Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Κάτι ήξερε ο καλλιτέχνης, όταν έλεγε «ο διάβολος έχει πολλά παγκάρια»… Και πολλά και απύθμενα, θα έλεγα εγώ. Με μία απαραίτητη προσθήκη. Στην περίπτωσή μας, όλα τα παγκάρια, που θρέφονται από την παμπάλαια απάτη των ψευδο-λειψάνων και ψευδο-κειμηλίων, αποδεικνύονται όχι απλά «θαυματουργά», αλλά και επιδέξια να κυοφορούν δαιμόνια φαντάσματα, που στοίχειωσαν μέχρι και τις πρώτες ανάσες της Χριστιανικής εκκλησίας. Γι’ αυτό και ο Κυρ.Σιμόπουλος, στο εμβληματικό του έργο «Η διαφθορά της εξουσίας» (σ. 469, σημ. 2) επισημαίνει τα χαρίσματα του «πρώτου διδάξαντα», και «μέγα εμπνευστή» της σχετικής κομπίνας, της επονομαζόμενης και ως «Σιμωνία»: «Στη Σαμάρεια της Ιουδαίας, ένας μάγος, ο Σίμων – απ’ όπου και όρος – βλέποντας ότι «δια της επιθέσεως των χειρών» των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννη επί της κεφαλής των νεοφώτιστων Χριστιανών «δίδοται το Πνεύμα το Άγιον», προσπάθησε να τούς δωροδοκήσει για ν’ αποκτήσει και εκείνος αυτή τη δύναμη (Πράξεις η’, 18-19)». Έκτοτε, η Ιστορία αποκαλύπτει πως εκείνος ο παλιός, απατεώνας Μάγος εγκαινίασε μία βαθιά σκοταδιστική, εκκλησιαστική παράδοση, εμπνέοντας και αναρίθμητους άλλους, επίδοξους διαδόχους να συνεχίσουν στα δικά του, χρυσοφόρα βήματα.
Επειδή, πάντως, «ο διάβολος κρύβεται συνήθως στις λεπτομέρειες» – όπως αρέσκονται να βαυκαλίζουν οι γραφικοί – ιχνηλατώ το αποτύπωμα της λέξης «Σιμωνία», προκειμένου να εμβαθύνουμε στις γενεσιουργές αίτιες, που εξάπτουν την παθογένεια αυτού του άρρωστου «σώματος»… Σύμφωνα, λοιπόν, με το λήμμα Μπαμπινιώτη, η έννοια «Σιμωνία» αφορά (διευρυμένα): «α) την εμπορία της Θείας Χάριτος ή ιερών αντικειμένων, εικόνων, αγίων λειψάνων, ακόμη και της Θείας Ευχαριστίας, και β) την εκμετάλλευση της θρησκευτικής πίστης για οικονομικά οφέλη, (σχετική είναι η χειροτονία, είτε η προαγωγή κάποιου θρησκευτικού λειτουργού, κατόπιν δωροδοκίας)». Άρα, το δεσπόζον κίνητρο που παρακινεί τους αναρίθμητους, ανά τους αιώνες, θιασώτες του Σίμωνα, ώστε να συνεχίσουν απτόητοι το «θεάρεστο» έργο της εν λόγω «επιχείρησής», είναι αφενός η φιλοχρηματία, αφετέρου, η ποδηγέτηση των πιστών από το κνούτο της εκκλησιαστικής εξουσίας. Πλην όμως, οι επίδοξοι εκμεταλλευτές της Χριστιανικής διδασκαλίας, αυτή τη φορά, χρησιμοποίησαν για την καλύτερη χειραγώγηση του ποιμνίου, όχι ένα δερμάτινο μαστίγιο, που να καταλήγει σε μεταλλικά σφαιρίδια (βλ, knut, Τσαρική Ρωσία), αλλά απεναντίας, ένα αδιόρατο φίλτρο, που να φωλιάζει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή ∙ το φίλτρο της Πίστης, που συνυφαίνεται με την ενδόμυχη ανάγκη των Χριστιανών να εναρμονίσουν – να «νοικοκυρέψουν», δηλαδή, τη ζωή τους – ακολουθώντας τα βήματα του μεγάλου Ψαρά.
Χωρίς, λοιπόν, την παραμικρή πρόθεση εντυπωσιασμού, παραδέχομαι πως θα χρειαζόμουν αρκετές μέρες, προκειμένου να επαληθεύσω ποιά από τα παραδείγματα της «Σιμωνίας» – ειδάλλως της Χριστ-εμπορίας – όντως ευσταθούν, είτε σαν γεγονότα είτε σαν ανέκδοτα, διότι, πράγματι, τα διαχρονικά «συλλεκτικά τεμάχια» αυτού του φαινομένου είναι ανεξάντλητα, όσο και η ευρηματικότητα των ευφάνταστων, εκκλησιαστικών απατεώνων. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Χριστός μπορεί, μεν, ως άνθρωπος να διέθετε, για παράδειγμα, ένα αφαλό, εντούτοις, στη Γαλλία, (στις πόλεις Κλερμόν και Σαλόν), θρυλείται πως διασώζονται τουλάχιστον δύο «Ιεροί» αφαλοί, για μην υπολογίσουμε τον τρίτο, Ιταλικής προελεύσεως. Διεκδικώντας, μάλιστα, την ίδια δόξα, οι «σεβάσμιοι πατέρες» στην εκκλησία του Αγίου Παύλου της Ρώμης καυχώνται με τη σειρά τους, για τη θαυματουργή τους «πραμάτεια», κομπάζοντας πως διασώζουν, δήθεν, τ’ “άγια σπάργανα του Χριστού”, ενώ, στο αντίστοιχο «μπακάλικο» της πόλης Άαχεν, οι Γερμανοί περηφανεύονται πως διαθέτουν, τάχατες, τα δικά τους, “Άγια σπάργανα”. Ταξιδεύοντας, τώρα, στη Μόσχα, οι αφελείς αυθυποβάλλονται πως προσκυνούν “αίμα του Χριστού” – διασώζεται σε μπουκάλι, όπως και το γάλα της Θεοτόκου – ενώ αν, για καλή σας τύχη, βρεθείτε στην εκκλησιά του Ευαγγελισμού της Μόσχας, ο Εωσφόρος θα συντριβεί κατά κράτος, γιατί εκεί «διασώζονται τρίχες από τα γένια του Λυτρωτή»! Για να μην ξεχάσουμε, βεβαίως, το μπουκαλάκι με τα «δάκρυα του Χριστού», (το διαθέτει η ευλογημένη Γαλλική πόλη Βαντόμ), ή τις 14 στάμνες από το θαύμα της Κανά, καθώς και τους δεκάδες «ιερούς χιτώνες», που, ως γνωστό, διέθετε η πολυτελής γκαρνταρόμπα του Θεανθρώπου… Όλα τους, ψευδο-κειμήλια, πάνσεπτα και άχραντα, αλλά προπάντων, όλα εν αφθονία, όπως αρμόζει στη λαρτζοσύνη του Ύψιστου.
Αν, πάραυτα, δυσπιστείς στις παραπάνω ανεκδοτολογικές περιπτώσεις, γιατί τις θεωρείς φαιδρές ή έστω κωμικοτραγικές, τότε, η στοιχειοθετημένη αναφορά του Κ.Σιμόπουλου, από το βιβλίο «η Διαφθορά της εξουσίας», πιθανότατα και να σε αφήσει άναυδο: «Πανούργοι ρασοφόροι που καπηλεύονταν την ευλάβεια των πιστών επιδίδονταν στην αναιδέστερη μορφή Χριστεμπορίας με αγοραπωλησίες πλαστών αγίων λειψάνων και κειμηλίων. Μυριάδες ήλους του σταυρού (καρφιά) και άκανθες από τον στέφανο του μαρτυρίου, φορτία αμέτρητα «τιμίου ξύλου και αμέτρητες κάρες του ίδιου αγίου. [Εδώ, ξεχωρίζει σαν φαινόμενο χυδαίας εκμετάλλευσης το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, γιατί, επί Ενετοκρατίας, υπήρξε «ιδιοκτησία» μίας οικογένειας, που το μεταβίβαζε από γενιά σε γενιά ως κληρονομιά ή προίκα, αξιοποιώντας το ως αληθινή εμπορική επιχείρηση. Χαρακτηριστικό, δε, ένα προικοσύμφωνο, στο οποίο, αφού πρώτα «καταγράφονται αναλυτικά οι «μαξιλαριές», τα «προσκεφαλάδια», τα «τουβαγιόλια», οι «εμπόλιες» και τα «ελαϊκά δένδρη», ερχόταν και η σειρά του αγίου…» Και το προικώο του γάμου συνεχίζει: «Ομοίως δε της δίδω ως προίκα το τίμιον και άγιον λείψανον του Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού, όλον καθώς ευρίσκεται» (για να μην το κατακερματίσουν» (όπ. πριν, σελ.97)]. Αν, τώρα, διακτινιστούμε στην Κωνσταντινούπολη, «εκεί καλούσαν τους ξένους επισκέπτες να προσκυνήσουν το κλαδί της ελιάς που έφερε στην κιβωτό του Νώε το περιστέρι μετά τον κατακλυσμό, τη σάλπιγγα του Ιησού του Ναυή που γκρέμισε τα τείχη της Ιεριχούς, καλάθια με τους άρτους που ευλόγησε ο Χριστός στον εν Κανά γάμο, το λίκνο του Ιησού, τη ζώνη, το ραβδί και τα εργόχειρα της Παναγίας, τα πριόνια που χρησιμοποίησαν για την κατασκευή του Σταυρού, αλυσίδες και αμπάρες από τη φυλακή του απόστολου Παύλου, τα φτερά των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, τρίχες από τα γένια του Χριστού, τη σχάρα που ψήθηκε ο άγιος Λαυρέντιος…» (σ.471,σημ.18)
Μακρά και ιλιγγιώδης, η λίστα στο «Γιουσουρούμ» των θρησκευτικών συμβόλων. Κανείς, εν τέλει, δεν παραπονιέται. Ούτε οι αγγελιοφόροι της Θείας Χάριτος, ούτε καν οι διψαλέοι πιστοί. Γιατί, αν κάποιος διερευνήσει πώς αλληλοδιαπλέκονται οι δύο παραπάνω πόλοι – κοντολογίς, ποιο είναι το έμφυτο «κλειδί» των πιστών, που εκμεταλλεύεται με τόση μαεστρία η χρυσοτόκος επιχείρηση «Θεία θαύματα Α.Ε» – σίγουρα θα καταλήξει στις ίδιες αρχέγονες ανάγκες: ο πόνος, η οδύνη, η αγωνία για το αύριο, ο φόβος του θανάτου, η εγγενής αδυναμία ∙ γενικότερα, τα πάθη, που συνοδεύουν και στοιχειώνουν το βίο των θνητών. Εξάλλου, ο γήινος δρόμος, υπήρξε ανέκαθεν τραχύς, επώδυνος, αβέβαιος, και προπάντων αινιγματικός, πόσο μάλλον αν πρόκειται για οντότητες φθαρτές, ίσως και καταδικασμένες, εκ της ίδιας της γεννήσεως, και της φύσεώς τους. Γι’ αυτό, και συχνά, η απεγνωσμένη επίκληση του Θείου, ακόμη και αυτή η εμμονική αναζήτηση του θαύματος, ενέχουν σπερματικά την εύλογη, ανθρώπινη επιθυμία ν’ ανακουφιστεί, επιτέλους, το δέος, και ταυτοχρόνως, ο τρόμος, ο φόβος, η οδύνη απέναντι στο απροσμέτρητο, το ανεξήγητο, το μεταφυσικό ∙ όλα, δηλαδή, εκείνα τα ψήγματα, που διέπουν την προσήλωση στο ανυπέρβλητο μυστήριο του Θείου, του Επέκεινα…
Η πίστη, η συνομιλία με το Θείο, η αναζήτηση του θαύματος, σ’ έναν κόσμο εκκωφαντικής μοναξιάς… Πέρα από κάθε αμφιβολία, η επίκληση του εγκόσμιου «θαύματος», δεν συνιστά ούτε φρέσκο νέο, ούτε καν αποκλειστικότητα ή προνόμιο ενός δόγματος. Αρκεί κάποιος να στραφεί στα «Τοπικά» του Αριστοτέλη (Βιβλίο 5, 123b), όπου και περιέχεται η φράση «κατά μέθεξιν υπάρχει». Διότι η δυνατότητα, αλλά πρωτίστως το δικαίωμα του ανθρώπου να μετέχει (καλύτερα να συμμετέχει), άρα και να υπάρχει εντός του Θείου, τούτος ο σύνδεσμος «επιτρέπει» και στους εκάστοτε απατεώνες της χριστιανικής Εκκλησίας να ασελγούν επί του ιερού θυσιαστηρίου. Και είναι ακριβώς αυτό το μεταίχμιο ανάμεσα στο Θείο και το Ανθρώπινο, όπου αρχικά «η αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα, αλλά και αργότερα η χριστιανική πατερική σκέψη εξέτασαν τη δυνατότητα μεθέξεως (συμμετοχής) των ανθρώπων αλλά και των ζώων και των φυτών και της ανόργανης ύλης, στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Το θαύμα, επομένως, επί ενός υλικού αντικειμένου οφείλεται στη μέθεξή του σε μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχουν οι περιορισμοί του αισθητού κόσμου… Άρα, η λαϊκή ευσέβεια επί των υλικών αντικειμένων εκφράζει μια φιλοσοφημένη και ολιστική προσέγγιση του κόσμου, τόσο της αρχαίας ελληνικής, όσο και της πατερικής εκκλησιαστικής παράδοσης».
Διανύοντας μία πρωτόγνωρη κρίση, οικονομική και συνάμα πολιτιστική, δε θέλει ιδιαίτερη σοφία, προκειμένου να κατανοήσουμε, γιατί παροξύνθηκε προσφάτως η «παρέλαση» των ποικίλων ψευδο(;)λειψάνων, καθώς και των λοιπών θρησκευτικών κειμηλίων. Αποτελεί κοινό μυστικό πως «αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια», γιατί πολύ απλά ο μέσος Έλλην, αντί να προσφύγει στην παρακαταθήκη της γνώσης, προτιμά συνήθως κάτι ληγμένα λιβάνια! Το έργο φαντάζει παλιό, και γνώριμο για τους ντόπιους ιθαγενείς. Από την μία, το πλήθος των πιστών αγωνιά, ελπίζει, αγωνίζεται, ενώ από την άλλη, οι διάσπαρτοι απόγονοι του παλιού Σίμωνα, με προεξάρχοντα τον αδίστακτο και ασύδοτο, Βατοπεδινό Εφραίμ, καιροφυλακτούν, ώστε να ξεζουμίσουν πρώτα την ψυχή, και κατόπιν, τα πουγκιά και τα παγκάρια των αφελών ή των ανυποψίαστων… Όπως το είχε περιγράψει πριν καιρό, και ο ποιητής: «Έρχονται οι αγνοί, οι ανυπόκριτοι. Οι βιαστές, οι αμέτοχοι, οι αθώοι. Οι ληξίαρχοι των ημερών. Έρχεται το μεγάλο παρανάλωμα.»
Ενώπιον αυτής της δυσοίωνης προοπτικής, ο καθείς δεν έχει παρά ν’ αντισταθεί στους νέους επίδοξους «σαλπιγκτές». Ενάντια στο θίασο «των επίλεκτων κλάσεων του μέλλοντος», ώστε να μην καταντήσει να γίνει φερέφωνο, ένας απλός θεατής… «Ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος. Με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός». Διότι, αν, ό μη γένοιτο, σημάνει τούτη η ώρα, τότε, κανένα λείψανο, κανένα θαύμα, κανένας μεσάζων, καμία «επουράνια» επιχείρηση δε θα επαρκεί ως «σανίδα» σωτήριας διαφυγής.