Κείμενο: Μουντούρης Παναγιώτης
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ Είμαι όσα έχω ξεχάσει εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη “Είμαι όσα έχω ξεχάσει” (εκδ. Μεταίχμιο), αυθόρμητα και εντελώς παρορμητικά, θα το ταύτιζε με την «Πατρική κληρονομία» του Φίλιπ Ροθ ή με το «Γράμμα στον πατέρα» του Κάφκα ή ακόμη περισσότερο με το «Πατέρας και γιος» του Έντμουντ Γκος. Μια τέτοια προσέγγιση όμως θα περιόριζε τον αναγνώστη αποκλειστικά στην ακανθώδη και δυσεπίλυτη σχέση πατέρα και γιου χωρίς να αφήνει τον προσήκοντα χώρο που, δεξιοτεχνικά, ψηλάφησε ο Ηλίας Μαγκλίνης για τη δι-επεξεργασία του ατομικού, του οικογενειακού και του συλλογικού τραύματος.
Ο συγγραφέας αναδιφεί τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας με αφετηρία τη μικρασιατική καταστροφή φτάνοντας μέχρι το αιματοκυλισμένο και αδελφοκτόνο Αγρίνιο την περίοδο του εθνικού διχασμού. Σιμώνει τα τραυματικά γεγονότα του εμφύλιου πολέμου, τη σύντομη ανάμειξη του παππού του στον ΕΔΕΣ και την εκ των υστέρων δολοφονία του από μέλη της ΟΠΛΑ. Πως γίνεται να μιλήσει κανείς για την πιο σκοτεινή και διχαστική περίοδο της ελληνικής ιστορίας χωρίς να δημιουργήσει στον αναγνώστη ενοχλητικούς συνειρμούς; χωρίς να τον οδηγήσει βίαια να πάρει θέση ανάμεσα στο διαχωρισμό του καλού – κακού, των «νικητών» και των «ηττημένων»; χωρίς να του εμφυσήσει και να του μεταγγίσει τον συμβολικό αποκλεισμό του έτερου, τον εξοστρακισμού του και, τελικά, τον συμβολικό ή/και βιολογικό αφανισμό του; Ο τρόπος που ο Ηλίας Μαγκλίνης ανασύρει από τα άδυτα της μνήμης την πισώπλατη δολοφονία του παππού του, το ασυνείδητο οικογενειακό σύμφωνο, θεμελιωμένο πάνω σε από κοινού αρνήσεις, απωθήσεις, διαψεύσεις ή απορρίψεις, θυμίζει περισσότερο ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ παρά μια προσπάθεια για απόδοση ευθυνών και κατηγόριας. Άλλωστε, αν ο σκοπός του Ηλία Μαγκλίνη ήταν η απόδοση ευθυνών δεν θα μνημόνευε την αυτοβιογραφική του διαγενεαλογική ιστορία.
Η αναζήτηση της κατανόησης του ανείπωτου, η ένταξη του ανοίκειου, η αποκρυπτογράφηση του οικογενειακού και του συλλογικού τραύματος, το χωλαίνον πένθος, η βίωση της δολοφονίας του παππού του όχι ως απώλεια, αλλά ως απουσία, παραμένει το σύνολο μιας γενικότερης και διαρκούς ψυχικής επεξεργασίας νοήματος στο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη. Η δολοφονία του παππού ως οικογενειακό και συλλογικό τραύμα οδηγεί στην αποφυγή του πένθους και μετατρέπει τη δολοφονία όχι ως απώλεια, αλλά ως απουσία. Η απώλεια είναι τελεσίδικη και προσφέρει την ευκαιρία για επεξεργασία του πένθους, η απουσία όμως είναι μια εν δυνάμει επαφή με το κενό, με το τίποτα.
«Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα σε ένα γιο που κοιτάζει (το νεκρό πατέρα του) αλλά δεν βλέπει τίποτα και σε έναν άλλο γιο που κοιτάζει αλλά βλέπει το τίποτα. Στα τριάντα τέσσερά μου βρέθηκα να κοιτάζω την απουσία. Στα δεκαπέντε του, ο πατέρας μου βρέθηκε να κοιτάζει το κενό. Στην απουσία μπορείς να δώσεις όνομα· στο κενό τι όνομα να δώσεις;»
Αν ο τίτλος του βιβλίου του Ηλία Μαγκλίνη «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» προϊδεάζει στον αναγνώστη την ιδέα ότι όλα τα ουσιώδη διασώζονται, ακόμη και αυτό που φαίνεται ότι είναι εντελώς ξεχασμένο υπάρχει με κάποιο τρόπο και σε κάποιο μέρος του ψυχισμού, αλλά είναι απλά καταχωνιασμένο και παραδομένο στη λήθη είναι απλά ζήτημα της ανάγνωσης του βιβλίου ώστε να επιτευχθεί η πλήρης ανάδυσή του μέσα στη μνήμη. Στην αυτοβιογραφική ιστορία του Ηλία Μαγκλίνη δεν υπάρχει χώρος για τη λήθη και τη λησμονιά. Όσο και αν το ατομικό, το οικογενειακό και το συλλογικό ασυνείδητο επιστρατεύουν μηχανισμούς απώθησης, διάψευσης και άρνησης του τραύματος η αφήγηση της ιστορίας και η ανάδυση της μνήμης θα αποδεσμεύσουν το παρόν από την εξουσία και την αγκύλωση του τραύματος. Το να διηγηθείς την ιστορία σου δεν είναι εύκολη υπόθεση και αυτό το ξέρει καλά ο συγγραφέας καθώς η μνήμη δεν είναι στατική αλλά ζώσα. Σε όλη την έκταση της αφήγησης ο αναγνώστης συντροφεύει τον Ηλία Μαγκλίνη στην προσπάθειά του να επικαλεστεί τη μνήμη κατά τρόπο που δεν μπορούν να διακριθούν τα πραγματικά από τα επινοημένα γεγονότα, το πραγματικό από το φαντασιωσικό, το ιστορικό από το ανιστορικό. Αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι απαραίτητο για τη σταδιακή αφομοίωση του παρελθόντος και τη δημιουργία νοήματος γύρο από αυτό. Μόνο όταν ιστορικοποιηθεί η λήθη ανακύπτουν νέοι τρόποι να κοιτάμε το παρελθόν.
«Το παρελθόν μας είναι αυτό που μας λέει ποιοι είμαστε {…} χωρίς το παρελθόν χάνουμε την ταυτότητά μας {…} Έπειτα με κατέλαβε ένα άγχος ξανά: Δεν μπορείς ποτέ να απαλλαγείς από αυτό το φορτίο που είναι η μνήμη; {…} Μονάχα θραύσματα θυμόμαστε είτε από έναν εμφύλιο πόλεμο είτε από έναν ανολοκλήρωτο έρωτα. Νησιά μνήμης η ζωή μας. Στο βάθος, είμαστε πολύ καλοί στο να ξεχνάμε. Ή μήπως όχι;»