Από τον Anaximandro Soicher
Ο ενικός και ο πληθυντικός είναι πολλά περισσότερα από εργαλεία του καθημερινού λόγου. Ο ενικός παρουσιάζει μια οικειότητα, μια αμεσότητα και σε κάποιες περιπτώσεις μια πρόκληση. Ο πληθυντικός στον αντίποδα γεννά αποστάσεις, διατηρεί καλούπια, ταΐζει τα κοινωνικά επινοήματα και γεννά το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσετε ο καθωσπρεπισμός, έχει μια ηθικοπλαστική φύση.
Κάποιες από τις παραπάνω διαφορές προικοδοτούνται αντίστοιχα στο μπουζούκι και στα μπουζούκια. Ο πληθυντικός του παραπάνω ουσιαστικού δεν είναι απλά ένας ποσοτικό προσδιορισμός, αλλά μια κόκκινη γραμμή, που χωρίζει δυο σύμπαντα.
Το ένα σύμπαν, είναι το σύμπαν που κατοικοεδρεύουν οι ρεμπέτες, ο υπόκοσμος έτσι όπως διαμορφώθηκε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, οι πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία, οι Έλληνες μετανάστες και λίγοι θαρραλέοι αστοί όπως ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις. Τα εικονοστάσια αυτού του σύμπαντος είναι στολισμένα με φωτογραφίες του Τσιτσάνη, της Μπέλλου, του Στέλιου Καζαντζίδη, του Γενίτσαρη, του Μάρκου Βαμβακάρη και πολλών άλλων.
Μέσα στο σύμπαν εκείνο ευδοκιμούσε ο έρωτας, η φτώχεια, η αδικία και ο κατατρεγμός. Οι ακροατές του μπουζουκιού στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν εναρμονίζονταν εύκολα με τους νόμους και την τρέχουσα ηθική, άλλοι λόγο φρονημάτων, άλλοι λόγο επαγγέλματος και άλλοι λόγο της οργής που έθρεφαν για το σύστημα που τους αδίκησε.(ανατρέξτε στο εκδοθέν τη 13η Μαρτίου άρθρο, με τίτλο ‘’Το πικρό καλωσόρισμα’’ για περαιτέρω πληροφορίες )
Ο ασύγκριτος Ηλίας Πετρόπουλος στο κλασσικό πλέον βιβλίο του ‘’Ρεμπέτικα τραγούδια’’ γράφει τα παρακάτω: ‘’Καλούνται ρεμπέτικα τραγούδια τα άσματα των πληγωμένων, απλών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος. Η περιφρονημένη χωρίς ανταπόκριση αγάπη και το τρισμέγιστον μαρτύριον του θαμμένου εκουσίως έρωτος από τα ρεμπέτικα τραγούδια εξόχως ανιστορήθησαν. Τα ρεμπέτικα υπήρξαν κάποτε η παρηγοριά μας.’’ Σημειώνει παρακάτω… ‘’Τα ρεμπέτικα προήχθησαν εις μαυσωλείον αισθημάτων. Το να υποφέρεις απ΄του κόσμου τις πίκρες είναι αναγκαίον, και ίσως νόμιμο.(σελ. 259, Κέδρος, 2η έκδοση)
Ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του ‘’Ρεμπέτικο και Πολιτική’’, δίνει ένα ταξικό προσανατολισμό στην υπόθεση μας. Παρουσιάζοντας το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο άκμασε το λαϊκό τραγούδι και συνδέοντας το με ιστορικά γεγονότα. Η καταστροφή της Σμύρνης, η Μεταξική χούντα, ο 2ος Παγκόσμιο Πόλεμος και ο Εμφύλιος, σφυρηλάτησαν το Λαϊκό τραγούδι και έπαιξαν μέγιστο ρόλο στον τρόπο που εξελίχθηκε. Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την πολιτική διάσταση του μπουζουκιού, κάνει λόγο για τα επαναστατικά τραγούδια που σορειδών γράφτηκαν εκείνη την εποχή, αλλά και για τις δυσκολίες και τους περιορισμούς που υφίσταντο οι καλλιτέχνες. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Κώστα Βίρβου στον κουμπάρο του, Βασίλη Τσιτσάνη, ‘’Τον Τσιτσάνη τον ζητούσανε (για καλλιτεχνικές εμφανίσεις στην Αμερική) αλλά δεν μπορούσε να φύγει, γιατί σαν αριστερός είχε φάκελο και δοσοληψίες με την Ασφάλεια.’’(σελ.174,Σύγχρονη Εποχή, 3η έκδοση)
Σειρά παίρνει το σύμπαν των μπουζουκιών, το οποίο έχει μια ευμετάβλητη φύση, τα χαρακτηριστικά του αλλάζουν ανάλογα με τις επιταγές της μόδας, γεννώντας τέρατα όπως τον ακαθόριστο όρο ‘’λαϊκοπόπ’’ και διαφημίζοντας καλλιτέχνες με ‘’φωνή κορμάρα’’. Η μουσική βιομηχανία λαμβάνει πάντα υπ’ όψιν την προγονοπληξία και την προσκόλληση του μέσου ακροατή στην παράδοση του και έτσι αναγκάζεται να κρυφοκοιτά το παράλληλο σύμπαν του μπουζουκιού πίσω απ’ τις γρίλιες.
Οι περισσότεροι που πάνε στα μπουζούκια, φαίνεται να μην τα παίρνουν και πολύ στα σοβαρά, αποσκοπούν σε μια ελαφριά βραδιά ώστε να ξεχαστούν και να διασκεδάσουν και σε τελική ανάλυση καλά το κάνουν.
Υπάρχουν όμως και αυτοί, που θεωρούν τα μπουζούκια, κομμάτι της παράδοσης. Αυτοπροσδιορίζονται ως ακροατές λαϊκού, αν κατά λάθος η ορχήστρα του εκάστοτε νυχτερινού κέντρου διασκέδασης παίξει κάνα Καζαντζίδη, οι ‘’παραδοσιακοί’’ αυτοί θαμώνες, θα αρχίσουν τραγουδούν χωρίς να ξέρουν τους στοίχους θέλοντας να μας δείξουν πόσο λαμπροί θεματοφύλακες του ‘’λαϊκού’’ κώδικα είναι.
Τις περισσότερες φορές, ο θεματοφύλακας των παραδόσεων θα υπογραμμίσει την πηγαία βλακεία του, με ένα ζεϊμπέκικο που θυμίζει περπάτημα σε ναρκοπέδιο ή σούρσιμο, μιας και οι περισσότεροι, αποκτούν το θάρρος να χορέψουν μόνο αν πιουν.
Οι παραπάνω γελοιοποιήσεις δεν είναι κάτι σημερινό και σίγουρα όχι κάτι που μονοπωλούν τα μπουζούκια, ο αρχιτέκτων της αισθητικής Μάνος Χατζιδάκις στο κείμενο του με τίτλο ‘’Η σημασία μιας παράδοσης στον καιρό μας’’ τακτοποιεί αυτούς τους ‘’πολύ Έλληνες’’ και μας παρουσιάζει την κούφια προοπτική τους…
‘’Υποχρεωθήκαμε να φορέσουμε τις εθνικές μας στολές και να χορέψουμε Καλαματιανό για Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς. Να φωτογραφηθούμε με αρχαίες κολώνες και να μιλήσουμε αρχαία ελληνικά σε αγγλική μετάφραση. ’Έτσι, σήμερα ζούμε την τόσο συγκεχυμένη σχέση μας με την παράδοση. ‘Όλα τα θεωρούμε απαραίτητα, για να μπορέσουμε στο μέλλον να συμπληρώσουμε πιστοποιητικά καταγωγής.’’ (Ο Καθρέφτης και το μαχαίρι, σελ. 23, Ίκαρος, 7η έκδοση)
Η θεματολογία των μπουζουκιών, ποικίλει, μπορείς να ακούσεις τραγούδια για τον έρωτα, την καψούρα, το δάγκωμα της λαμαρίνας αλλά και για την προδοσία, το κεράτωμα, την μοιχεία και την απιστία. Ο σεξισμός δίνει και παίρνει, μιας και συνήθως το κόνσεπτ είναι το εξής: Ένας νέος άνδρας προδίδετε από κάποια ελαφρών ηθών, που κακώς την πίστεψε, αλλά έχει καλούς φίλους να του συμπαρασταθούν με την ριζοσπαστική ψυχολογική μέθοδο του μπεκρουλιάσματος, αυτός μεθάει, την καλεί στο κινητό της, δεν το σηκώνει και ο ήρωας μας βουλιάζει στην θλίψη.
Η κωμική διάσταση που έχει δοθεί στο μπουζούκι την σήμερον ημέρα (πλην ελαχίστων ηρωικών εξαιρέσεων) δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, μιας και η μουσική βιομηχανία δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’ το αποτέλεσμα των απαιτήσεων μας. Ο καθένας λοιπόν όπου φτάνει η αισθητική του.