Σε μία ανάρτησή, σαρκάζοντας τα ήθη και τις Νεοελληνικές αμφιταλαντεύσεις, ο φίλτατος Λάζαρος λέει:
«Αυτά τα πάνω-κάτω και άνω κάτω της ιστορίας, λες και είναι ένα αεροπλανάκι στα χέρια ενός πιτσιρικά που πότε το καμαρώνει και πότε το πατά με δύναμη να σπάσει, τελειώνουν με τον ίδιο τρόπο:
– Έλα παιδί μου, το φαγητό είναι έτοιμο.
– Τι έχει;
– Μα δε μύρισες; Μπακαλιάρο σκορδαλιά»
Όλα, λοιπόν, ετερόκλητα και πολτοποιημένα, αρκεί να καταλήγουν στην ακαταμάχητη, εθνική μας σκορδαλιά… Η ιστορία και οι δάφνες της. Οι ένδοξοι και αγαθοεργοί μας πρόγονοι. Οι χουντο – γενείς παρελάσεις. Τα σημαιάκια. Η μαθητιώσα νεολαία. Οι δακρυσμένες μας μανούλες. Οι δηλώσεις των αφυδατωμένων μας ταγών, και σαν επίλογος, το ίδιο γιουρούσι σ’ έναν πατατοπουρέ, που κάνει μέρες για να εξατμιστεί από τα χνώτα μας. Και όλα μαζί, ανακατεμένα με μυθεύματα προορισμένα δια πάσαν νόσο και μαλακία. Έτσι για να παραμυθιάζεται το πόπολο.
Δεν έχω την παραμικρή πρόθεση με τούτη την αράδα να χρυσώσω το χάπι των εθνικών μας εμμονών. Απεναντίας, εδώ και καιρό, πιστεύω σθεναρά (πες το και προδιάθεση) πως αυτή η χώρα που επιμένει να αυτολιβανίζεται με τα ιστορικά της στερεότυπα – εγκλωβισμένη προφανώς στο ναρκισσισμό της – είναι και μαθηματικά προγραμματισμένη, ώστε να σαπίσει μέσα στο «αστραφτερό της φέρετρο»! Ή, για να το πω ακόμη πιο χύμα, αυτή η χώρα έχει ήδη σαπίσει σαν οργανισμός, αλλά οξυγονώνεται μέσα στη σήψη της, με κάτι ληγμένες κολόνιες…
Η εξήγηση προκύπτει αβίαστα, σε πείσμα όσων εθελοτυφλούν. Το ίδιο της το DNA, με άλλα λόγια, οι ιδεολογίες και οι ιδεοληψίες που θρέφουν το συλλογικό της υποκείμενο, οι θεσμοί που συγκροτούν το κοινωνικό της σώμα (παιδεία, θρησκεία, οικογένεια, κράτος, πολιτική κτλ), καθώς και τα κατεστημένα πρότυπα που ανατροφοδοτούν το βίο μας έχουν αλλοιωθεί προ πολλού, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που δεν επιτρέπουν ακόμη και την παραμικρή ελπίδα. Απλά, ακολουθώντας πιστά την τέχνη «του φενακισμού» – την τέχνη δηλαδή της «απάτης και της απόκρυψης της αλήθειας» – επιβιώνουμε σαν τα φαντάσματα ή σαν τα ζόμπι, στη χειρότερη περίπτωση. Και, εφόσον μέχρι και οι σκιές της ζωής πρέπει κάπως να παραμυθιάζονται πως ζουν, έτσι και εμείς φυτοζωούμε αναμασώντας τις εθνικές μας ψευδαισθήσεις. Το μεγαλείο. Η παράδοση. Η Ορθο – δοξία. Ο Μεγαλέξανδρος. Η Μακεδονία. Οι ίδιες φθαρμένες κασέτες, αλλά ζωή, πουθενά.
Επομένως, αν υποθέσουμε ότι κάποτε υπήρξαν σε τούτο τον τόπο, κάποιες ζωογόνες αξίες που έδωσαν νόημα και κυρίως προοπτική στην έννοια του Ελληνισμού, δυστυχώς εκτιμώ πως έχουν πλέον εκφυλιστεί τόσο βαθιά, ώστε να έχει χαθεί και η παραμικρή προσδοκία να αναρρώσει ο Έλλην ασθενής. Και σε τούτες τις διαπιστώσεις, πολύ φοβάμαι, δεν είμαι ούτε ο μόνος, ούτε προφανώς ο πρώτος που μίλησε για τα θλιβερά άδεια πουκάμισα της φυλής.
Απεναντίας, ανάμεσα στους αναρίθμητους σκεπτικιστές στοχαστές, ο Μάνος Χατζιδάκις, αυτός ο αιρετικός αστός, ούτε που έκρυβε, ούτε καν ωραιοποιούσε την απαισιοδοξία του για το πάλαι ποτέ κραταιό βασίλειο της Κομμαγηνής.
Εν έτει, μάλιστα, 1989 (τότε που το σκάνδαλο Κοσκωτά, η ένωση της Αριστεράς και η σχέση του Αντρέα με τη Μιμή μεσουρανούσαν στην πολιτική ατζέντα) o Μάνος Χατζιδάκις δίνει μια ραδιοφωνική συνέντευξη, θίγοντας πράγματα που χρόνια αργότερα παραμένουν επίκαιρα:
Δημοσιογράφος: «Ζητούμε να μας πείτε πώς βλέπετε εσείς την κατάσταση της σημερινής κοινωνίας; Πολλοί φρονούν ότι περνά σοβαρή κρίση, ότι απειλείται με ηθική σήψη, ίσως με διάλυση, αφήνοντας μας έξω από τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Μ.Χ.: Εγώ δε θα το έλεγα τόσο τραγικά, ότι μας αφήνει απ’ έξω. Είναι μια μοιραία κατάληξη ενός κόσμου, που προετοιμάστηκε για την εξαφάνιση του. Κι εκεί νομίζω ότι έχει μεγάλο μερίδιο όλος ο μεταπολεμικός κόσμος και ειδικά ο μεταπολεμικός πολιτικός κόσμος. Δεν προετοιμάστηκε το σπάνιο είδος και το πολύ ακριβό, του ελεύθερου πολίτη. Το είδος του ελεύθερου πολίτη δεν προετοιμάστηκε…
-Σήμερα;
ΜΧ: Σήμερα είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας θητείας.
-Δεν υπάρχουν ελεύθεροι πολίτες σήμερα κατά τη γνώμη σας;
ΜΧ: Ποιός τους προετοίμασε; Το σχολείο; Ξέρουμε πολύ καλά τί προετοιμάζει το σχολείο. Ο στρατός; Ξέρουμε σε τί ανυποληψία ρίχνει τον νέο Έλληνα πολίτη ο στρατός για να του αφαιρέσει και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας από πάνω του. Πόσοι είναι εκείνοι που αντέχουν; Οι 10; Οι 20; Με τις σπουδές φεύγουν έξω και τελειώνει. Ποιοί μένουν εδώ;
– Έτσι όπως το λέτε είναι σαν να μην υπάρχει ελπίδα.
ΜΧ: Εγώ δεν έχω καμία ελπίδα, παρά αν γίνει κανένα θαύμα. Εγώ δεν πιστεύω ότι έχουμε σήμερα τη δύναμη να επιβιώσουμε.
-Σαν κράτος θεωρείτε ή σαν εθνική οντότης;
ΜΧ: Ως εθνική οντότης. Θα μείνουμε λιγάκι σαν νάνοι αλλοτινών καιρών. Και θα το δείτε, όταν έρθει η πλήρης ένωση με την Ευρώπη, σε ποιά κατάσταση θα βρισκόμαστε. Ποιά είναι η υποδομή, για να υπάρξουν έστω ένα-δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της εθνικότητας μας;
-Αναρωτιέμαι αν αυτή η απογοήτευση- αν μπορώ να την χαρακτηρίσω έτσι- που έχετε για το μέλλον, συμβιβάζεται με την έντονη παρουσία σας στα πολιτικά πράγματα, όχι βέβαια άμεσα σαν πολιτικός αλλά με την κριτική σας;
ΜΧ: Είμαι υποχρεωμένος κι αισθάνομαι όσο είμαι ζωντανός, να υπάρχω. Και να υπάρχω με τις δυνάμεις μου, ασυμβίβαστες και με το μυαλό μου καθαρό. Όσο μπορεί να υπάρχει αυτό.
– “Τιμή εις εκείνους όπου εις την ζωήν των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες”.
ΜΧ: Αλλιώς, αυτό δεν σημαίνει ότι έχω την αισιοδοξία ότι μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα, ιδιαίτερα στο άμεσο μέλλον. Και μην ξεχνάμε, ότι σε τελευταία ανάλυση, οι μόνες στιγμές που σκεφθήκαμε σοβαρά ως έθνος, ήταν στις καταστροφές. Ας περάσουμε μια καταστροφή, μπας και σωθούμε σοβαρά.
– Δηλαδή εσείς δε φρονείτε ότι υπάρχει κάποια ελπίδα, κάποια διέξοδος; Τί θα μπορούσε να γίνει κατά τη γνώμη σας;
ΜΧ: Τίποτα. Η πλήρης εξαφάνιση μας. Και θα γίνει. Είμαι βέβαιος.»
Σε τελική ανάλυση, υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί που προσδίδουν αρνητικό στίγμα στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς και σε κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιοι να μιλούν ανερυθρίαστα για λαθρομετανάστες, ενώ απεναντίας θα όφειλαν να ενδιαφερθούν πρωτίστως για τους λαθρόβιους. Για όσους δηλαδή λαθροβιούν (-ώνουν) ή, όπως διευκρινίζει και το λεξικό: «για όσους κατώτερους οργανισμούς επιβιώνουν σε κατάσταση λανθάνουσας ζωής, κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες μειώνονται στο ελάχιστο».
Σαν το έθνος του μπακαλιάρου σκορδαλιά, ένα πράμα.
Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ