Από την Μαρία Πάσχου
Θυμάμαι, από όταν ήμουν μικρή, ένα δάσκαλό μου που έλεγε συχνά πως το πεπερασμένο της ζωής ενσαρκώνεται ως η κινητήρια δύναμη της ύπαρξής μας. Γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε. Δημιουργηθήκαμε για να καταστραφούμε. Το σιχαινόμουν.
Η εμπειρική γνώση μας δίδαξε το θάνατο κάθε ανθρώπου και μέσα από την έννοια του «κάθε ανθρώπου» μάθαμε παραγωγικά και για τον δικό μας θάνατο.Ο θάνατος, λοιπόν, έγινε η κύρια προσδιοριστική συνιστώσα του χρόνου και του σκοπού μας πάνω στη Γη.
Κάπως έτσι, μας μεγάλωσαν με μια απόλυτη αλήθεια: Ο θάνατος είναι βέβαιος. Και είναι βέβαιος ακριβώς επειδή προσδιορίζεται σε συνάρτηση με το υποκείμενου του θανάτου, δηλαδή τον άνθρωπο. Ήρθα για να πεθάνω. Και θα πεθάνω. Η ιδιαίτερη, όμως, φύση του ανθρώπου τον οδήγησε σύντομα στη θεωρητική διαστρέβλωση αυτού του δόγματος. Τα φέραμε στα μέτρα μας, σαν να λέμε.Η «ζωή», που εξ αντιδιαστολή του προσδιορισμού του θανάτου δεν ήταν βέβαιη, δεν ήταν μια οποιαδήποτε ζωή, ήταν μια καλή ζωή -γιατί την πρώτη συνειδητή ανάσα μας κάθε πρωί την είχαμε πάντα δεδομένη-, μια καλή ζωή που δεν ήταν βέβαιη, κι όμως διεκδικούνταν. Και ο «θάνατος», που ήταν βέβαιος, ήταν ένας θάνατος απλός, αναμενόμενος, σε χρόνο μακρινό. Έτσι, η συλλογική βεβαιότητα ως προς το επικείμενο του θανάτου κατέστη νοητή εντός ορισμένων συνθηκών, τάσεων και προσδιοριστικών εννοιών.
Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος δεν αποτελεί μια ενιαία συνθήκη για όλους τους ανθρώπους, καθώς δεν συντελείται με τον ίδιο τρόπο, μπορέσαμε, λοιπόν, να τον οριοθετήσουμε εννοιολογικά. Η σχετικιστική αυτή διαφοροποίησή μας από την ουδέτερη φύση των εννοιών βασίστηκε σε εκείνον τον έναν κανόνα δικαίου που αποτέλεσε ανά τους αιώνες θεμέλιο για τη δημιουργία των εκάστοτε κοινωνιών: ο άνθρωπος δεν σκοτώνει άνθρωπο.
Εξηγούμαι. Ως ζώον κοινωνικόν ο άνθρωπος ενσαρκώνει μέσα του δύο -τουλάχιστον- φυσικές πραγματικότητες: το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και την κοινωνική ανάγκη να επιτύχει την ολοκλήρωσή του εντός των πλαισίων μιας αυτοθέλητης και αυτοδημιούργητης κοινωνικής δομής. Το ελέγξιμο των αλληλοσυγκρουόμενων αυτών χαρακτηριστικών επιτυγχάνεται μέσω της διαμόρφωσης δικαιικών κανόνων, με πρώτο εξ αυτών το προαναφερθέν δόγμα. Ο άνθρωπος δεν σκοτώνει άνθρωπο. Κι αφού ο άνθρωπος δεν σκοτώνει άνθρωπο, μπορούμε να πούμε πως η προστασία της ύπαρξής μας σχεδόν εγγυάται, με τη ζωή να προέρχεται και να προστατεύεται από τον άνθρωπο ως κοινωνό. Εκείνος που γεννά, εκείνος που προστατεύει, εκείνος που δεν καταστρέφει. Διαμορφώθηκε έτσι μια κοινωνική συνθήκη, η οποία αποτέλεσε εκ προοιμίου το αναγκαίο υπαρξιακό ελάχιστο της συνέχισης των κοινωνιών:Ο άνθρωπος δεν σκοτώνει άνθρωπο.
Έτσι ζήσαμε.
Ήρθε, όμως, μια μέρα που σκότωσε. Ίσως μάλιστα αυτή η μέρα να προϋπήρχε του ανθρώπου.
Πρώτα σκότωσε ένας. Μετά και δεύτερος. Μετά πολλοί.
Πρώτα σκότωσαν έναν. Μετά και δεύτερο. Μετά όλους.
Η δογματοποίηση του «ο άνθρωπος δεν σκοτώνει άνθρωπο» απαιτεί το χαρακτηρισμό του ενός εκ των δυο ως κάτι διαφορετικό από άνθρωπο, προκειμένου να διατηρήσει η πράξη την κοινωνική της λογική -και πρέπει να τη διατηρήσει γιατί ο άνθρωπος είναι, όπως προείπαμε, ον λογικό και κοινωνικό.
Εάν δεν είσαι άνθρωπος, λοιπόν, τι μπορεί να είσαι;
Να τι είπαν. Ήταν μαύρος σε έναν κόσμο φτιαγμένο από και για λευκούς. Ήταν γυναίκα στο δημοφιλή «man’sworld». Ήταν ομοφυλόφιλος, ήταν τρανς, ήταν πούστης. Ήταν χριστιανός, μουσουλμάνος, άθεος. Ήταν αριστερός, αναρχικός, Παλαιστίνιος στο Ισραήλ, Εβραίος στη Γερμανία, ανύπαντρη μητέρα, Πακιστανός ή Αλβανός, πρόσφυγας, βρωμιάρα πόρνη, Έλληνας. Ήταν όλες μαζί οι μειονότητες του κόσμου.
Ήταν άλλος. Είναι εγώ. Είναι αυτό που φοβάμαι. Αυτό που φοβάμαι να είμαι, αυτό που φοβάμαι να γίνω.
Είναι Άνθρωπος. Κι εγώ φοβάμαι να γίνω. Γιατί, όπως ο Καμύ, έτσι κι εγώ, «ανακάλυπτα μέσα μου γλυκά όνειρα καταπίεσης». Ανθρώπινο ειν’ κι αυτό.
Μα άκου λίγο ένα λεπτό. Εντός των ορίων της δυαδικότητας, ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι αποκλειστικά το αντίθετο της ζωής. Εκτός των ορίων αυτών, όμως, ο θάνατος του ανθρώπου μπορεί να σημαίνει την απουσία της (ζωής). Και η απουσία της ανθρώπινης ζωής μπορεί να νοηθεί όταν δεν υπάρχει ζωή, όταν δεν υπάρχει άνθρωπος ή όταν δεν υπάρχει κανένα από τα δύο. Το μόνο που μπορείς να ελέγξεις είναι το ανθρώπινο. Το δικό σου και το δικό μου και των άλλων.
Πρέπει να ξεκινήσω κάπως έτσι: «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος..». Δεν κλείνω. Μα αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, πάψε να σκοτώνεις τον Άνθρωπο.
Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στους νεκρούς της Λιβύης, του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Συρίας, του Πακιστάν, της Γαλλίας, της Αιγύπτου, της Τουρκίας, του Καμερούν, της Ινδονησίας, της Σομαλίας, της Νιγηρίας, στα θύματα των πυροβολισμών στις ΗΠΑ, στους πρόσφυγες που χάθηκαν στη θάλασσα, σε όλες τις πόλεις που παλεύουν να σταθούν σε έναν κόσμο που δεν στέκει.