Η Ελλάδα του 2015 είναι μια εξαιρετικά αντιφατική περίπτωση, πλούσια σε πολιτικό νόημα που δύσκολα συλλαμβάνεται συνολικά λόγω της πολυπλοκότητας του.
Ξεκινώντας με την νίκη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α στις βουλευτικές εκλογές του Γενάρη, η ελληνική κοινωνία στην δεδομένη στιγμή είχε φανεί για πρώτη φορά μέσα σε τέσσερις δεκαετίες να αρνείται την οικονομική και κοινωνική αιχμαλωσία. Ασχέτως των επί του παρόντος δεδομένων αποτελεσμάτων εκείνης της “νίκης”, τότε, ακόμη και σε εκείνους που δεν συμφωνούσαν με την μετριοπαθή πολιτική που πρότεινε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, φάνηκε πως υπήρξε μια αντίδραση απέναντι στην άνευ όρων καταδίκη που επεβλήθη στην κοινωνία από το 2009 και έπειτα.
Η πολιτική ανομοιομορφία και αναποφασιστικότητα, αν όχι και δολιότητα, που είχε η κυβέρνηση η οποία σχηματίστηκε τότε δεν αξιοποίησε σοβαρά και προς όφελος του ελληνικού λαού την εντολή της 25ης Ιανουαρίου, οδηγώντας στο πρώτο και σύντομο στάδιο αντίφασης της 20ης Φεβρουαρίου, με την συμφωνία παράτασης των μνημονιακών πολιτικών που υπέγραψε η κυβέρνηση, παραβλέποντας συνειδητά την ηχηρή εντολή των πολιτών για ανατροπής της αισχρής μνημονιακής κατοχής.
Το επόμενο διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών χαρακτηριζόταν από μια στασιμότητα (“Η στασιμότητα είναι θάνατος”), όπου η κυβέρνηση προσποιείτο ότι διαπραγματευόταν σκληρά με τους υπαλλήλους των ευρωναζιστών τοκογλύφων, αφελώς “ξεχνώντας” ότι όλο εκείνο το διάστημα εξαντλούνταν η ελληνική οικονομία και εξασθενούσαν οι σοβαρές εναλλακτικές προοπτικές που υπήρχαν τον Ιανουάριο, όταν ξεκίνησε η θητεία της.
Προς έκπληξη όλων, εκεί που ήταν ξεκάθαρο το κλίμα ήττας των “διαπραγματεύσεων”, ο Αλέξης Τσίπρας, ο μεγαλύτερος πολιτικός εξαπατητής της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ανακοίνωσε ένα δημοψήφισμα που, παρότι ασαφές στην διατύπωση του, είχε ξεκάθαρα νόημα αντίστασης στην μνημονιακή κατοχή και έδινε ένα μήνυμα ελπίδας δια δημοκρατικών μέσων στην κοινωνία, ξύπνησε συνειδήσεις, όλοι ασχολούνταν με αυτό και για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια σε αυτήν την χώρα οι νέοι έδωσαν μια δυνατή απάντηση απέναντι στην ευρωναζιστική κατοχή που επιδίωκε να επιβάλει την ισχύ της επ’ αόριστον.
Το ΟΧΙ ήταν θριαμβευτικό. Τόσο θριαμβευτικό που η κυβέρνηση δεν μπόρεσε όχι μόνο να το διαχειριστεί, αλλά ούτε να το εκτιμήσει συμβολικά. Μέσα σε 48 ώρες τα χειρότερα επιβεβαιώθηκαν. Η κατρακύλα ξαναήρθε. Το γιατί έγινε το δημοψήφισμα όμως παραμένει ακόμη μια σκοτεινή λεπτομέρεια. Πιθανώς ο Αλέξης Τσίπρας είχε μια πολιτική αναλαμπή, ένα κενό πολιτικής συνειδητότητας, και λειτούργησε εντελώς σπασμωδικά με την τελευταία ίσως εκπνοή οποιουδήποτε στοιχείου δημοκρατικότητας είχε, ελπίζοντας ότι θα νικήσει το ΝΑΙ για να συνεχίσει τον εύκολο δρόμο, ενώ ούτε του περνούσε από το μυαλό το τι θα προκαλούσε.
Προκάλεσε κάτι που σήμερα ξεχάστηκε, γιατί απορροφήθηκε από τις πολιτικές συνέπειες των τακτικών που ο ίδιος ακολούθησε. Προκάλεσε ένα γεγονός. Ένα γεγονός που σήμερα δεν έχει καμία απολύτως πρακτική σημασία, από την άποψη ότι δεν έχει επηρεάσει άμεσα το παρόν ως αυτό έχει διαμορφωθεί έκτοτε, αφού ακολούθησε η περίοδος υποταγής και διάσπασης της κυβέρνησης, ένα θολό τοπίο όπου κανένας δεν μπορούσε να αντλήσει πολιτικά συμπεράσματα και να λάβει αποφάσεις, αποτέλεσμα προμελετημένο από αυτόν τον ιταμό πολιτικό συρφετό που σήμερα κυβερνά.
Σήμερα η χώρα βρίσκεται βυθισμένη στον βούρκο που την οδήγησαν οι κυβερνώντες, εξαπατώντας εν συνεχεία τον αφελή ελληνικό λαό που τους έδωσε ξανά δικαίωμα λόγου και πράξεων. Με επιπλέον τοκογλυφικό χρέος, οικονομικό στραγγαλισμό, κατάλυση της κοινοβουλευτικής χρησιμότητας, απεμπόληση εθνικής κυριαρχίας και περιφρόνηση της εξαθλίωσης των πολιτών, υποδεχόμαστε το 2016, που εκ των πραγμάτων προδιαγράφεται το πιο εξευτελιστικό για την ανθρώπινη ύπαρξη έτος στα χρονικά της ελληνικής ιστορίας.
Όλα αυτά ενώ η Ευρώπη μετατρέπεται ταχύτατα σε μια ευρωναζιστική δεξαμενή βασανισμού αθώων, όπου πρώτα προκαλεί εξ αποστάσεως τον ξεριζωμό τους και έπειτα τον επί των εδαφών της εξευτελισμό τους, και, επιπλέον, αποκτά την μορφή μιας ασύδοτης τεχνοκρατικής μηχανής που διαχειρίζεται εκατομμύριες ζωές βάσει των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων συγκεκριμένων χωρών, επενδυτών και τραπεζών. Ακραία σκοτεινή εποχή, που έχει ήδη δηλώσει την πρόθεση της να μας παρουσιάσει πόσο επικίνδυνη μπορεί για άλλη μια φορά να γίνει, αλλά οι περισσότεροι εξακολουθούν να την αγνοούν επιδεικτικά, ανίκανοι να συλλάβουν που θα οδηγήσει όλο αυτό το χάος αν συνεχιστεί.
Θέλουν μέσα από αιματηρές διαδικασίες να οδηγήσουν την Ευρώπη σε μια ομοσπονδία, με ενιαία πολιτική και οικονομική μετά-αυτοκρατορική μορφή που θα είναι εύκολα διαχειρίσιμη ή θέλουν απλώς να καταστρέψουν εντελώς την οικονομική, πολιτική και κοινωνική υπόσταση της Ελλάδας για να την ξεπουλήσαν εν τέλει στο σύνολο της; Ερώτημα αναπάντητο που σηκώνει μεγάλη πολιτική ανάλυση. Όμως, επειδή και τα δύο αποτελέσματα των παραπάνω είναι οδυνηρά, θα ήταν ο ορισμός της ματαιότητας το να περιμένουμε να δούμε ποιο θα επικρατήσει.
Μετά την αποτυχία των “αντί-μνημονιακών” δυνάμεων να εισέλθουν στο κοινοβούλιο και την μεγάλη αντίδραση που εκδηλώθηκε στις κάλπες δια της αποχής, βρισκόμαστε και πάλι σε μια περίοδο τρομακτικής πολιτικής στασιμότητας (“Η στασιμότητα είναι θάνατος”). Κι αυτό όχι επειδή πραγματικό πολιτικό πεδίο δράσης αποτελεί η βουλή – η βουλή σήμερα αποτελεί μόνο ένα ευρωναζιστικό ίδρυμα εντός του οποίου το μόνο που αποφασίζεται είναι πόσος πόνος θα προκληθεί στο εξής στην κοινωνία, κι όποιος βρίσκεται ακόμη σε αυτό το Κοινοβούλιο του Αίσχους έχει βάψει ανεξίτηλα το ποινικό του μητρώο δια της ανοχής ή συμμετοχής του σε αυτό το έγκλημα – αλλά επειδή έχουν πάψει να ασκούν με κάθε μέσο πολιτική οι πολίτες.
Καμία φωνή, καμία βροντή, καμία καρέκλα στον αέρα που να απειλεί την εγκληματική συμμορία. Μόνο μια παραδοχή της ήττας και αποδοχή της παρακμής μέχρι θανάτου ως μονόδρομο.
Είναι όμως η στιγμή. Αυτή η απροσδιόριστη στιγμή που όλο είναι αναγκαία και άρα δυνητικά εύκολο να προκύψει, κι όλο καθυστερεί, παραμένοντας απλώς μια στιγμή που δεν έχει χρονικό προσδιορισμό, μόνο πρακτική σημασία.
Μετά το πρώτο γεγονός, δηλαδή το ποσοστό του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και όχι την πολιτική σημασία που αυτό είχε, υπάρχουν κάποιες συνέπειες, πραγματικές και συμβολικές. Οι άμεσες πραγματικές συνέπειες ήταν κυριολεκτικά μηδενικής σημασίας, ατελέσφορες και αυτοταπεινωτικές για έναν λάο που προσποιήθηκε για λίγο ότι αντιστέκεται. Οι συμβολικές όμως εξακολουθούν να υπάρχουν στην σφαίρα της παγκόσμιας σκέψης. Δεν είναι δυνατόν να καταπνίγηκε τόσο εύκολα η άρνηση εκείνη, αλλά ακόμη κι αν αυτό συνέβη, υπάρχουν τα εφόδια για να αναζωπυρωθεί με την ισχύ που της άρμοζε εξ αρχής.
Με τα εξοντωτικά μέτρα που λαμβάνονται από την εγκληματική συμμορία, υπάρχουν δύο ακραία -αλλά όχι απίθανα- ενδεχόμενα: είτε η κοινωνία ως οντότητα θα πάρει μια παραμορφωμένη όψη που την εξαναγκάζουν να πάρει, όπως ακριβώς μια εύπλαστη επιφάνεια παραμορφώνεται σε συγκεκριμένα σημεία και με συγκεκριμένες διαβαθμίσεις ανάλογα με την πίεση που της ασκείται, είτε λόγω της υψηλής πίεσης θα εκραγεί κατά πάντων.
Τα δύο αυτά ενδεχόμενα αποτελούν ακρότητες. Τα ενδιάμεσα αυτών ενδεχόμενα είναι θεωρητικά άπειρα, πρακτικά όμως δεν διαφέρουν ιδιαίτερα μεταξύ τους και άρα η μελέτη τους δεν έχει σοβαρή σημασία. Οι ακρότητες, όμως, δεν είναι δεδομένα απίθανα. Τουναντίον, σταθερά μέχρι σήμερα αποδεικνύεται ότι ακόμη και οι πιο ακραίες προβλέψεις δεν μπορούν να συλλάβουν την ακρότητα των αποτελεσμάτων και εκ των υστέρων μοιάζουν μετριοπαθείς.
Το πρώτο είναι καταδίκη, όπου, αν το δεχτούμε, θα εξασθενίσει παντελώς και σταδιακά μέσα στον καθένα η πρόθεση για αντίδραση και ανατροπή του σαθρού καθεστώτος, το οποίο έχει ριζώσει μέχρι τελεύταιας ρανίδος στην ελληνική πραγματικότητα. Θα μείνουν μόνο ελάχιστοι να σχολιάζουν τα γεγονότα και μερικοί ακτιβιστές να φωνάζουν χωρίς περιεχόμενο, ενώ οι εγκληματίες θα ξεπουλάν τα πάντα και θα εξαθλιώνουν στον μέγιστο βαθμό κάθε ον που φέρεται ως άνθρωπος ακόμη σε αυτήν την εδαφικότητα.
Το δεύτερο, όμως, ενδεχόμενο είναι το δεύτερο αναγκαίο γεγονός, η συνέπεια της συμβολικής σημασίας του πρώτου γεγονότος. Από την ανυπόφορη εξαθλίωση που θα επιφέρουν οι ευρωναζιστικές πολιτικές, η οντότητα της κοινωνίας ως όλον θα αντιδράσει επαναστατικά και καταστρεπτικά, γκρεμίζοντας κάθε σπιθαμή του παλαιού καθεστώτος που πολλοί φαντάστηκαν ότι εξαλείφθηκε τον Γενάρη του ’15. Με έκρηξη από άκρη σε άκρη, πολιτική των πολιτών εν εξάλλω να επιβάλλει μια δημιουργική καταστροφή, με μαζικές στάσεις πληρωμών, κατάληψη δημόσιων υπηρεσιών, ανελέητο κυνηγητό και βία κατά των ενόχων κάθε απόχρωσης και φορέα, μέχρι εκεί που δεν ξέρουμε, γιατί το αποτέλεσμα της δημιουργικής καταστροφής είναι αδύνατο να προβλεφθεί, σε αντίθεση με το αποτέλεσμα της οδυνηρής καταστροφής που επιβάλλεται από την ευρωναζιστική συμμορία τώρα, το οποίο είναι ξεκάθαρο.
Για να γίνει ένα τέτοιο κοσμοϊστορικό γεγονός, προϋποτίθεται η επιθυμία των πολιτών. Μια επιθυμία για “κάτι άλλο” που δεν αντέχει άλλο να καταπιέζεται. Η επιθυμία και μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει μια τέτοια έκρηξη μεγατόνων, σε αντίθεση με τους σημερινούς αντιστασιακούς που νομίζουν ότι οι επαναστάσεις γίνονται από κάποιο καθήκον.
Χρειαζόμαστε ένα τέτοιο γεγονός που θα αποτελέσει μια μοναδικότητα πιο πολύ από ποτέ. Η εμφάνιση του να είναι απότομη και απρόβλεπτη, ώστε να προκαλέσει τρόμο στους κυβερνώντες. Η ισχύς του ανυπολόγιστη και πολυεπίπεδη, για να μην μπορεί να κατασταλεί με κανέναν τρόπο. Από ανέργους, εργάτες, αγρότες, ελευθεροεπαγγελματίες και δημόσιους υπαλλήλους, μέχρι μαθητές, φοιτητές και διανοούμενους, πρέπει να τους συμπεριλάβει όλους, να τους ενώσει σε μια μαζική και απόλυτη κίνηση με μοναδικό στόχο την ανατροπή της ευρωναζιστικής κατοχής.
Τώρα φαίνεται γιατί τα υπόλοιπα ενδεχόμενα είναι όλα μετριότητες και ιστορικά ανάξια λόγου.
Όποιος ελπίζει ακόμη στην ανατροπή των αισχρών πολιτικών που ακολουθούνται με δημοκρατικά μέσα, δηλαδή με τρόπους που το ίδιο το σύστημα διυλίζει και τροποποιεί βάσει των παραμέτρων του, απλώς θα συνεχίσει να βρίσκεται προ εκπλήξεως κάθε φορά που θα του ζητούν να πληρώσει με την υγεία του, το σπίτι του, την οικογένεια του, τον ίδιο.
Χρειαζόμαστε αυτό το μοναδικό γεγονός και το χρειαζόμαστε γρήγορα. Σε όποιον ακόμη δεν έχει ξυπνήσει μέσα του η επιθυμία, χάνει την αρχή του έργου και διακινδυνεύει το να μην το παρακολουθήσουμε όλοι. Πρέπει να οριστεί η αρχή της στιγμής. Ο καθένας ας την ορίσει για τον εαυτό του. To εύφλεκτο υλικό όλο και αυξάνεται. Το μόνο που ταιριάζει τώρα στο σκηνικό είναι μια σπίθα.