Από το Πρόβατο όχι Αρνί
“Το να αφεθεί ωστόσο το τιμόνι της ζωής σ’ αυτό το τίποτα που είναι ο θάνατος δεν προϋποθέτει ούτε μηδενιστικό ηρωισμό ούτε νοσταλγικό οίκτο, αλλά μάλλον τη σύζευξη του πένθους και της χαράς, του γέλιου και των δακρύων, μέσα στην τραγικωμωδία μιας ζωής που δεν οπισθοχωρεί μπροστά στο θάνατο, αντίθετα δέχεται να λογαριαστεί μαζί του.” (Françoise Dastur, Ο Θάνατος, εκδ. Scripta)
Το χορικό της απώλειας τραγουδιέται με μιαν ανάσα. Καθένας όση έχει. Καθένας όσο αντέχει. Της τραγωδίας η επόμενη πράξη ξεκινάει πάντα δίχως δευτερόλεπτο καθυστέρηση. Στο λίγωμα των πνευμόνων οι ηθοποιοί είναι πάλι στη σκηνή, θέλοντας και μη, έτοιμοι για τη συνέχεια της αναμέτρησης με το “δε θα ξαναείναι πια εδώ”.
Η απώλεια δεν περπατάει μήτε σε χιόνι, μήτε σε παχιά μοκέτα. Η απώλεια κρατάει ροκάνα στο χέρι και μποφόρ αέρα πάλλουν σε ουρλιαχτά τις φωνητικές χορδές της. Δεν ήταν ποτέ διακριτική η παρουσία της και δε θα είναι. Εσύ που τη βιώνεις δε θα περάσεις απαρατήρητος ακόμη κι αν φοράς μαύρα σε πάρτι αναρχικών, ακόμη κι αν κουβαλάς μωρό στο ράμφος σε μάζωξη πελαργών. Η απώλεια μοιρολογάει μεγαλόφωνα με φωνή και κλάμα αιωνόβιων γυναικών. Σε λυγίζει θες δε θες, μπορείς δεν μπορείς.
Η απώλεια κάποια στιγμή είναι τα πάντα στη ζωή μας, τα πάντα στον κόσμο μας. Είναι οι κάθετες του Ντιέγκο στον Κανίγια στο Μουντιάλ του 1990. Όσοι τις θυμόμαστε ξέρουμε τι θα ήταν εκείνη η ομάδα της Αργεντινής δίχως αυτές. Η απώλεια είναι οι μοίρες στο άνοιγμα του διαβήτη που καθορίζουν τα τρία κλικ αριστερά της Κατερίνας Γώγου. Είναι τα πνευμόνια του δύτη που βουτάει με άπνοια κάτω από ατέλειωτα βράχια κι είναι το φλασκί με νερό βεδουίνου που διασχίζει την έρημο. Εδώ λες “τα πάντα” και δεν υπερβάλλεις. Μοιάζει η κατάσταση με το χάος πριν τη Μεγάλη Έκρηξη: δεν υπήρχε τίποτα έξω από αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ την απώλεια.
Κείνο που τρομάζει περισσότερο είναι το ξαφνικό. Είναι απ’ τα αντίο που δεν προγραμματίζεις. Είναι η καταρράκωση ενός πρωινού που ξεκινάει με χαμόγελο και καλημέρα. Είναι μια σειρά χαζών σκέψεων, χαζών ερωτήσεων, αφελούς άρνησης: “μα πριν λίγο ήμασταν μαζί”, “μα χτες μιλήσαμε”, “μα αύριο θα βρισκόμασταν”, “αφού του είπα να μην πάει, γιατί πήγε;”, “αποκλείεται!”… Σε τοίχο χτυπάς το κεφάλι σου. Αυτεπίστροφες οι λέξεις, το ίδιο κι ο πόνος. Βαθιά μέσα σου γυρνάν. Πέρα απ’ την καρδιά, κάτω απ’ το στομάχι. Ναι, αλλά να μη μιλάς; Θα σκάσεις δίχως έξοδο του ουρλιαχτού σου. Μια πρώτη αναμέτρηση με την απώλεια είναι αυτή. Ένα πρώτο μέτρημα.
“Αν λοιπόν κάθε πολιτισμός είναι, κατά μια ευρεία έννοια, πολιτισμός του θανάτου, πράγμα που φανερώνεται τόσο από τις πένθιμες τελετές όσο και από τη διατήρηση του προφορικού λόγου στη γραφή, τη λατρεία των προγόνων αλλά και τις μυθολογικές αφηγήσεις και τη λογοτεχνία γενικά, αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή η ριζική τομή που είναι ο θάνατος πρέπει να γίνει παραδεκτή -που σημαίνει να γίνει ταυτόχρονα αντικείμενο αποδοχής και άρνησης.” (Françoise Dastur, Ο Θάνατος, εκδ. Scripta)
Πώς δέχεσαι την απώλεια και πώς την αρνείσαι; Παίζεις ρόλο; Υποκρίνεσαι; Λες ψέματα; Ή απλά εθελοτυφλείς; Θα μπορούσα να γράψω μια πρόταση τόσο όμορφη και τόσο άρτια στημένη που θα μπλόκαρε ταυτόχρονα και την αναλυτική και την αντιληπτική μου ικανότητα. Θα μπορούσα να με πείσω εύκολα για τη δυνατότητα λογικής αντιπαραβολής με τον Θάνατο, με το όχι άλλο. Με το όχι άλλο μαζί. Είναι αυτός ο στόχος μου όμως; Ένα ξεγέλασμα; Γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει εύκολο. Βατό έστω.
Μπρος στο Θάνατο γονάτισαν οι φιλόσοφοι. Μπρος στην απώλεια κόμπιασαν οι ορκισμένοι μόνοι. Ετούτοι οι δύο δεν έχουν χάσει αλλού. Δεν έχουν χάσει έτσι καθαρά και εύκολα από άλλον. Εγώ σταματάω εδώ. Σέβομαι τον αγώνα τους, σέβομαι την ήττα τους.
*Ο πίνακας είναι το Island of the dead του Arnold Böcklin.