Πολλοί πειρασμοί αντηχούν στο μυαλό μου μετά την πολυδιαφημισμένη συνέντευξη του αρχιμουσικού και βιρτουόζου βιολονίστα Λ. Καββάκου στο γενικό κουμανταδόρο της ΕΡΤ Λ. Ταγματάρχη. Και μόνον ο παραπάνω τίτλος να μού κλείνει αινιγματικά το μάτι, τα σημαινόμενα αντηχούν: ονόματα, πρόσωπα, ιδιότητες, ρόλοι, ερωταποκρίσεις. Όλα τους, δοσμένα αντιστικτικά, σε σύμπαντα παράλληλα και παντελώς ασύμπτωτα! Ο Λεωνίδας και ο Λάμπης. Ο νουνεχής γητευτής του βιολιού και ο αλαλάζων ταγματάρχης. Ο καλλιτέχνης και ο ανύπαρκτος. Η αιθέρια βαρύτητα και η αβάσταχτη ελαφρότητα. Η βιωμένη γνώση και η παραληρηματική αμορφωσιά. Εν ολίγοις, το εύηχο φαινόμενο ενός χαρισματικού μουσικού, σε αντιδιαστολή με την κακοφωνία που παράγεται από το εν λόγω φερέφωνο της εξουσίας. Κακόηχο, δυσαρμονικό, παράταιρο ∙ ένα ξεκούρδιστο κύμβαλο.
Αδιαμφισβήτητα, η συνέντευξη που παραχωρήθηκε από τον Λ. Καββάκο στην εκπομπή με τον εξίσου βαρύγδουπο τίτλο «Κατ’ εξαίρεση», ήταν όντως μία σπάνια εξαίρεση. Και αυτό, γιατί μονάχα ένας «εντεταλμένος λεγεωνάριος» θα μπορούσε δίχως αιδώ, δίχως ντροπή να σταθεί ανερυθρίαστος μπροστά σ’ έναν εμβληματικό δεξιοτέχνη, ρωτώντας τον τα πλέον ανεκδιήγητα. Κι όμως, όχι μονάχα στάθηκε, αλλά ο φέναξ Ταγματάρχης, ο φενακιστής στην δημοτική – κοντολογίς, αυτός ο απατεωνίσκος των τηλεοπτικών συχνοτήτων – πάσχισε απεγνωσμένα για περισσότερο από μία ώρα, ώστε στην παρθενική του μόλις παράσταση να δικαιολογήσει την τιμή και την εμπιστοσύνη που τον περιέβαλε ο πολιτικός του προϊστάμενος, ο έτερος αμαθής Καππαδόκης, Καίσαρας Αλέξιος.
Γιατί σε ποια άλλη χώρα – δεν τολμώ καν να πω στοιχειωδώς πολιτισμένη – θα μπορούσε ο κ.Ταγματάρχης να τοποθετηθεί έστω και σαν υπεύθυνος βάρδιας συνοικιακού περιπτέρου; Πόσο δε μάλλον να ενθρονιστεί κατά τρόπο προκλητικά φαυλοκρατικό, σε μια τόσο νευραλγική και προνομιακή θέση, ιδίως σαν και αυτή του διευθύνοντος συμβούλου της κρατικής τηλεόρασης, παρακαλώ. Σε καμία άλλη προφανώς, εκτός της Μεσογειακής αποικίας, όπου προφανώς τα πάντα επιτρέπονται, νομιμοποιούνται και καθαγιάζονται, αρκεί απλά να φέρουν τη σφραγίδα της πλέον διαβρωμένης εξουσίας ∙ εκείνης που αποδεδειγμένα αντιμετωπίζει τους θεσμούς, τους πολίτες και τα κοινά ως λάφυρα που της απονεμήθηκαν για να τα νέμεται ελέω Θεού και ισοβίως, είη δυνατόν.
Γνωστή, για να μην πω επιβεβλημένη, η τακτική, σε κάθε πλαστογραφημένη – δηλαδή, σε κάθε φτιασιδωμένη, μακιγιαρισμένη – δημοκρατία η οποία σέβεται αποκλειστικά και προκλητικά τους άρχοντές της: η άλωση των χαλκείων ενημέρωσης συνιστά το πρώτιστο και μείζον πρόπηγμα (κιγκλίδωμα), που πρέπει να υπερπηδηθεί, προκειμένου να θεωρηθεί επιτυχές, το ρεσάλτο στους πολυπόθητους θώκους διακυβέρνησης. Όπως ακριβώς συνέβη, διόλου ερασιτεχνικά και άδολα, πίσω από την επιλογή και το διορισμό του Ταγματάρχη επί του συγκεκριμένου πόστου. Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, και ποιος θα ήταν ιδανικότερος για τη συγκεκριμένη εργολαβία, από έναν αχυράνθρωπο εφάμιλλο των λοχαγών που τοποθετούνταν σε παρόμοια πόστα, σε καιρούς δίσεκτους για τον τόπο. Ένας «λοχίας», που στημένος αντικριστά από τον συγκροτημένο καλλιτέχνη, φάνταζε ακόμη πιο γυμνός και γραφικός για την παντελή του ένδεια.
Στην ψύχρα, όπως συνοψίζει και ο λαός. Κυριολεκτικά στρογγυλοκάθισε με τον οικείο του κομπασμό, εν μέσω της αίθουσας ηχογραφήσεών, αγνοώντας κυνικά αν είναι η Ε ή η C, κοιτώντας στα μάτια τον πρωταγωνιστή, και ρωτώντας τον ακατάπαυστα έναν ωκεανό από μπούρδες, ευθέως αντίστοιχες και ανάλογες του μορφωτικού του «πάτου»:
Ταγματάρχης: «Μπορούσατε να φανταστείτε ποτέ πως θα είχατε αυτή την καριέρα, ότι θα γινόσασταν αυτό που γίνατε… τότε εσείς το βλέπατε;» Για να διευκρινίσει αμέσως: «Φανταζόσασταν ποτέ τον εαυτό σας σαν σολίστα;»
«Αν οι γονείς δεν ήταν μουσικοί, θα είχατε την ίδια καριέρα, δηλ. πόσο επηρέασαν οι γονείς αυτό που είστε σήμερα;». Για να αναρωτηθεί εν συνεχεία έκπληκτος: «φτάνει όμως η σωστή παιδεία ή οι γονείς ή χρειάζεται και αυτό που λέμε ταλέντο και τελικά τι είναι ταλέντο;»
Για να έρθει η στιγμή που ο Διευθύνων αγγίζει με όρους ποδοσφαιρικούς, τη γέννηση του θαύματος: «εσείς πότε είπατε πως με αυτό θα ασχοληθώ στη ζωή μου… δε θα γίνω ούτε μπασκετμπολίστας, ούτε γιατρός, ούτε δικηγόρος… το θυμάστε;» Για να διασκορπίσει εν συνεχεία, τα σκοτάδια της άγνοιάς μας: «τι είναι αυτό που κάνει ένα παιδί να το λέμε θαύμα; Εσείς έχετε καταλάβει πώς γίνεται αυτό… πώς το ερμηνεύετε εσείς;» (έκδηλη προφανώς η αγωνία για τη γέννηση του σπάνιου, του θαυμαστού).
Και κάπου εδώ καταφθανουν και οι ασήκωτες ερωτήσεις: «Δηλαδή, θέλω να ρωτήσω αν υπήρξε ποτέ ένας Μότσαρτ που δεν έγινε ποτέ Μότσαρτ, που χάθηκε (;) επειδή γεννήθηκε, για παράδειγμα, σε μια περιοχή του κόσμου που υπήρχε φτώχεια, ανέχεια, δυστυχία θεωρητικά μιλάω; (για να μην παρεξηγηθεί κιόλας)».
Οι ερωτήσεις προβλέψιμες, προχειρογραμμένες σε μία κόλα χαρτί, ανοίγουν το πλάνο στη μεγάλη οθόνη της εποχής: «υπάρχουν, θέλω να πω, εποχές ή όχι (;) που ευνοούν τη γέννηση μεγάλων καλλιτεχνών – μία εποχή κρίσης είναι πιο κοντά στο να γεννήσει ή η ευμάρεια είναι αυτή που τους γεννά;» (λες και ο καλλιτέχνης είναι κλωσόπουλο ορνιθοτροφείου). Ενώ – στο καπάκι, που λένε και οι μόρτες – σκάει και η τρακατρούκα της καλλιτεχνικής γέννας: «σήμερα γράφονται έργα ανάλογα του επιπέδου, της δόξας, και της διαχρονικότητας, υπάρχει σήμερα ένας μουσικός του επιπέδου Μότσαρτ, Μπετόβεν… γιατί δεν γράφονται, λέτε, συχνά; (για να φανεί στους ιθαγενείς και φυσικό το follow up)» Ενώ, προκειμένου ν’ αφήσει και μία αίσθηση προσμονής για τη γέννηση του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού, προσθέτει: «πιστεύετε πως στο μέλλον θα έχει ωριμάσει αυτή η διαδικασία, για να γεννηθούν τότε άλλα ταλέντα;»
Άπειρες οι απορίες του Διευθύνοντος, και ακολουθεί η ώρα να μεταφερθούμε στο θαύμα εντός του μουσικού θυσιαστηρίου: «όταν διαβάζετε μία παρτιτούρα ακούτε το έργο, το διαβάζετε, και το ακούτε στο μυαλό σας;». Αλλά, επειδή προφανώς τον συνεπήρε η γλαφυρή διήγηση του αρχιμουσικού, τολμά να εκφράσει την αγωνία του: «έτσι όπως το λέτε τόσο ωραία (πώς, δηλαδή αποκαλύπτεται στο κοινό η παρτιτούρα ενός μουσικού έργου) μήπως πάμε να χάσουμε έναν σολίστα και να κερδίσουμε έναν μαέστρο; (ο Καββάκος κάνει στο παρόν, καριέρα αρχιμουσικού)».
Για να έρθει η λυτρωτική ώρα να διαφωτιστούμε σχετικά με το εκλεκτό ή μη συναυλιακό κοινό: «Όταν είσαστε σε ένα κοντσέρτο (2000 μάτια, 2000 αυτιά σάς ακούν), πώς είστε βέβαιος πως δεν σας φύγει το δάκτυλο, λίγο πάνω λίγο κάτω… υπάρχει ποτέ η Θεία νότα;», ενώ συναφής είναι και η διευκρίνιση που αφορά το κοινό: «δηλαδή οι ανάσες του κοινού επηρεάζουν τον ερμηνευτή;»
Κατακλυσμιαίες οι ατάκες του απορημένου Λάμπη, και η επόμενη αγγίζει έως και τη γέννηση της νότας: «μία νότα τι βαθμό αυθαιρεσίας σάς αφήνει… δηλαδή θα πρέπει να παίξετε κάθε νότα στη σειρά (θα σκεφτόταν προφανώς τους αυτοσχεδιασμούς της πίστας)… δηλαδή, θέλω να πω, πόσο πιστός είστε σε αυτό που διαβάζετε και πόσα περιθώρια έχετε να βάλετε τη δική σας ψυχή;»
Για να αναρωτηθεί σχεδόν κάθιδρος: «δηλαδή τώρα που είσαστε κοντά στα 45 (γύρω στα 40, εντάξει ας κρύψουμε και μερικά, δεν πειράζει) πιστεύετε πως μετά από 10 χρόνια θα μπορούσατε να ερμηνεύσετε διαφορετικά ένα έργο;». Ερώτηση που έλαβε, κατά τρόπο αβίαστο, την αποστομωτική απάντηση του Καββάκου: «Θέλω να πιστεύω μετά από ένα μήνα»!!!
Όπως διαπιστώνετε, δε χρειάζεται και πολλή σοφία, για να καταλάβουμε πως ο κ. Ταγματάρχης έχει τέτοια σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία, όσο και τα μυρμήγκια με τη θεωρία της σχετικότητας. Γυρνώ σελίδα και κλείνω μ’ ένα ελάχιστο αντίδωρο, δείγμα της Σοφίας και της χαρισματικής φύσης ενός βιρτουόζου, τόσο πολύπλευρά και σπάνια συγκροτημένου, όσο ο Λ. Καββάκος. Αυτού του προσώπου που βιώνει πως η ερμηνεία μάς θυμίζει τον Ερμή, εφόσον και ο ίδιος ο ερμηνευτής δεν παύει να είναι ένας αγγελιοφόρος, ένας κομιστής!!!
Το παράθεμα αφορά, κατ’ εμέ, την ίδια δημοκρατική υπόσταση της δημιουργίας:
«Από εκεί και πέρα, όσον αφορά τη μουσική, επειδή δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μία μορφή διασκέδασης (να υπενθυμίσω πως το διασκεδάννυμι σημαίνει διαλύομαι) εγώ θεωρώ πως ο θαύμα της συναυλίας είναι το εξής: «ότι 2000 άνθρωποι… μπορεί να είναι και 100 συγκεντρώνονται σ’ ένα σημείο, το οποίο δεν απαιτεί καμία προϋπόθεση ∙ ούτε πολιτιστική, ούτε πολιτική, ούτε θρησκευτική, ούτε πνευματική, ούτε κοινωνική, ούτε οικονομική, ούτε τίποτε, δεν υπάρχει καμία προϋπόθεση – συγκεντρώνονται σ’ ένα χώρο και τι συμβαίνει εκεί πέρα; Μία κοινωνία χωρίς προϋποθέσεις!
Δεν υπάρχει άλλος χώρος που μπορεί να συμβεί αυτό το πράμα, και μία κοινωνία που συμβαίνει μέσα σε μία σιωπή (παραπέμπει στη μυστηριακή φύση της θείας κοινωνίας). Δηλαδή όλες αυτές οι ψυχές που μπαίνουν σε μία αίθουσα δημιουργούν μία σιωπή, η οποία σιωπή έχει μία τεράστια ενέργεια, είναι κάτι συγκλονιστικό!… Εκεί αναγκαζόμαστε και οι 2000 άνθρωποι να κοινωνήσουμε χωρίς προϋποθέσεις, μέσω της σιωπής με κάτι που έρχεται από κάπου, που δεν ξέρουμε από πού έρχεται, δηλαδή ουσιαστικά είναι κάτι σαν μία Θεία Κοινωνία».
Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ