Από τον Abraham Gefuropoulos
Λαγνεία, έρωτας, πάθος, πόθος για ζωή. Εμμονές μιας επικίνδυνα γλυκιάς εξάρτησης, του έρωτα χωρίς ανταπόκριση, γνωρίσματα που περιπλέκουν λυρικά τις ζωές των ανθρώπων, περιγράφονται στη ταινία του Τζόελ Σουμάχερ, το Φάντασμα της Όπερας (2004), μία από τις σύγχρονες και αξιόλογες εκδοχές της κλασικής και αγαπημένης, ομώνυμης νουβέλας του Γκαστόν Λερού .
Η ιστορία μας εξελίσσεται στο Παρίσι του 19ου αιώνα, στη Λαϊκή Όπερα, κατά την διάρκεια της αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, από άσχετους με τον χώρο της τέχνης μικροαστούς. Η πριμαντόνα στρυφνή, κάνει τον βίο αβίωτο για τους υπόλοιπους συντελεστές των παραστάσεων, ενώ οι φήμες θέλουν, η μεγάλη θεατρική σκηνή του Παρισιού να στοιχειώνεται από την δράση μίας σκιάς, ενός Φαντάσματος (Τζέραλντ Μπάτλερ) που δρα στο παρασκήνιο, τρομοκρατώντας τους πάντες με τα καπρίτσια και τις ιδιοτροπίες του . Ιδιοτροπίες που φτάνουν στο σαμποτάζ και την δολοφονία.
Η βασική σοπράνο λυγίζει από τον τρόμο της σκιώδους απειλής και εγκαταλείπει τον θίασο στα κρύα του λουτρού. Το καράβι οδεύει ολοταχώς στη ξέρα της παταγώδους οικονομικής καταστροφής, όταν τη λύση δίνει η προώθηση στο ρόλο της βασικής πρωταγωνίστριας, της Κριστίν Νταέ, μία όμορφης νεαρής κοπέλας, με αγγελική φωνή και χάρη.
Η Κριστίν (Έμμυ Ρόσσουμ), κόρη ενός διάσημου Σουηδού μουσικού, κερδίζει τους πάντες με την απλότητα του ταλέντου της και κυρίως την καρδιά του ευγενικού χρηματοδότη της Όπερας, υποκόμη Ραούλ ντε Σανί (Πάτρικ Γουίλσον). Παιδικοί φίλοι, οι δύο τους, αναβιώνουν τον έρωτα στο παρόν, προς τέρψη του αθώου παρελθόντος τους.
Κατά την Κριστίν, η απώλεια του πατέρα της υπήρξε καθοριστική, επηρεάζοντας την καθ όλη την πορεία της ζωής της. Αντικαταστάτης του, είναι ένα αεράκι, η φωνή ενός αγνώστου που την καθοδηγεί και την διδάσκει τα μυστικά της Τέχνης. Ο Άγγελος της Μουσικής είναι πραγματικά ένας φύλακας-προστάτης της ή μήπως ένας μεταμφιεσμένος Δαίμονας;
Η γοητεία της ταλαντούχας καλλιτέχνιδας, δεν αφήνει ασυγκίνητο το Φάντασμα, το οποίο σαγηνευμένο, απαγάγει την Δεσποσύνη του, οδηγώντας την στα άδυτα του απρόσβατου μικρόκοσμου του (νησίδα στο κέντρο μίας απόκοσμης λίμνης στα έγκατα της Λαϊκής Όπερας).Το συνδετικό, ερωτικό τρίγωνο που σχηματίζεται μεταξύ των τριών ηρώων μας, είναι ένας αδιάκοπος πόλεμος, μία μάχη με τα πάθη και τον χρόνο, με τελικό έπαθλο, την προσωπική λυτρωτική κάθαρση, που για άλλους θα είναι ευχή και για άλλους κατάρα.
Ο Σουμάχερ χρησιμοποιεί τις αντιθέσεις μεταξύ έντονου φωτισμού-πνιγηρού σκοταδιού, τα συμπιεστικά κλειστοφοβικά πλάνα, μαζί με την αλλόκοτα ερεθιστικά αποπνικτική μουσική υπόκρουση του σπουδαίου συνθέτη Άντριου Λόυντ Γουέμπερ, για να επικοινωνήσει την δική του οπτική πάνω στο θέμα των ασίγαστων παθών, της κοινωνικής προκατάληψης και στιγματισμού. Μα πάνω όλα, εξυμνεί τον Έρωτα, σε όλες του τις μορφές, ακόμα και εκείνον που μπορεί να οδηγήσει σε ολέθρια μονοπάτια.
Άλλωστε η ίδια η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα διαρκές πάθος, το οποίο εξαιτίας του εφήμερου χαρακτήρα της ύπαρξης μας, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία, παρά την έλλειψη δίψας για ζωή που παρατηρείται στις σύγχρονες κοινωνίες.
Οι άνθρωποι του σήμερα αρέσκονται σε μία νερόβραστη καθημερινότητα (δουλειά- σπίτι και πάλι πίσω στη δουλειά), τους καταπνίγει το άγχος της επιβίωσης, ή μάλλον η ρουτινοποίηση της. Μπροστά σε αυτή την μεμψίμοιρη πραγματικότητα αποβάλλουν από πάνω τους κάθε τι περιττό, ακόμα και αν αυτό είναι το αλατοπίπερο (πάθος) της ‘’φτωχής’’ μας ύπαρξης.
Δεν ζουν, δεν χαίρονται δεν απολαμβάνουν στο έπακρο τις μικρές ή μεγάλες στιγμές, μα πάνω από όλα φοβούνται να ερωτευθούν. Το συναίσθημα του έρωτα, αντικαθιστάται από μία σύμβαση, ένα αμοιβαίο συμβόλαιο δούναι και λαβείν υπό την αίρεση της απρόσωπα τρομακτικής κοινωνίας.
Όμως ο Θεός του Έρωτα δεν είναι ένας ‘’γκρίζος’’ γραφειοκράτης, αλλά αντίθετα ένας ζωηρόχρωμος σκανταλιάρης αιώνιος έφηβος που δεν κοιτάζει καθόλου τα περιοριστικά βαρίδια που κρατούν δέσμιες τις ψυχές, παρά μόνο εκτοξεύει τα βέλη του προς πάσα κατεύθυνση.
Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να αυτοπεριορίζονται συναισθηματικά, ούτε να μεταθέτουν τον έρωτα για κάποια μελλοντική φάση της ζωής τους, ως άλλο πρόγραμμα διατροφής. Έτσι γεννιέται η αβάσταχτη μελαγχολία του ανεκπλήρωτου, μιας αγιάτρευτης γάγγραινας που καταβροχθίζει την ανθρώπινη καρδιά. Καμία φορά η ‘’τρέλα’’ , η εσωτερική περιδίνηση στο συναισθηματικό μας κόσμο μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά, αψηφώντας τις όποιες οικονομικές, κοινωνικές συμβάσεις.
Καλύτερο παράδειγμα δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει ο Σουμάχερ από τη σκηνή της βαρκάδας, με την απαγωγή της Κριστίν από το Φάντασμα με προορισμό το κρησφύγετο του. Οι εκπληκτικές ερμηνείες των ηρώων και δη του Μπάτλερ, συνδυαστικά με την αποπνικτική στα όρια του ερωτικού μυστικισμού ατμόσφαιρας, την μυρωδιά των διεγερτικών κεριών και την ανατριχιαστική παθιασμένη μουσική, τοποθετούν τον θεατή στο εσωτερικό κόσμο μίας ενιαίας παλλόμενης καρδιάς σε έκσταση.
Για μερικές μόνο στιγμές που όμως θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες, η Κριστίν και το Φάντασμα βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία, ανυψωμένοι σε μία διαφορετική διάσταση από τον γνωστό μας φυσικό κόσμο. Είναι ο Άνδρας και η Γυναίκα που σαγηνεύονται ο ένας με την άλλη , χωρίς να σκεφτούν τους περιορισμούς (απαγωγέας και το θύμα). Βέβαια το πάθος δεν σημαίνει αυτοκαταστροφή ούτε εμμονή. Βασίζεται περισσότερο στην ελευθερία των συναισθημάτων παρά σε κάποια εμμονική ιδεοληψία. Φυσικά η διάκριση των ορίων δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτη…
Σε δεύτερο επίπεδο το Φάντασμα της Όπερας, πραγματεύεται τον κοινωνικό ρατσισμό, τον άκαρδο στιγματισμό. Το Φάντασμα από την τρυφερή παιδική του ηλικία, δεν γνώρισε τίποτα άλλο από την αποστροφή και το μίσος του κοινωνικού του περίγυρου, εξαιτίας μίας δυσμορφίας στο πρόσωπο. Η θηριωδία της κοινωνίας τον μετέτρεψε σε ένα εκδικητικό ‘’κτήνος’’ που απελπισμένα επιζητά την προσοχή και την αποδοχή μέσα από τις απονενοημένα λογικές πράξεις βίας. Η μάσκα που καλύπτει το γοητευτικό πρόσωπο του Μπάτλερ δεν είναι τίποτα άλλο από μία εγγενή ανάγκη άμυνας, μπροστά στην εφιαλτική πραγματικότητα.
Η αγάπη έχει τη δύναμη να σώζει ψυχές ακόμα και εκείνες που εμφανίζονται ως μοχθηρά αγιάτρευτες. Η αποδοχή που βίωσε το Φάντασμα από την Κριστίν, συνδυαστικά με το λυτρωτική σκηνή του φιλιού που αντάλλαξαν μεταξύ τους, ήταν το κλειδί της ελευθερίας, του ξεκλειδώματος της φυλακής του αντιήρωα, οδηγώντας τον στην κάθαρση ενός καλύτερου αύριο.
Σε αντίθεση με το φιλμ, από την πραγματικότητα μας απουσιάζουν ή τείνουν να εκλείψουν ‘’ιππότες ,δεσποσύνες και ευγενικοί αριστοκράτες’’, ωστόσο τα Φαντάσματα καταλαμβάνουν περίοπτη θέση στον συνήθως άκαρδο κόσμο μας.
Αέναα περιπλανώμενες ψυχές αποζητούν ένα χέρι βοηθείας, ένα χάδι ή ένα φιλί. Οι Άγγελοι της Μουσικής είμαστε εμείς. Άνθρωποι παθιασμένοι με τη ζωή στο παρόν, ικανοί να τροφοδοτήσουν με το Φως τους όλους εκείνους που έχουν χάσει τον δρόμο τους.
Ας απλώσουμε το χέρι για να βγάλουμε την απρόσωπη μάσκα, ξεδιαλύνοντας το σκοτάδι που κρύβεται πίσω από αυτή, ελευθερώνοντας το χρόνια παγιδευμένο συνεσταλμένο, αλλά διψασμένο χαμόγελο του ‘’Φαντάσματος’’ …
Υ.Σ. Το παρόν κείμενο είναι αφιερωμένο σε μία σύγχρονη ‘’Κριστίν’’, την Δέσποινα, με την ευχή να επανέλθει άμεσα στις επάλξεις