Σινεμά

“Τo call myself beloved” – Mε αφορμή το “Βirdman” του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου

By N.

January 31, 2015

Το «Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας)» ξεκινά παραθέτοντας ένα διάλογο από έργο του Ρέιμοντ Κάρβερ:  «Ακόμα και έτσι, πήρες αυτό που ήθελες από τη ζωή;» / «Ναι» / «Και τι ήταν αυτό που ήθελες» / «Να πω ότι αγαπήθηκα, να νιώσω ότι αγαπήθηκα πάνω σε αυτή τη γη». Μετά θα δούμε μια εντυπωσιακή φλεγόμενη μάζα να πέφτει από τον ουρανό, που ακόμα κι αν δεν είναι ο «πτερωθείς» Ίκαρος που πέφτει «αφ’ υψηλά», θα μπορούσε να είναι κάτι σαν αυτόν, όπως π.χ. ένας πρώην σούπερσταρ του Χόλιγουντ ο οποίος στα χρόνια της δόξας του έπαιζε σε μπλοκμπάστερ τον Άνθρωπο Πουλί και τώρα έχει πέσει στην αφάνεια. Αμέσως μετά θα δούμε τον Μάικλ Κίτον να κάθεται οκλαδόν μεν, αλλά λίγα μέτρα πάνω από το πάτωμα στο καμαρίνι του, ενώ η φωνή του Birdman -ίδια η μεταλλική φωνή του Μπάτμαν του Κρίστιαν Μπέιλ- του λέει «Πώς καταντήσαμε εδώ, σε αυτό το αχούρι;». Όπως και στον «Μαύρο Κύκνο», η ψύχωση του πρωταγωνιστή λειτουργεί κυρίως ως παραβολή.

Ο Mάικλ Κίτον είναι ο Ρίγκαν Τόμσον που ήταν ο Βirdman, που είναι κατά κάποιο τρόπο ο Μπάτμαν και ο ίδιος ο Μάικλ Κίτον. Πριν δυο δεκαετίες μεσουρανούσε ως σταρ σε μπλοκμπάστερ, τώρα είναι ένας πρώην και ξοφλημένος, μια ακόμη διασημότητα, που κυνηγά το μεγάλο του καλλιτεχνικό όνειρο. Έχει διασκευάσει το διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ «Για τι μιλάμε, όταν μιλάμε για αγάπη;» και ταυτόχρονα το σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε αυτό, ανεβάζοντάς το στο Μπρόντγουέι και στο διάσημο θέατρο St. James (το αχούρι κατά την οπτική του Βirdman). Κι όλα αυτά βάζοντας ένα σωρό λεφτά, χρηματοδοτώντας το ο ίδιος.  Από τη στιγμή που θα δούμε τον Κίτον να κάνει ιπτάμενη γιόγκα και μετά, όλη η ταινία είναι γυρισμένη σαν μονόπλανο, χωρίς να είναι φυσικά μονόπλανο, αποτελούμενη πάντως από μια σειρά σκηνών που είναι σαφώς μεγάλης διάρκειας και στις οποίες οι ηθοποιοί μπαίνουν ούτως ή άλλως σε φάση παρόμοια με αυτή του θεάτρου. Η αδιάκοπη κίνηση της κάμερας (ο διευθυντής φωτογραφίας Εμανουεέλ Λουμπέσκι που πέρσι έκανε μαγικά στο διάστημα με το “Gravity” για τον επίσης Μεξικάνο Κουαρόν, συνεχίζει τα μαγικά του μέσα στους στενούς διαδρόμους του θεάτρου), σε συνδυασμό με τη μουσική υπόκρουση των ντραμς, μεταδίδει κάτι από την ένταση και τη διαρκή τσίτα του ήρωα. Έχω την αίσθηση ότι ακόμη και αυτό το τρικ, του σαν μονόπλανου να μην υπήρχε, η ταινία θα μπορούσε να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά, έχω δηλαδή την αίσθηση ότι δεν συνίσταται εκεί το μεγάλο μπράβο που αξίζει στον Ινιάριτου για τη σπουδαία του ταινία, έχω την αίσθηση ότι ενδεχομένως ακόμη και να αποσπά μερικές στιγμές την προσοχή από εκεί που της πρέπει, αλλά ναι, τελικά, αν πρέπει να αποφασίσω, δεν μπορώ παρά να πω ότι πρόκειται για μια προσέγγιση που προσδίδει στο “Βirdman” ένα βασικό συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα της.

Σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον γεμάτο υπερήρωες, γεμάτο στολές, σε ένα περιβάλλον που αν δεν σου πουν να φορέσεις στολή δεν μετράς, η ταινία εξετάζει ειρωνικά και μαζί τρυφερά τις εκδοχές της αγάπης του κοινού, τη διαφορά της διασημότητας με το κύρος, αναρωτιέται για τις εκδοχές της φήμης για έναν ηθοποιό στο θέατρο, στα μπλοκμπάστερ, ακόμη και στην κουλτούρα του ίντερνετ και των κινητών τηλεφώνων. Η αντιδιαστολή του υπερθεάματος με το ουσιαστικό, του κατεξοχήν ψεύτικου με το αληθινό, που όμως ποτέ δεν είναι αληθινό, ακόμα κι αν αληθινά έχεις στύση στη σκηνή, ακόμα κι αν αληθινά πιείς τζιν στη σκηνή, ό,τι κι αν κάνεις αληθινά στη σκηνή, καθώς αν φτάνεις να κάνεις κάτι εντελώς αληθινό στη σκηνή τότε πια δεν υποδύεσαι, τότε πια δεν κάνεις τέχνη, τότε πια κάνεις κάτι άλλο. 

Όλοι οι ήρωες θα μπορούσαν να είναι πολύ έως πάρα πολύ αντιπαθητικοί, αλλά τελικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ακόμη και η, ξεκάθαρα και σε βαθμό καρικατούρας, αρνητική φιγούρα του έργου, η κριτικός θεάτρου, σε δεύτερη σκέψη δεν είναι καθόλου βέβαιο πως είναι μια άδικη σκύλα και όχι ας πούμε ένα σκυλί που προσπαθεί να προστατέψει εκείνο που θεωρεί ιερό. Κατ’ εμέ η ταινία είναι ένα γράμμα αγάπης προς τους ηθοποιούς. Αν ο Ρίγκαν Τόμσον είναι το αρχέτυπο του ηθοποιού που αναζητά διαρκώς την αποδοχή, την αναγνώριση, την αγάπη, ο ηθοποιός είναι ένα ον που δεν θα σταματήσει να βασανίζεται. «Μπερδεύεις το θαυμασμό με την αγάπη», λέει στο Ρίγκαν η πρώην γυναίκα του. Κι ακόμη και αυτού του είδους η ματαιοδοξία του η τωρινή, η θεατρική, η ευγενική, δεν παύει να είναι ναρκισσιστική και εγωκεντρική. Δεν είναι το ζητούμενο η προσφορά στην τέχνη ή στο κοινό, το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουν οι άλλοι και να το πιστώσει και ο ίδιος στον εαυτό του ότι κάνει τέχνη, ότι είναι αληθινός ηθοποιός, ότι είναι σημαντικός καλλιτέχνης, ότι δεν ήταν μόνο ένας τύπος σε μια στολή.

Θέλω να δω και την ερμηνεία του Έντι Ρεντμέιν στο “Theory of Everything“, πάντως όσο κι αν μου αρέσει, θα δω την ταινία προκατειλημμένος υπέρ του Κίτον, ο οποίος είναι ταυτόχρονα διακριτικός και σπαρακτικός, ο οποίος δεν χρειάστηκε να μιμηθεί κανέναν άλλον (εκτός ίσως από τον ίδιο του τον εαυτό), δεν χρειάστηκε να στραβώσει το σώμα του και το πρόσωπό του για να γίνει αληθινός, περπατάει όμως με σώβρακα στη μέση της Νέας Υόρκης με μια κίνηση αμίμητη, την ώρα που σε όλη την ταινία το πρόσωπό του μεταδίδει ένα εκατομμύριο διαφορετικές αποχρώσεις συναισθημάτων.

Ξέρεις ότι η Φάρα Φόσετ πέθανε την ίδια μέρα με τον Μάικλ Τζάκσον;» θα πει ο Ρίγκαν. Η συγκυρία στέρησε από τη Φάρα Φόσετ αυτό που της αναλογούσε. «Ήμουν στο ίδιο αεροπλάνο με τον Κλούνεϊ και σκέφτηκα ότι αν έπεφτε, θα ήταν το δικό του πρόσωπο σε όλα τα πρωτοσέλιδα». Είμαστε όλοι οι άνθρωποι έτσι; Προφανώς και όχι. Αλλά πόσο προφανώς; Αν ο ηθοποιός είναι το ακραίο όριο, αν ο σταρ του Χόλιγουντ είναι το ακραίο όριο αυτού του ακραίου ορίου, καθώς τον ξέρει περίπου όλος ο πλανήτης, αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν ζητούμε διαρκώς την αποδοχή και την αγάπη; Ναι, προφανώς υπάρχουν άνθρωποι που τους αρκεί να τους αγαπάει μόνο η οικογένειά τους ή οι στενοί τους φίλοι, αλλά ακόμη και αυτοί όταν δραστηριοποιούνται κοινωνικά ή ψηφιακά, δεν αναζητούν διαρκώς επιβεβαίωση και αποδοχή; Κι η άλλη όψη αυτής της ακόρεστης δίψας για αποδοχή δεν είναι η διαρκής έκθεση, η διαρκής πάλη, η διαρκής διακινδύνευση της ήττας;

Δεν είναι γελοίος ο Ρίγκαν Τόμσον, δεν είναι θλιβερός, είναι τραγικός κι αξιαγάπητος. Όχι επειδή δεν υπάρχει στον πυρήνα της φύσης του αυτή η ανάγκη, όχι επειδή τον κινεί η μεγάλη τέχνη, αλλά ακριβώς επειδή την έχει αυτή την ανάγκη τη ναρκισσιστική. Επειδή είναι στο μεταίχμιο, στην πρίζα, επειδή το παλεύει και τα δίνει όλα και τα δίνει ειλικρινά και ανυπόκριτα. Δεν είναι ο Ρίγκαν Τόμσον ένας άνθρωπος που ονειρευόταν να κάνει θέατρο και μετανιώνει που έκανε σινεμά. Είναι ένας άνθρωπος που θέλει να τα έχει κάνει όλα. Αλλά δεν το θέλει δωρεάν, δεν το θέλει χωρίς να το δικαιούται, παλεύει και κάνει ό,τι μπορεί για να το δικαιούται. Ανεβαίνει στη σκηνή, εκτίθεται, δεν γίνεται να αγαπηθείς χωρίς έκθεση, δεν γίνεται να αγαπηθείς χωρίς διακινδύνευση, δεν γίνεται να αγαπηθείς εκ του ασφαλούς, δεν γίνεται να αγαπηθείς χωρίς δουλειά, χωρίς να έχεις κάτι να προσφέρεις που θα αγοράσει την αγάπη των άλλων. Την αγάπη των πολλών. Που δεν θα είναι αγάπη, αλλά θαυμασμός. Αλλά οι έννοιες συγχέονται. Και όλα θέμα ορολογίας είναι. Είναι κενό να θες να σου λένε μπράβο; Είναι κενό να θες να σε θαυμάζουν; Ο Ινιαρίτου λέει κάπου, πως το εγώ μας ζητάει πράγματα που δεν είναι απαραίτητο ότι πρόκειται για πράγματα που μας κάνουν ευτυχισμένους. Υπάρχουν ευτυχισμένοι ηθοποιοί; Υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι; Ευτυχία είναι να χορταίνεις ή διαρκώς να διψάς; Και το να διψάς διαρκώς δεν είναι βάσανο; Και αν είναι τόσο βάσανο, όταν ικανοποιείται κι η πιο βαθιά σου δίψα, τότε μπορείς πια να ησυχάσεις; Ή θα θέλεις ακόμη και τότε να πετάξεις, για να βρεις την πιο μεγάλη ησυχία;

elculture.gr