα τεχνικά γραφεία της πρωτεύουσας ενόψει της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.
Σύμφωνα με έκθεση για το τεχνικό δυναμικό της χώρας που στάλθηκε τον Ιανουάριο του 1944 στην εξόριστη κυβέρνηση, από τους 3.500 μηχανικούς της Ελλάδας οι 1.500 ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, 500 υπάλληλοι ιδιωτικών εταιρειών και 1.500 ελεύθεροι επαγγελματίες, 400 περίπου από τους οποίους έκαναν χρυσές δουλειές με τους Γερμανούς· η δύναμη του ΕΑΜ στον κλάδο υπολογιζόταν σε μόλις 20%.
Ηδη μέσα στην Κατοχή, αρκετά μέλη του ΕΣΑΣ εργάζονταν για το γραφείο Δοξιάδη πάνω στα σχέδια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, συνεργασία που συνεχίστηκε και μετά την Απελευθέρωση.
Μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι στο όραμα του ΕΑΜ για μια μεταπολεμική παραγωγική ανασυγκρότηση στη βάση της σχεδιασμένης οικονομίας, που εντός του ΕΜΠ εκφραζόταν κυρίως από την πρυτανεία Κιτσίκη, αντιπαρατέθηκε μέσω ΕΣΑΣ ένας συλλογικός σχεδιασμός εξατομικευμένων μεταπολεμικών σταδιοδρομιών, βασισμένων σε κοινά (και απείρως λιγότερο επικίνδυνα) βιώματα της κατοχικής περιόδου.
Για την κυριαρχία παρόμοιων αντιλήψεων στους κόλπους των «εθνικών οργανώσεων» του Πανεπιστημίου, η ένταξη στις οποίες εκλαμβανόταν κυρίως ως ευκαιρία προσωπικής διασύνδεσης με κοινωνικά ισχυρούς «ανθρώπους οι οποίοι μπορεί να φανούν χρήσιμοι αύριον», αρκετά αποκαλυπτικό είναι άλλωστε το αδημοσίευτο ημερολόγιο του Χαράλαμπου Ροζόλη που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ.
Για τις αντιστασιακές προθέσεις του ΕΣΑΣ, που έμειναν ως επί το πλείστον στο επίπεδο των απλών διαθέσεων, εξαιρετικά εύγλωττες αποδεικνύονται οι αναμνήσεις του Σάκη Πεπονή.
Με εξαίρεση λιγοστούς φοιτητές που κατέφυγαν στις ανταρτοομάδες του ΕΔΕΣ, η δράση της οργάνωσης στην Αθήνα περιορίστηκε στην ανάσχεση της ΕΠΟΝ, σε μια ανεπιτυχή απόπειρα μεγαλοϊδεατικής κατήχησης (αλλά και «σωφρονισμού») των «βομβόπληκτων» εσωτερικών προσφύγων του Πειραιά που η κυβέρνηση Ράλλη είχε στρατωνίσει για προπαγανδιστικούς λόγους στη Νομική (δραστηριότητα στην οποία επιδιδόταν ταυτόχρονα και μια απροκάλυπτα δωσιλογική ομάδα της Ειδικής), τη ρίψη προκηρύξεων με «επώνυμο» αερόστατο στις αρχές Οκτωβρίου του 1944 και μια τραγελαφική απόπειρα να επιβληθεί -με εκφοβιστικούς πυροβολισμούς- «απεργία» στα μαγαζιά της Κυψέλης.
Η αλλαγή των συσχετισμών στο ΕΜΠ μέσα στο 1943 υπήρξε πάντως γεγονός. Στις αρχές του 1944, η προαναφερθείσα έκθεση προς την εξόριστη κυβέρνηση υποστηρίζει πως η δύναμη του ΕΑΜ στους σπουδαστές του ιδρύματος, από 90% το 1942, είχε πια περιοριστεί στο 30%.
Λίγο αργότερα, ο εθνικόφρων -πλέον- σύλλογος απαιτεί από τη Σύγκλητο τον αποκλεισμό οκτώ αντιπάλων του φοιτητών, προκαλώντας την αντίδραση του φιλοεαμικού πρύτανη που, αμυνόμενος, κάνει λόγο για σπουδαστικό «σοβιέτ». Η κατάσταση αυτή θα διατηρηθεί μέχρι την Απελευθέρωση, στις παραμονές της οποίας ο χώρος του ιδρύματος χρησιμοποιείται από τον ΕΣΑΣ, με την πλάτη προφανώς των Ευελπίδων και της «Χ», ως χώρος εγκλεισμού ΕΠΟΝιτών «ομήρων».
Οι αμήχανες επαφές μεταξύ ΕΠΟΝ και ΕΣΑΣ, μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στάθηκε αδύνατο να καρποφορήσουν.
Απεναντίας, πρόσθεσαν δύο ακόμα τραγικά θύματα στη χορεία των πεσόντων της Αντίστασης, λίγες μόνο μέρες πριν από την Απελευθέρωση: όταν ο 20χρονος σπουδαστής Νίκος Καράπαπας μίλησε στις 23/9/1944 στη Λέσχη, απευθύνοντας στους Ευέλπιδες μήνυμα της ΕΠΟΝ για συνεργασία, αυτοί τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στην Ειδική Ασφάλεια, μαζί με τον συμφοιτητή του Νίκο Κυριακίδη· την επομένη τα πτώματά τους βρέθηκαν κατακρεουργημένα στο Ζάππειο.
Φαύλος κύκλος
Το κλείσιμο των κατοχικών λογαριασμών θα γίνει, με πολλαπλά οδυνηρό τρόπο, μετά την απελευθέρωση.
Η Σύγκλητος θ’ αντισταθεί αποφασιστικά στο πάνδημο αίτημα των ημερών για κάθαρση, υιοθετώντας στις 6/11/1944 ένα ανώδυνο γενικόλογο ψήφισμα.
Τα Δεκεμβριανά έθεσαν ωστόσο το ΕΜΠ στη δίνη του τυφώνα. Εκτός από τη μετατροπή του σε πεδίο πραγματικών μαχών, το ίδρυμα θα χάσει τρεις καθηγητές του που κρατήθηκαν ως όμηροι από τον ΕΛΑΣ – δύο από τους οποίους (ο τέως πρύτανης Ιωάννης Θεοφανόπουλος κι ο καθηγητής Σπύρος Κορώνης, διοικητής του ΙΚΑ επί Μεταξά) εκτελέστηκαν, ενώ ο τρίτος (Γεώργιος Σαρρόπουλος) πέθανε μετά τον επαναπατρισμό του από τις κακουχίες της ομηρίας.
Η τραγική αυτή εμπειρία θα μπετονάρει την αντιεαμική πλειοψηφία του διδακτικού προσωπικού και θα συνοδευτεί από τη δημόσια μεταστροφή του ΕΑΜικού καθηγητή Ρουσόπουλου, που καταδικάζει δημόσια την εμπλοκή συναδέλφων του στην επαναστατική «βαρβαρότητα» – και τις επόμενες δεκαετίες θα αναδειχθεί σε πρόεδρο του ΤΕΕ (1951-58), βουλευτή της Ενωσης Κέντρου και βραχύβιο υπουργό Δημοσίων Εργων των αποστατών.
Τέσσερις άλλοι καθηγητές (Ν. Κιτσίκης, Αχ. Παπαπέτρου, Ν. Κριτικός, Ι. Δεσποτόπουλος) απολύθηκαν μέσα στη διετία 1945-46, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των ΑΕΙ από το φιλοκομμουνιστικό «μίασμα».
Η τελευταία πράξη του ενδοπολυτεχνιακού εμφυλίου θα διαδραματιστεί ωστόσο πολύ αργότερα, τούτη τη φορά μεταξύ των πρώην εθνικοφρόνων.
Στη διάρκεια της χούντας, στελέχη του ΕΣΑΣ θ’ αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες: ο Κωνσταντίνος Παναγιωτάκης ως υπουργός Πολιτισμού (26/8/1971-25/11/1973) και Παιδείας (10-31/7/1972), ο Εμμανουήλ Φθενάκης ως υπουργός Συγκοινωνιών (10/2-28/6/1969), αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού (28/6/1969-25/8/1971), υπουργός «άνευ χαρτοφυλακίου» (26/8/1971-30/6/1972), «παρά τω πρωθυπουργώ» (30/6-31/7/1972), Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών (31/7-16/10/1972).
Κάποιοι άλλοι θα γίνουν διοικητές ή ανώτερα στελέχη οργανισμών του Δημοσίου, τη στιγμή που παλιοί συναγωνιστές τους συντροφεύουν τους πάλαι ποτέ αντιπάλους τους στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ και της οδού Μπουμπουλίνας.
Αυτή είναι, ωστόσο, μια άλλη, πολύ διαφορετική ιστορία…