Του Ζαχαρία Κοτσύφη
Η αποικιοκρατία αναβιώνει με διάφορες μορφές. Πρέπει να έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι δεν είναι μόνο η κατάκτηση ενός εδάφους αυτό που καθιστά την αποικιοκρατία σύστημα καταπίεσης και επιβολής, αλλά και ο λόγος που παράγεται μέσα από αυτήν. Ο λόγος του κατακτητή που δημιουργεί διαστρεβλωμένες εικόνες για τους λαούς και τις κουλτούρες τους.
Για παράδειγμα, μιλάνε για το Ισλάμ όλοι εκείνοι που δεν έχουν καμία βιωματική σχέση με την ίδια την θρησκεία η ακόμα και με ανθρώπους που πιστεύουν στο Ισλάμ[1]. Το οποιοδήποτε συμπέρασμα είναι προϊόν επιβολής των ΜΜΕ που ανέκαθεν αντιμετώπιζαν τον μουσουλμάνο μέσα από μια οριενταλιστική οπτική. Πρόκειται για μια διαμορφωμένη εδώ και αιώνες αντίληψη για τον “Άλλο” η οποία συνεχίζει να αναπαράγεται μέσα από την επιλεκτική ειδησεογραφία, όπου η αξία της ανθρώπινης ζωής αλλάζει σημασία – βαρύτητα από ήπειρο σε ήπειρο ή από χώρα σε χώρα. Πόσοι από εμάς γίναμε μάρτυρες τρομολαγνικών ειδήσεων αμέσως μετά από μια τρομοκρατική επίθεση σε ευρωπαϊκές πόλεις; Από την άλλη οι εβδομαδιαίες βομβιστικές επιθέσεις σε πόλεις του Ιράκ ή του Αφγανιστάν, σε πόλεις της Σομαλίας ή της Κένυα, μας αφήνουν παγερά αδιάφορους. Όσο χιλιοειπωμένο και αν είναι αυτό το επιχείρημα δεν παύει να έχει τη σημασία του από τη στιγμή που τα περισσότερα θύματα αυτής της κατά τα άλλα “ισλαμικής τρομοκρατίας” είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους, μουσουλμάνοι.
Αλήθεια, είναι τελικά η απόσταση με αυτές τις περιοχές που μας καθιστά αδιάφορους; Ή μήπως η αντίληψη που θέλει αυτές τις περιοχές να βρίσκονται σε έναν αέναο κύκλο βίας λες και είναι επιλογή τους; Η αντίληψη εκείνη δηλαδή που ορίζει τη βία ως πυλώνα της κουλτούρας ολόκληρων λαών. Η αντίληψη εκείνη που στο παρελθόν (γιατί η αποικιοκρατία και ο λόγος που παρήγαγε θεωρούνται παρελθόν για πολλούς) θεωρούσε τον “Άλλο” απολίτιστο και ζωώδη, κατώτερο και χρήζοντα εκπολιτισμού. Οι επεμβάσεις σε Ιράκ και Αφγανιστάν και σε περιοχές της λεγόμενης περιφέρειας, τις συνέπειες των οποίων βιώνουμε μέχρι και σήμερα, φέρουν βαθιά στο φαντασιακό τους τον ρόλο του “εκπολιτιστή – απελευθερωτή” που έχει αναλάβει η Δύση εδώ και αιώνες. Το σύνδρομο του White mans burden δεν έπαψε να υπάρχει ακόμα και μετά τη “λήξη” της αποικιοκρατίας.
Σε συνδυασμό λοιπόν με τα παραπάνω υπάρχει και το εξής παράδοξο: ο μουσουλμάνος αντιμετωπίζεται σαν θύμα αλλά και σαν θύτης, ανάλογα τις περιστάσεις που βολεύουν τις εκάστοτε άρχουσες τάξεις.
Από τη μία πλευρά είναι ο αδίστακτος τρομοκράτης που πρέπει να περιορίσουμε με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Από προληπτικούς βομβαρδισμούς αστικών περιοχών μέχρι τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης που προορίζονται για να εξαιρεθεί από την υπόλοιπη κοινωνία (βλ. κρατικές” δομές φιλοξενίας” σε χώρες της ΕΕ, αλλά και τις κυβερνητικές αποφάσεις των χωρών που ανήκουν στην ομάδα Βίσενγκραντ) και σωφρονιστικών ιδρυμάτων όπως το Guantanamo, όπου η πλειοψηφία των κρατουμένων ήταν μουσουλμάνοι που θεωρήθηκαν τρομοκράτες από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Ιταλό φιλόσοφο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, αμέσως μετά τις επιθέσεις τις 11/9 ψηφίστηκε από τη Γερουσία των ΗΠΑ η Πατριωτική Νομοθετική Πράξη η οποία επέτρεπε στον Γενικό εισαγγελέα να θέτει σε επ’ αόριστον κράτηση όποιον ήταν ύποπτος για τρομοκρατία δημιουργώντας έτσι μια καινούρια οντότητα που δεν μπορεί να κατονομαστεί ούτε να κατηγοριοποιηθεί νομικά.[2]
Η γενεαλογία της πρακτικής περιορισμού μεταναστών-προσφύγων, σε συγκεκριμένο χώρο που φέρει τα χαρακτηριστικά στρατοπέδων συγκέντρωσης, εντοπίζεται στα αποικιοκρατούμενα εδάφη του παρελθόντος όπου σύμφωνα με τους κατακτητές οι “άγριοι’’ ιθαγενείς έπρεπε να φυλακιστούν η να εξολοθρευθούν.
Από την άλλη είναι το “θύμα”, ο άνθρωπος για τον οποίο όλοι θέλουν να νιώθουν οίκτο, είναι ο καημένος που έχει ανάγκη τη βοήθεια μας. Αυτή είναι μια στάση λοιπόν που θέλει τον πρόσφυγα, μουσουλμάνο ή μη, ως ένα παθητικό όν το οποίο εμείς πρέπει να βγάλουμε από τη “μιζέρια” του. Αυτές είναι αντιλήψεις οι οποίες έχουν συμβάλει στη στάση των κυβερνήσεων που έχουν κάνει μπαλάκι την ευθύνη για την προστασία αυτών των ανθρώπων και κάπως έτσι ο πόνος του άλλου γίνεται το μέσο για την επίτευξη πολιτικών και οικονομικών κερδών (βλ. συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας).
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι το γεωγραφικό εύρος μέσα στο οποίο ο μουσουλμάνος ζει υπό το συνεχή φόβο, κρατικής βίας, τρομοκρατικής επίθεσης και ρατσιστικής απειλής είναι ασύλληπτο.
Η αποικιοκρατία, λοιπόν, δεν εξαλείφεται ούτε σε πρακτικό ούτε σε θεωρητικό επίπεδο. Οι αποικιοκρατικές αντιλήψεις και τα στερεότυπα που παρήγαγε η πρακτική αυτή αναβιώνουν στο φαντασιακό του ευρωπαίου σε περιόδους οικονομικής ή και αξιακής κρίσης. Κυβερνήσεις ευρωπαϊκών κρατών νιώθοντας να απειλούνται οι υπήκοοι τους από τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες αναλαμβάνουν κληρονόμοι σκοτεινών αντιλήψεων αναπαράγοντας στερεότυπα και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις αποκλεισμού ολόκληρων ομάδων στις βάσεις μια ανύπαρκτης καθαρότητας που απειλείται σε μόνιμη βάση.
Τέλος, είναι ανάγκη, όλοι όσοι θρηνούν επιλεκτικά για τα θύματα της τρομοκρατίας, να κατανοήσουν το εξής: δεν υπάρχουν οι νεκροί μας και οι νεκροί σας. Υπάρχουν οι νεκροί της ανθρωπότητας, θύματα της βίας που εξαπολύει ο φονταμενταλισμός του μίσους και ο ιμπεριαλισμός της εκμετάλλευσης. Τα δυο φονικότερα εργαλεία που έχει να αναδείξει η ανθρωπότητα.
Παραπομπές:
[1] Καλύπτοντας το Ισλάμ – Edward W. Said – Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2002
[2] Κατάσταση Εξαίρεσης – Giorgio Agamben – Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα Μάρτιος 2015