Τις τελευταίες μέρες η ελληνική κοινωνία βρίσκεται στον αστερισμό των προαπαιτούμενων. Δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι βρίσκονται κρεμασμένοι από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα τους, περιμένοντας να πληροφορηθούν τον τρόπο με τον οποίο θα καταβάλλονται οι μισθοί και οι συντάξεις τους. Περιορισμοί, κουπόνια, δωρεάν ταξίδια, εκπτώσεις σε εισιτήρια κινηματογράφου και θεάτρου, αντικατάσταση του ψωμιού με παντεσπάνι. Από την άλλη πλευρά, ο Ολάντ και η νεοφιλελευθεροποιημένοι σοσιαλιστές ανά την Ευρώπη αισθάνονται δικαιωμένοι για την ρεαλιστική πολιτική λιτότητας, ευρωπαίοι αξιωματούχοι – από μεγαλογραφειοκράτες, μέχρι θυρωρούς – προειδοποιούν για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων σε νευραλγικούς τομείς – όπως η φορολόγηση του τσίπουρου, το άνοιγμα του επαγγέλματος των φαρμακοποιών και η κατάργηση των περιπτέρων – και κάπου εκεί στο βάθος κάποιοι σιγοψιθυρίζουν τις λέξεις τέταρτο μνημόνιο.
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει πάλι για κάποια κρίση. Σύμφωνα όμως με την ιπποκράτεια θεωρία η κρίση, είναι ένα σταυροδρόμι, κατά το οποίο θα φανεί αν ο ασθενής θα νικήσει την ασθένεια και θα επιβιώσει, ή θα αφεθεί στην αγκαλιά της ασθένειας με τελικό προορισμό τον θάνατο. Η χώρα λοιπόν έχει αφήσει την κρίση πολύ πίσω της και διάγει τις τελευταίες στιγμές της στον ιστορικό χρόνο. Δεν μιλάμε φυσικά για μέρες, εβδομάδες ή μήνες. Αλλά στην επόμενη περίοδο που έρχεται μπορούμε να μιλήσουμε για τεκτονικές μεταβολές οι οποίες θα φτάσουν σε ένα αποτέλεσμα που ίσως να μην το έχουμε φανταστεί ακόμα. Βέβαια, αν κάποιος βάλει το κοστούμι του «γραφειοκράτη» και δει λίγο τα νούμερα – ενεργειακή πολιτική και αποθέματα, ισοζύγια, δημογραφικό, ασφαλιστικό, κοινωνικό κράτος, γεωπολιτικές ισορροπίες – μπορεί να καταλήξει σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για το πώς θα είναι η Ελλάδα σε δέκα χρόνια από τώρα, ίσως και λιγότερα.
Έχουν περάσει μόλις πέντε χρόνια από το Καστελόριζο. Στον ιστορικό χρόνο τα πέντε χρόνια είναι μια στιγμή. Για όλους εμάς όμως ήταν ένας αιώνας. Σκεφτείτε απλά πόσο άλλαξαν τα πάντα γύρω σας, πόσο άλλαξαν οι άνθρωποι στο περιβάλλον σας, πόσο αλλάξατε εσείς οι ίδιοι, πόσο γεμάτη ήταν η κοινωνική και πολιτική μας καθημερινότητα. Θα μπορούσαμε να περάσουμε εύκολα στον χορό των διαπιστώσεων, αλλά θα ήταν μια ανάλυση η οποία δεν θα είχε κάποιο ρίσκο και κυρίως θα ήταν «πολύ εκ των υστέρων». Πολύ εκ των υστέρων είναι και τα δάκρυα που πλημμυρίζουν τις τηλεοράσεις μας, που βγαίνουν από τα ηχεία των ραδιοφώνων, που μουσκεύουν τις εφημερίδες, ή που βραχυκυκλώνουν τις ηλεκτρονικές μας συσκευές. Βιώνουμε λοιπόν μια συστηματική άρνηση της αλήθειας και των αδιεξόδων στα οποία έχουμε περιέλθει.
Στο επίπεδο της συλλογικότητας, της κοινωνίας, οι διαπιστώσεις που κάνουμε όλοι μας είναι λίγο έως πολύ οι ίδιες. Παρατηρούμε εύκολα τις παθογένειες του ελληνικού φαινομένου και διατυπώνουμε τις απόψεις μας σχετικά με το τι θα έπρεπε να αλλάξει. Είναι ένα σημαντικό βήμα αυτό. Φαίνεται πως περνάμε δειλά – δειλά από το επίπεδο της άκρατης χρεομετρίας και της διαχείρισης της μιζέριας, στο επίπεδο των προτάσεων. Όταν λοιπόν προσπαθούμε να ερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αρχίζουμε να κατανοούμε το ίδιο το πρόβλημα. «Ενοχοποίησε μια κοινωνία και θα μπορείς να την ελέγξεις». Θα έλεγε κάποιος maître της πολιτικής επικοινωνίας. Όχι λοιπόν. Δεν «φταίμε και εμείς». Δεν φταίει ο κουλουράς που δεν έκοβε αποδείξεις. Δεν φταίει ούτε η γιαγιά που δεν πλήρωνε με την κάρτα στο μπακάλικο.
Καταρχάς όλα τα μνημόνια ήταν απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στους ίδιους τους απλούς ανώνυμους Έλληνες. Τα βάρη τα σήκωσαν και τα σηκώνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι, ενώ κάποιοι άλλοι κάθονται στην πολυθρόνα τους, πίνοντας πεπαλαιωμένο μπράντι, περιμένοντας την παραγραφή των αδικημάτων τους. Τα χρήματα που λείπουν από την χώρα, δεν πέταξαν. Δεν πήγαν ούτε στον Κέπλερ, ούτε στον Άρη να βρουν νερό. Βρίσκονται ακόμα στον πλανήτη γη. Και είτε αποτελούν λάφυρα από την λεηλασία της ελληνικής κοινωνίας και του δημόσιου πλούτου, είτε αποτελούν λογιστικές φαντασίες, οι οποίες καλό θα ήταν να συναντήσουν την μοίρα τους, αυτή της διαγραφής μετά από έναν σοβαρό λογιστικό έλεγχο του χρέους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και το «καλό μνημόνιο», ένα μνημόνιο που όλοι οι ιθαγενείς του ελληνικού länder θα υποστηρίζαμε. Το καλό μνημόνιο θα ήταν το μνημόνιο απέναντι στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και απέναντι στην κλεπτοκρατία των ολιγαρχών και των καρτέλ. Για τους δεύτερους δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά. Πρόκειται για την πιο γελοία «αστική» τάξη της Ευρώπης, η οποία αναλώνεται σε επιδείξεις επαρχιώτικου χαρακτήρα. Όσον αφορά όμως τους πρώτους, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αυτοί θα χρειάζονταν ένα μνημόνιο διαρκείας. Κόμματα που δεν πληρώνουν ενοίκια, λογαριασμούς της ΔΕΗ, υπαλλήλους, κόμματα με εκατομμύρια ευρώ δάνεια – την τελευταία φορά που είδα τα νούμερα «κάποια» κόμματα χρωστούσαν μαζί περί το μισό δις ευρώ στο τραπεζικό σύστημα που οι Έλληνες πολίτες έχουμε ανακεφαλαιώσει καμία δεκαριά φορές – φτάνουν στο σημείο να κουνάνε το δάχτυλο στου πολίτες και να τους νουθετούν για το πώς πρέπει να ζήσουν.
Συνοψίζοντας και για να μην σας ταλαιπωρούμε άλλο, γιατί αρκετά ακούσατε και αρκετά διαβάσατε μέχρι τώρα, η μετωπική δεν γίνεται να αποφευχθεί. Τελειώνουν οι ελπίδες, η υπομονή έχει εξαντληθεί από καιρό και μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων βρίσκεται στο περιθώριο (ο πρωθυπουργός της χώρας είπε προεκλογικά, πως η γενιά των «εικοσάρηδων» είναι μια χαμένη γενιά και ότι κάνει θα το κάνει για τα παιδιά που βρίσκονται τώρα στο δημοτικό). Λίγο έως πολύ ξέρουμε ποιους έχουμε απέναντι μας. Απέναντι μας βρίσκεται η ορχήστρα της σαπίλας. Λούμπεν μεγαλοαστοί, φτωχομπινέδες δημοσιογράφοι και πολιτικοί του μνημόσυνου, του μανικετόκουμπου και του καφενείου. Μην περιμένετε από τον πνευματικό κόσμο. Λιμοκτονεί, παρακαλώντας για μερικές δεκάδες πωλήσεις παραπάνω στα βιβλία του ή για κάποιο κονδύλιο από το κράτος.
Βρισκόμαστε λοιπόν στους κόλπους ενός αποτυχημένου κράτους (failed state). Οι αποφάσεις λαμβάνονται αλλού, περνούν από ένα σύστημα μετάφρασης και νομιμοποιούνται από το κοινοβούλιο. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση οφείλει να σταθεί κάθε πολίτης και ιδιαίτερα κάθε νέος άνθρωπος, που θεωρεί καθήκον του να μην κληρονομήσει αυτή την κατάσταση στις επόμενες γενιές. Για να έρθει πάλι η ελπίδα πρέπει να ξηλώσουμε τα πάντα, να μην αφήσουμε ούτε τους μεντεσέδες στις πόρτες των δημόσιων υπηρεσιών. Το βάθος της σαπίλας μοιάζει με άβυσσο και για κάθε λύση, υπάρχει ένα αδιέξοδο. Οι επιλογές μας το επόμενο διάστημα ίσως να βαρύνουν την συνείδηση μας (την ήδη βεβαρυμμένη ίσως από τα λάθη του παρελθόντος). Γυρίστε την πλάτη σας στις απλουστεύσεις και στις εύκολες λύσεις. Επαναξιολογήστε τα πάντα σε ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Σταθείτε σαν τα νούφαρα στο βόθρο.
Νίκος Νικήτογου για το Νόστιμον ήμαρ