Από την Αναστασία Καραγιαννοπούλου
Αποσπάσματα
Ιούνιος 1998
«Γιατί να ξυπνήσω σήμερα; Τι νόημα έχει να σηκωθώ, να ντυθώ, να γίνω αντιληπτός; Δε με ενδιαφέρει. Θα έπρεπε να με ενδιαφέρει; Τι σημαίνει πρέπει; Ποτέ δε μου άρεσαν τα πρέπει. Δεν τα καταλαβαίνω. Δε βρίσκω νόημα στα πρέπει. Δεν είμαι έτσι κάθε μέρα. Σήμερα είναι ακόμη μια κακή μέρα. Κάποιες μέρες είναι πιο εύκολη η εύρεση κινήτρου και νοήματος. Υπάρχουν στιγμές διαύγειας που παρέχουν το έρεισμα, την κινητήριο δύναμη που χρειάζομαι. Δε βιώνω πια τέτοιες μέρες. Σήμερα κυριαρχεί ένα άλλο είδος διαύγειας, μια νιχιλιστική διαύγεια, εκμηδενισμού των πάντων. Είναι περίεργο το πώς αντιλαμβάνομαι σχεδόν από την αρχή της ημέρας την εξελικτική της πορεία. Είναι σαν να προδιαγράφεται άλλη μια ανούσια ημέρα. Προβλέπω το θάνατό της στη δύση του ήλιου χωρίς να έχω επιτύχει να τη νοηματοδοτήσω. Για μένα βέβαια η ημέρα ξεκινά το μεσημέρι καθώς το κιρκαδιανό μου ρολόι είναι εντελώς δυσλειτουργικό. Ο απορρυθμισμένος ύπνος μου με εξαντλεί.
Ξέρεις τι άλλο παθαίνω; Δεν κατανοώ τη στωική χαρά των ανθρώπων γύρω μου. Δείχνουν ανενόχλητοι και ευτυχείς ενώ εγώ όντας παρατηρητής τους δε βρίσκω κανένα λόγο που να εξηγεί τη χαρά τους. Αντιθέτως, θα ήμουν βαθιά καταθλιπτικός εάν βρισκόμουν στη θέση τους. Η γειτόνισσα που βλέπω να απλώνει τα ρούχα της τώρα στην απέναντι πολυκατοικία. Μια άχαρη, παχύσαρκη γυναίκα με μεγάλα κόκκινα μάγουλα. Μονίμως φορά ένα μαύρο κομπινεζόν σαν να έχει μόλις βγει από την μπανιέρα και καπνίζει αρειμανίως. Κλασικό πρότυπο παρηκμασμένης νοικοκυράς, παντρεμένη 25 χρόνια, διαμένει σε ένα παλιό τριάρι με τον ταγμένο φασίστα άντρα της και τους δύο αιώνιους φοιτητές γιους της. Βρες μου ένα λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένη αυτή η γυναίκα. Κι όμως είναι ευδιάθετη πάντα και γελά υστερικά.
Το υστερικό της γέλιο καταφέρνει και καλύπτει τον ήχο της τηλεόρασής της που βρίσκεται πάντα στη δια πασών και ακούγεται σε όλο το συγκρότημα. Ο μόνος λόγος που γνωρίζω τις οικογενειακές της ιστορίες είναι διότι αρέσκεται στο να φλυαρεί και να τις μοιράζεται με μία ανεξήγητη υπερηφάνεια. Πώς είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται τη μίζερη υπόστασή της και την αποτυχία που την περικυκλώνει; Πως γίνεται να μην έχει πηδήξει από τον έβδομο όροφο ακόμα; Τι την κρατά τόσο ζωντανή και ιλαρή; Και μπροστά στην άγνοια της μίζερης ζωής της, της ψευδαίσθησης που τη διακατέχει, επωμίζομαι εγώ το βάρος της ύπαρξής της. Της ανούσιας ύπαρξής της. Θλίβομαι ακόμα περισσότερο από την έλλειψη διαύγειας και εναισθησίας που τη χαρακτηρίζει με αποτέλεσμα να φορτώνομαι τη δυσβάσταχτη θλίψη της υπόστασής της, που αμφιβάλλω εάν θα βιώσει ποτέ ή εάν έχει την ικανότητα να βιώσει. Και είναι τόσοι πολλοί γύρω μου που πάσχουν από υπαρξιακή άγνοια. Μακάρι να μην τους εντόπιζα ποτέ. Μακάρι να μην έθετα αυτά τα κριτήρια. Μακάρι να εθελοτυφλούσα και εγώ με τόση δεινότητα. Αμφιβάλλω για το εάν εθελοτυφλούν, διότι πρόκειται για μία μεταγνωστική διεργασία που προαπαιτεί την αναγνώριση της κατάστασης και τη συνειδητή επιλογή της απώθησής της. Πρόκειται για μία ικανότητα συνειδητοποίησης και ενάργειας, την οποία πολλοί δε διαθέτουν, που τους καθιστά ακόμα πιο τραγικές φυσιογνωμίες. Θέλω να τους αφυπνίσω αλλά δεν έχω την ενέργεια.
Είμαι πολύ επικριτικός με τους άλλους, στοιχείο προσωπικότητας που σύμφωνα με πολλούς δε με καθιστά ιδιαίτερα ικανό ως ψυχοθεραπευτή (έχω πάψει να εργάζομαι ως ψυχοθεραπευτής εδώ και δύο χρόνια) αλλά είμαι το ίδιο επικριτικός ίσως και παραπάνω με τον εαυτό μου που με οδηγεί σε ένα ατέρμονο αίσθημα του ανικανοποίητου. Αυτό ισχυρίζεται ο ψυχαναλυτής μου. Του έχω πει ότι δε θεωρώ τον εαυτό μου πεσιμιστή per se απλά έχω μία εξαιρετικά άκαμπτη, πραγματιστική οπτική με κυνικές εκβολές. Μπορεί να κάνω λάθος. Αλλά ας μην αναφερθούμε στη συνεχή αμφισβήτηση εαυτού και στο αίσθημα κενότητάς μου, διότι εκεί πληρώ όλα τα κριτήρια που προτάσσει η διάγνωσή μου. Σιχαίνομαι τα διαγνωστικά κουτάκια. Αποπροσανατολίζουν και προβάλλουν άλλες διαστάσεις που δεν εστιάζουν στην ουσία των πραγμάτων. Το ίδιο έλεγα και στους ασθενείς μου. Ο ψυχαναλυτής μου είναι ψυχοδυναμικής κατευθύνσεως. Εστιάζει εμμονικά (που αλλού?) στη σχέση που είχα με τη μητέρα μου. Τα περισσότερα φαίνεται να τα ανάγει στην προβληματική σχέση με τη μητέρα μου, αλλά ακόμα και να ευθύνεται εξ ολοκλήρου η μητέρα μου, δεν αμβλύνεται το αίσθημα κενότητας που νιώθω το πρωί. Κάποιοι λυτρώνονται μέσα από την αναζήτηση των αιτίων. Εγώ δε βρίσκω καμία λύτρωση στο αίτιο.
Νιώθω διαρκή κόπωση. Σωματική και ψυχική κόπωση. Με παντελή έλλειψη κινήτρου. Αυτό-ματαίωση. Νιώθω σαν να τα έχω ζήσει όλα αλλά και τίποτα μαζί. Βράζει κάτι μέσα μου και θέλει να εκλυθεί βίαια και ασυγκράτητα αλλά δε βρίσκει διέξοδο. Και δεν αναφέρομαι στο σπέρμα μου αν και παραμένει αποτελεσματικός τρόπος εκτόνωσης συσσωρευμένης λιμπιντικής ενέργειας. Ακόμα και αυτό όμως δε με ικανοποιεί απόλυτα, ούτε διεγείρομαι απόλυτα. Εκσπερματίζω, βιώνω τον οργασμό αλλά δεν αντλώ την ηδονή που θα ήθελα να αντλούσα. Είναι βραχύβιας διάρκειας και πολύ μικρότερης εντάσεως και ισχύος. Οι αισθήσεις μου βρίσκονται σε λήθαργο. Δε βιώνω τίποτα καλό ή κακό στο βαθμό που το βίωνα παλαιότερα. Οι αισθήσεις μου νωχελικές, μετριάζουν τα πάντα γύρω μου. Οι αντιδράσεις μου ισοπεδωμένες. Το περιβάλλον και τα ερεθίσματα γύρω μου εξασθενούν, αποχρωματίζονται. Αποκτούν όλα ένα χρώμα, ένα διαπερατό γκρι, μονότονο χρώμα του οποίου αποτελώ προέκταση.
Νιώθω ανηδονία. Η απόλυτη έλλειψη ικανοποίησης για τα πάντα. Ακόμα και για τα πράγματα που με ευχαριστούσαν στο παρελθόν. Το συναίσθημα που επικρατεί είναι επίπεδο. Είμαι παθητικός θεατής της ζωής μου. Κάπου έχασα τη θέληση μου για ηδονή, για ζωή. Δεν έχω επιθυμίες. Είναι τρομακτικό να μην έχεις επιθυμίες. Οι επιθυμίες σου είναι η φωνή που σε κινητοποιεί, σε διοργανώνει, σε κατευθύνει. Εγώ δεν έχω φωνή, έχω αδρανοποιηθεί. Έχω ηττηθεί ολοκληρωτικά, έχω κατακερματιστεί. Κοιτώ το κενό αλλά δεν έχω τη δύναμη να αφεθώ.
Οκτώβριος 1998
Είμαι άυπνος τρεις μέρες τώρα. Ξεχνώ να κοιμηθώ ή μάλλον δεν έχω την ανάγκη να κοιμηθώ. Νιώθω ότι η μέρα δεν είναι αρκετή για να κάνω όλα όσα θέλω. Βρίσκομαι σε συνεχή διέγερση. Οι σωματικές και διανοητικές δυνάμεις μου είναι ανεξάντλητες. Με διεγείρουν τα παραμικρά ερεθίσματα και με κάθε ευκαιρία προκαλώ τη διέγερση μου αντιληπτικά, λιμπιντικά, συναισθηματικά.
Νιώθω πως αν με πάρει ο ύπνος θα χάσω αυτή την ευφορική ανάταση και απύθμενη ζωτικότητα. Είμαι ένας άλλος εαυτός. Αντλώ ηδονή από τα πάντα γύρω μου. Άνθρωποι και καταστάσεις επιβεβαιώνουν τη μεγαλειώδη υπόστασή μου. Προβάλλω το μεγαλείο μου. Γίνονται καθρέφτες του Εγώ μου.
Αντλώ ακόρεστη ηδονή από ριψοκίνδυνες συμπεριφορές και κάθε νέο ερέθισμα είναι εντονότερο από το προηγούμενο. Σκοπός μου είναι να ικανοποιήσω κάθε μου παρόρμηση στον υπέρτατο βαθμό. Απελευθερώνω τις καταπιεσμένες σεξουαλικές ενορμήσεις μου. Και το καταφέρνω διθυραμβικά. Οργασμούς που δεν έχεις νιώσει ποτέ σου.
Μια ασύστολη και συνάμα δημιουργική ενόρμηση έχει εκπορθήσει το μυαλό μου και με κατευθύνει. Το Εγώ μου αποκτά αξία, τεράστια αξία. Μπορεί να υπερνικήσει τα πάντα. Το πέος μου είναι δυνατό. Με έχει κυριεύσει μια ακόρεστη ανάγκη για ζωή. Νιώθω αθάνατος.
Ο λόγος μου αποκτά ισχύ. Οι σκέψεις μου γίνονται ηχηρές. Μπορώ να αλλάξω τα πάντα στο περιβάλλον μου. Να επηρεάσω. Να υποτάξω. Να δημιουργήσω. Οι πράξεις μου αποκτούν δυσθεώρητες διαστάσεις υποθάλποντας τη μεγαλομανία μου. Μπορώ να διαλύσω την πόλη ολόκληρη και να τη δημιουργήσω εκ νέου.
Τα πάντα γύρω μου είναι έντονα και κελευστικά. Οι γεύσεις εντονότερες. Οι ήχοι ισχυρότεροι. Οι εικόνες ελκυστικές και ζωηρές. Προσέχω λεπτομέρειες στο δρόμο που αγνοούσα πριν. Εμπνέομαι από τον κατακλυσμό ερεθισμάτων. Θέλω να εξερευνήσω. Να γράψω. Βιώνω τη διονυσιακή έκσταση. Θέλω να απορροφήσω τα πάντα μανιωδώς. Ενδίδω στις μανίες μου. Τις αφήνω να με κατευθύνουν ολοκληρωτικά και τις καλώ να με συντρίψουν.
Οι αισθήσεις μου βρίσκονται σε υπερδιέγερση. Οι παρορμήσεις μου υποδαυλίζουν τις σκέψεις μου. Οι σκέψεις μου καλπάζουν. Το σώμα μου είναι άτρωτο. Είμαι πιο ζωντανός από ποτέ.
Γενάρης 1999
Γιατί να ξυπνήσω σήμερα; Τι νόημα έχει να σηκωθώ, να ντυθώ, να γίνω αντιληπτός; Δε με ενδιαφέρει. Θα έπρεπε να με ενδιαφέρει; Τι σημαίνει πρέπει; Ποτέ δε μου άρεσαν τα πρέπει. Δεν τα καταλαβαίνω. Δε βρίσκω νόημα στα πρέπει….»