Αναφορικά με το Χαλιφάτο: μια νεωτερική εξέγερση στη νεωτερικότητα.
«Τρόμος δίχως αρετή είναι όλεθρος
και αρετή δίχως τον τρόμο είναι αδυναμία»
Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος
Δίχως αμφιβολία, οι ιδρυτικοί πατέρες του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (εφεξής ΙΚ) δεν θα έφερναν αντίρρηση να χρησιμοποιήσουν τα παραπάνω λόγια για να εκθέσουν το σκεπτικό επάνω στο οποίο χτίζουν το Χαλιφάτο τους. Έξαλλου, ήδη στο σύνταγμα του ΙΚ, στο σημείο που θεσμοθετεί την ύπαρξη των ένοπλων θρησκευτικών και τοπικών πολιτοφυλακών, αναφέρουν ρητά πως ιδρύονται προκειμένου «να εφαρμόζουν την αρετή και να τιμωρούν τη μοχθηρία». Η βία είναι αυτή που θα εφαρμόσει την αρετή. Σχεδόν αντιγράφουν τη φράση του Ροβεσπιέρου από τον λόγο του στην Εθνοσυνέλευση την περίοδο έναρξης του λεγόμενου «Τρόμου» (La Τerreur). «Στην αρετή και τον τρόμο θεμελιώνουμε την επαναστατική μας διακυβέρνηση».
Για το ΙΚ, Ισλάμ και Τρόμος εμπλέκονται στην ίδια εκ των επαναστατικών συνθηκών αναγκαστική σύζευξη που αντιλαμβανόταν και ο Ροβεσπιέρος τη δική του «αρετή δια του τρόμου». Υπό την χρήση αυτού του ιδεολογικού μανδύα νομιμοποιούν την βία τους έναντι κάθε υπηκόου εντός της επικράτειάς τους, καθώς «ο τρόμος δεν είναι τίποτα άλλο από την καίρια, αυστηρή και άτεγκτη δικαιοσύνη» και απευθύνουν μήνυμα σε οποιονδήποτε εκτός της περιφέρειάς τους τούς επιβουλεύεται και αμφισβητεί την κυριαρχία τους. Ως προς αυτό το σημείο βέβαια ουδεμία καινοτομία, εφόσον αυτή η διαδικασία είναι ουσιαστικά ίδια κι απαράλλαχτη με τις μεθόδους των υπόλοιπων σύγχρονων εθνών-κρατών εδώ και διακόσια χρόνια επί των δικών τους πληθυσμών και των αντιπάλων τους προκειμένου να διαφυλάξουν την δική τους κυριαρχία.
Η άμεση διαφορά στα μάτια μας που γίνεται αντιληπτή από την εικόνα των Ιακωβίνων Ισλαμιστών σε σχέση με τους Ιακωβίνους προπάτορες και τους συνεχιστές τους στην Ευρώπη είναι μάλλον τεχνικής φύσης και αισθητικής εκλέπτυνσης παρά αξιολογικής ανωτερότητας, καθώς τους εναέριους βομβαρδισμούς με Mirage απ’ τη μια και τους ζωσμένους με εκρηκτικά μαχητές του ΙΚ απ’ την άλλη, τους συνενώνει ξανά η στιγμή που, είτε στη μία είτε και στην άλλη περίπτωση, αμφότερες οι ενέργειες αυτές εκφράζουν επί της ουσίας «τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αξίζει να διαπιστώσουμε είναι πως ο μύθος των περιθωριακών τρομοκρατικών ομάδων έχει καταρρεύσει. Από εδώ και στο εξής έχουμε να κάνουμε με αντικρουόμενες υφιστάμενες νομικές υπάρξεις. Ευρώπη και ΙΚ είναι ομόλογες επικράτειες.
Το γεγονός πως το ΙΚ επέστρεψε το πικρό ποτήρι του Ιακωβινισμού στον τόπο που γεννήθηκε επιβεβαιώνει, επί της ουσίας, το μέγεθος της αντανάκλασης του σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο που, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων, υποτίθεται πως εγείρει την εναντίωση του: τη νεωτερικότητα. Η ειδοποιός διαφορά μάλλον διαφαίνεται στο γεγονός ότι χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους τρομοκρατικής βίας, αντιστρέφει τα σκέλη της εξίσωσης: έτσι, αν για τον κλασικό ιακωβινισμό είναι «ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα», στην περίπτωση του μαχητικού ισλαμισμού είναι «τα μέσα που αγιάζουν τον σκοπό», είναι δηλαδή τα ίδια τα μέσα που αποπνέουν αυτήν την ιερότητα («Τζιχάντ») προκειμένου να επικρατήσει ο σκοπός του πολιτισμικού τους ριζώματος στην οικουμένη.
Από την άλλη μεριά όμως, είναι και ο δυτικός κόσμος που αδυνατεί να προσεγγίσει το ΙΚ με τρόπο άλλο εκτός από το δικό του πλαίσιο ερμηνείας με αποτέλεσμα να μειώνεται η ικανότητα του να δει στο ΙΚ μια συνεκτική αυθεντία σε επικράτεια και σε νόημα και το κρίνει μόνο κάτω από τα παραμορφωτικά κάτοπτρα του ιδεαλισμού. Σαν το ΙΚ να έπεσε μια ωραία πρωία εξ ουρανού επειδή κέρδισε απλώς την ιδεολογική μάχη της ερμηνείας του Κορανιού, πράγμα που πρακτικά σημαίνει πως για μας τους δυτικούς το ΙΚ νοείται ως τίποτε λιγότερο από μια σέχτα φανατισμένων που έχουν παρεξηγήσει το πραγματικό νόημα του Ισλάμ και το χρησιμοποιούν προκειμένου να εξωτερικεύσουν την εγκληματική τους προσωπικότητα.
Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα γνήσιο τέκνο της αποτυχίας του νεωτερικού κόσμου που, όπως στον ελληνικό μύθο ο Δίας που εκτόπισε τον Κρόνο από την υφιστάμενη ιεραρχία του κόσμου ήταν τέκνο του, έτσι και εδώ ο Ιακωβίνικος Ισλαμισμός που εκφράζει το ΙΚ είναι ο απόγονος του βιασμού που υπέστη ο αραβικός κόσμος από τη Δύση. Αυτό το τέκνο λοιπόν διεκδικεί τώρα τη χειραφέτηση από τον προπάτορα του με σκληρότητα ανάλογης ποιότητας αυτής που έχει υποστεί. Όταν για ένα αιώνα οι άραβες θεωρούνταν ενοχλητικά μιάσματα στον δρόμο για τις πηγές του πετρελαίου είναι φυσιολογικό η σημερινή γενιά να έχει μεταμορφωθεί στο τέρας που βλέπουμε. Άλλωστε, αυτό δεν είναι καινοφανές. Η βαρβαρότητα που επέδειξε η πρώτη Σταυροφορία με τη σφαγή ολόκληρου του πληθυσμού των Ιεροσολύμων το 1099 (ανεξαιρέτως θρησκευτικού δόγματος) άφησε τέτοια εντύπωση στον αραβικό κόσμο που διατηρεί την επίδραση της σε αυτούς τους πληθυσμούς μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό και η δήλωση του Τζορτζ Μπους του νεότερου σχετικά με τη «σταυροφορία κατά του Kακού» θεωρήθηκε από κάθε σοβαρό άνθρωπο αυτής της γης ως η μεγαλύτερη ανοησία που θα μπορούσε να ειπωθεί. Γιατί επανέφερε στην επιφάνεια νοήματα στον μουσουλμανικό κόσμο ενός τραυματικού παρελθόντος και τους έδειξε τον δρόμο πώς να κινηθούν ενωμένοι κάτω από τη σημαία του Τζιχάντ.
Η ηθική υπεροχή του ΙΚ: μια ζωή με νόημα
Σαφώς πιο ψύχραιμες είναι οι ερμηνείες εκείνες για το ΙΚ που ξεφεύγουν από την κυρίαρχη κυβερνητική και μηντιακή προπαγάνδα αλλά και αυτές προσπαθούν να περιοριστούν μονάχα στην απογύμνωση των δυτικών αξιών που φέρνει αυτή η εξέγερση ενάντια στις αντιφάσεις του ύστερου φιλελευθερισμού της «πολυπολιτισμικότητας», της «παγκοσμιοποίησης» και του «τέλους της Ιστορίας» αντί να δουν και να αναγνωρίσουν στο ΙΚ το οντολογικό περιεχόμενο που ενσαρκώνει. Πράγματι, στον βαθμό που η αυθεντικότητα της βίας του IΚ κάνει τους ευρωπαϊκούς φοιτητικούς κύκλους επαναστατικής γυμναστικής και τους part-time ακτιβιστές των συγκρούσεων να μοιάζουν με λυκόπουλα, η παραπάνω ερμηνεία έχει μια αληθινή βάση. Όμως, αυτή η αυθεντικότητα δεν απορρέει από το μέγεθος της βίας που εκφράζει το IΚ. Δεν είναι δηλαδή η ποσοτική διαφορά που το διακρίνει ως το πλέον αντίπαλο δέος αυτή τη στιγμή στην κυριαρχία του νεωτερικού κόσμου, όσο η ποιότητα που εκφράζει έναντι της δυτικής ιδεολογίας – η, με άλλα λόγια, σωτηριολογική διάσταση αυτής της βίας η οποία εγγυάται την προσωπική λύτρωση του πιστού αφενός και την πεποίθησή του ότι υπηρετεί έναν οικουμενικό σκοπό αφετέρου. Η πραγματική σύγκρουση απλώνεται σε ολόκληρο τον γεωγραφικό χάρτη του βόρειου ημισφαιρίου, από τα ερείπια της Παλμύρας μέχρι τις πανικόβλητες πολιτείες της Αμερικής και τις πολυσύχναστες συνοικίες του Παρισιού, και περιλαμβάνει όλους αυτούς που ασπάζονται το ριζοσπαστικό Ισλάμ και είναι oι παρίες της Δύσης.
Το κάλεσμα αυτό δεν γίνεται στη βάση εξαγγελιών οικονομικού προγράμματος όπως είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν, «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός» με αποκορύφωμα τον Ψυχρό Πόλεμο, όσο επάνω σε μια σύγκρουση κοσμικής οντολογίας. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «σύγκρουση πολιτισμών» αν ήταν ξεκάθαρο ποιος είναι ο πολιτισμός που οργανώνει το κοινωνικό είναι της Ευρώπης. Διότι, ενώ στην περίπτωση των μαχητών του ΙΚ φαίνεται ξεκάθαρα ποια είναι η φαντασιακή καταγωγή των λόγων για τους οποίους θυσιάζονται, τι είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή τους και τον θάνατό τους, είναι δύσκολο να πούμε το ίδιο και για την περίπτωση των δυτικο-ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο πόλεμος στον οποίο σύρεται αυτή τη στιγμή η συμμαχία των ευρωπαϊκών κρατών είναι ξεκάθαρα όχι για την υπεράσπιση πανανθρώπινων αξιών αλλά για την επιβολή της Ισχύος, για την ανάκτηση της αυτοπεποίθησης που επιφέρει η τεχνολογική υπεροπλία του στρατιωτικού τους συμπλέγματος. Με τις φράσεις περί «ανθρωπιστικής επέμβασης» να έχουν καταντήσει άνευ νοήματος ευχολόγια που κανείς δεν επικαλείται πλέον ούτε καν για τα προσχήματα, η ορθολογική κυριαρχία είναι το μόνο στοιχείο που δείχνει να κινητοποιεί τον σημερινό νεωτερικό κόσμο. Τα αποτελέσματα αυτής της μετάλλαξης δεν είναι ακόμα ορατά παρόλο που ήδη βλέπουμε κάποια δείγματα: στρατιωτικοποίηση των πόλεων, κατάργηση του τεκμηρίου της αθωότητας για τον μέσο μουσουλμάνο κάτοικο στις ευρωπαϊκές χώρες, περιστολή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών για λόγους ασφάλειας, πόλεμος εξολόθρευσης του αντιπάλου. Το μόνο σίγουρο είναι πως ακόμα και η θετική έκβαση αυτών των εξελίξεων για λογαριασμό της Ευρώπης θα αφήσει πίσω της όχι μόνο τα συντρίμμια του Ισλάμ αλλά και του πρότυπου της φιλελεύθερης ανοιχτής κοινωνίας.
Από τη σκοπιά ιστορικών παραλληλισμών, η κατάσταση δείχνει να θυμίζει την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και την εξολόθρευση των αμερινδιάνων ή την αντικατάσταση του παγανιστικού κόσμου από τον χριστιανικό και την αντιπαραβολή από πλευράς του Αγίου Αυγουστίνου της ζωής μέσα σε ένα corpus rei publicae από τη δική του Civitate Dei («Πολιτεία του Θεού»). Όπως τότε, έτσι κι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλά με διαφορές στη συλλογική έκφραση των σχέσεων αναπαραγωγής της κοινωνίας, αλλά με εντελώς διαφορετικές οντολογικές προσεγγίσεις για τον κόσμο, τη ζωή και το νόημα της ύπαρξης. Τούτη τη στιγμή η Δύση έρχεται αντιμέτωπη με τη συνάντηση με τον Άλλο μέσα στη δική του αλήθεια, με το πραγματικό πρόσωπο της ετερότητας – διότι ετερότητα δεν είναι η yoga και η ethnic κουζίνα αλλά η κλειτοριδεκτομή, το Τζιχάντ, οι ανθρωποθυσίες, το κυνήγι κεφαλών, τα τελετουργικά μαζικού μαστιγώματος. Και αυτή η σχεδόν ευνουχιστική αγωνία μας για το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να νοηματοδοτηθεί η κοινωνική και ατομική ζωή δείχνει πόσο κίβδηλο ήταν τόσες δεκαετίες το φιλελεύθερο κήρυγμα περί «σεβασμού στη διαφορετικότητα» και η αντίφαση της πολυπολιτισμικότητας να ανέχεται à la carte πολιτισμικές πρακτικές μόνο εφόσον αυτές εξυπηρετούν τον μαζικό κομφορμισμό.
Η ιστορία πάντως μέχρι στιγμής διδάσκει πως, όποτε βρίσκονται στο προσκήνιο αντιμέτωπες τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη γιατί αυτό που ο ένας θεωρεί νόημα ή ιερό ή ταμπού ο άλλος ενδέχεται να το αποδομεί τελείως. Κι αυτό μαρτυρά η ποιότητα των χτυπημάτων του μαχητικού ισλαμισμού. Τόσο στην περίπτωση του ρωσικού αεροπλάνου όσο και στις περιπτώσεις του Charlie Hebdo, του Bataclan, του Stade de France και του Radisson Blu στο Μαλί οι επιθέσεις δεν επικεντρώνονται σε κλασικούς πολιτικούς ή στρατιωτικούς στόχους αλλά στον «φιλελεύθερο τρόπο ζωής» της ελευθεριότητας και της ανεμελιάς: το «τρολάρισμα», το restaurant, το γήπεδο, ο τουρισμός, το ταξίδι αναψυχής, το ξενοδοχείο, η συναυλία. Να γιατί το ΙΚ και η Δύση δεν έχουν καμία άλλη εναλλακτική: ή θα εξοντώσει ο ένας τον άλλο ή θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ανυπέρβλητο φυσικό χάσμα (ένας ωκεανός) που θα τους χωρίζει, αν και με τη σημερινή τεχνολογία το δεύτερο φαντάζει απίθανο.
Το Ισλαμικό Κράτος ως αναπαράσταση και ως πραγματικότητα
Η απόσταση που μας διαχωρίζει από την εσωτερική λογική των κοινωνικών σημασιών του ΙΚ και των δογμάτων που υπηρετεί ολισθαίνει την οπτική μας αναπόφευκτα προς τον εθνοκεντρισμό, με αποτέλεσμα να συγκαλύπτουμε και να απωθούμε ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας. Η επικέντρωση του βλέμματός μας στις εικόνες φρίκης που το ίδιο το ΙΚ προωθεί προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα social media, τον θρησκευτικό φανατισμό των υποστηρικτών του και την ιδεολογική ακαμψία βάσει της οποίας φαίνεται να επιβεβαιώνεται η αφοσίωση των πιστών του είναι η «επικοινωνία» που σε μεγάλο βαθμό επιβάλλει το ίδιο το ΙΚ στον δυτικό κόσμο. Η προσήλωση από πλευράς μας αποκλειστικά σ’ αυτούς τους παράγοντες τείνει σε μια ιδεαλιστική και θεαματική ανάγνωση καθώς εμμένει τελικά σε μια διαστρεβλωμένη αναπάρασταση αγνοώντας παράλληλα πως, ίσως, ή μάλλον σίγουρα, αυτός ο τρόμος και το σοκ που προκαλείται από τις σκηνές βίας ή την εξωπραγματικά αιρετική ερμηνευτική του Κορανίου να αντανακλά τον τρόπο που το ίδιο το ΙΚ θέλει να το αντικρύζουμε. Εξαιτίας όμως αυτής της «παντοδυναμίας» με την οποία μας συστήνεται το ΙΚ παραγνωρίζουμε μια σειρά από υλικούς κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδό του μέσα στη μπαρουταποθήκη της Μέσης Ανατολής.
Η επίθεση της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι επικυρώνει το γεγονός ότι η ανακοίνωση της ίδρυσης του «Χαλιφάτου» τον Ιούνιο του 2014 δεν ήταν ένα κούφιο σύνθημα αλλά μια πραγματικότητα. Οι δηλώσεις του Ολάντ επιβεβαιώνουν ότι η βία του ΙΚ κατά της Γαλλίας ήταν μια εκ των ληξιαρχικών πράξεων ανάδυσης του Χαλιφάτου στο προσκήνιο της Ιστορίας και η αναβάθμιση του ΙΚ από εξτρεμιστική ομάδα σε Κράτος. Το χτύπημα ήταν «μια πράξη πολέμου» σύμφωνα με τα λόγια του Προέδρου της République στο διάγγελμά του και ότι ως τέτοια θα απαντηθεί. Δεν πρόκειται επομένως ούτε περί απλού ποινικού αδικήματος, ούτε περί ενέργειας πολιτικής τρομοκρατίας κάποιας «εγκληματικής οργάνωσης» έναντι ενός Κράτους. Όχι, πρόκειται περί πολέμου, και, όπως γνωρίζουμε, πόλεμος διεξάγεται μόνο μεταξύ Κρατών, οπότε προκειμένου να τον κηρύξεις πρέπει να αποδεχτείς την ύπαρξη της σημαίας του αντίπαλου μέρους. Το ΙΚ, με τα χτυπήματα της 13ης Νοεμβρίου, κατάφερε να στρέψει το βλέμμα της ανθρωπότητας όχι τόσο στο Παρίσι, όσο στους χάρτες Μέσης Ανατολής προκειμένου να εξακριβώσουμε σε ποιο σημείο «βρίσκεται».
Παρόλο που οι περισσότεροι κατανοούν τι σημαίνει «Κράτος», σχεδόν κανείς δεν προσπαθεί να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας του στην περίπτωση του ΙΚ, τις αλλαγές που φέρνει η εμφάνισή του στον παγκόσμιο χάρτη τόσο από τη σκοπιά των νέων πόλων που θα σχηματιστούν στη διεθνή σκηνή μέσα από ανοιχτές ή κρυφές συμμαχίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και όσο και από τη σκοπιά της εσωτερικής διακυβέρνησης αυτού του νέου κρατικού φορέα. Το γεγονός ότι το ΙΚ αυτή τη στιγμή δεν είναι μια περιθωριοποιημένη ομάδα παράφρονων βαρβάρων που επιδίδεται σε τρομοκρατικές πράξεις, αλλά διαχειρίζεται εδάφη και τη ζωή περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στη Συρία και το Ιράκ οφείλει τουλάχιστον να εγείρει μια σειρά από ερωτήματα – αν δεν θεωρηθεί ίσως και το πιο κρίσιμο σημείο κατανόησης του ΙΚ, πολύ πιο σημαντικής υφής απ’ την εικονική του αυτοπαρουσίαση.
Και, πάνω απ’ όλα, οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι η συμπόρευση όλων αυτών των ανθρώπων με το ΙΚ δεν είναι ούτε ζήτημα προσωπικής επιλογής, ούτε ζήτημα θρησκευτικού γούστου, ούτε ζήτημα ερμηνευτικού σχολαστικισμού των εδαφίων του Κορανιού αλλά πρωτίστως ζήτημα επιβίωσής. Καθώς στη Μέση Ανατολή η θρησκεία δεν είναι καταναλωτική επιλογή ή à la carte υπόθεση αλλά έχει το βάρος του έθνους, το να είναι κανείς μουσουλμάνος σουνίτης σημαίνει, με απλά λόγια, ότι δεν μπορεί να ζήσει στη Βαγδάτη ή τη Δαμασκό χωρίς να κινδυνεύει νυχθημερόν η ζωή του. Ομοίως, το να είναι σιίτης μουσουλμάνος σημαίνει πως δεν υπάρχει δυνατότητα επιβίωσής του στη Ράκα ή τη Μοσούλ. Η θρησκευτική σέχτα στην οποία ανήκει κάποιος καθορίζει και τον τρόπο που θα αντιμετωπίζεται από τις κυρίαρχες ομάδες.
Οι περιοχές που ελέγχονται από το ΙΚ, του οποίου το δόγμα είναι ο σαλαφίτικος σουνιτισμός, είναι εδάφη που επικρατεί το σουνιτικό στοιχείο του Ισλάμ όπου, εξαιτίας των εξελίξεων από το 2003 μέχρι σήμερα, κατέληξαν να βρίσκονται εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι από την αμερικανοκίνητη σιιτική κυβέρνηση του Ιράκ που διαδέχτηκε την πτώση του Σαντάμ Χουσείν και την επίσης σιιτική κυβέρνηση του Άσαντ αντίστοιχα. Και δεν είναι τυχαίο που οι τοπικοί κάτοικοι της Μοσούλ, σουνιτικής καταγωγής στην πλειοψηφία τους, υποδέχτηκαν την είσοδο του στρατού του ΙΚ στην πόλη τους ως «απελευθερωτές» από τη σιιτική ιρακινή κυβέρνηση. Αυτό που σε εμάς ακούγεται ως ανώτατο στάδιο της βαρβαρότητας για εκατομμύρια ανθρώπους είναι η μόνη επιλογή και μάλιστα ίσως η καλύτερη δυνατή επιλογή καθώς μπορούν να ζουν μέσα στην υπαρξιακή πληρότητα και την αξιοπρέπεια που τους υποδεικνύει ο ηθικός κώδικας της πίστης τους.
Το γεγονός ότι δεν διαρρέουν πληροφορίες αναφορικά με τη διακυβέρνηση του ΙΚ, δηλαδή με τους τρόπους που εγγυάται την ένυλη οργάνωση της καθημερινής ζωής εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων οι οποίοι έχουν σοβαρούς λόγους να προτιμούν αυτό το καθεστώς από τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής ή τον Άσαντ αντίστοιχα, αποκρύπτει τόσο την κοινωνική πραγματικότητα όσο και την ρεαλιστική πολιτική του ΙΚ, η οποία, σύμφωνα με τον ευφημισμό του Λένιν, είναι «η τέχνη των συμβιβασμών». Όσον αφορά την κοινωνική πραγματικότητα, το ΙΚ, πέρα απ’ το στρατιωτικό τμήμα του, έχει να αναδείξει ένα ολικό μοντέλο διακυβέρνησης: πολιτικό σύστημα, εκπαιδευτικό σύστημα, νομικό σύστημα και δικαστική διευθέτηση των παράνομων πράξεων, σύστημα υποδομών, δημόσια πρόνοια αποτελούμενων από την πολιτική οργάνωση των διοικητικών περιφερειών («βιλαέτια») και την ένωσή τους υπό την εξουσία του Χαλίφη, τα Γραφεία επιστράτευσης, τις θρησκευτικές ή τοπικές πολιτοφυλακές για τη διατήρηση της έννομης τάξης, τη ρύθμιση των φυλετικών και θρησκευτικών σχέσεων μεταξύ διαφόρων ομάδων, την εκπαίδευση και τον προσυλητισμό (Da’wa), τις «μουσουλμανικές υπηρεσίες» ανθρωπιστικής βοήθειας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, την κατάληψη και τον έλεγχο των εργοστασίων που σχετίζονται με τη σίτιση, την ύδρευση και τον ηλεκτρισμό.
Όσον αφορά τη realpolitik του ΙΚ, παρά τα λεγόμενα περί της «ιδεολογικής ακαμψίας» του, οι τακτικές και στρατηγικές ενέργειές του κρύβουν μεγάλες δόσεις μακιαβελισμού: η συμμαχία τους με τη σιίτικη αντιπολίτευση της Συρίας κατά του Άσαντ, με τους μπααθιστές του Σαντάμ Χουσείν, με άλλες αντιπολιτευτικές δυνάμεις, η επικοινωνία με άρχοντες τοπικών φυλών, η υπόρρητη συνεργασία με κράτη που έχουν συμφέροντα στην περιοχή είναι στοιχεία που αναιρούν αυτήν την αρτηριοσκλήρυνση που θα περιμέναμε να ενσαρκώνει ένα πολιτικό και θρησκευτικό κίνημα που κατηγορείται για «πουριτισμό» και «κυριολεκτισμό». Προτού λοιπόν συμφωνήσουμε ότι πολιτικά και ηθικά διαφωνούμε με τις αξίες που ενσαρκώνει το ΙΚ στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, προτού ρίξουμε για άλλη μια φορά τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, της εκκοσμίκευσης, της δημοκρατίας, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της αφθονίας και της ανάπτυξης στο τραπέζι για να υπερασπιστούμε τον πολιτισμό μας, οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψιν ότι, σε αντίθεση με την υποκρισία του δυτικού κόσμου που διατυμπανίζει ένα πλέγμα αξιών οι οποίες όλο και περισσότερο υποχωρούν οδηγώντας στην υλική και ψυχική στέρηση και εσωτερική κενότητα του μέσου πολίτη των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι μαχητικοί ισλαμιστές όχι μόνο ευαγγελίζονται έναν συγκεκριμένο ηθικό κώδικα που θα εγγυηθεί να δώσει νόημα στη ζωή και στον θάνατο όσων το ακολουθήσουν αλλά κάνει παράλληλα και τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να υλοποιήσει αυτό το πρόταγμα.
Η φθορά των δυτικών κοινωνιών
Αν από τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο πως αυτό που αποβλέπει το IK είναι η διαιώνιση της αναπαραγωγής για την παράσταση που έχει για τον κόσμο, αυτό όμως σε πρώτη ανάγνωση έρχεται σε αντίφαση με τη μέχρι στιγμής στρατηγική του απέναντι στην Ευρώπη. Η όξυνση της βίας μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο προδιαγράφει και προκαλεί στην ουσία την ισχυροποίηση της θέλησης του αντιπάλου προς το πρόσωπο τους. Ο κίνδυνος για το ΙΚ να δεχτεί μια πολυεθνική επέμβαση γίνεται πλέον ολοένα και πιο ορατός, με τη συμμαχία Γαλλίας – Ρωσίας να συνιστούν την απαρχή για τη συγκρότηση ενός στρατιωτικού κονσέρτου. Η μόνη λογική εξήγηση που δίνεται από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης σ’ αυτήν την στάση του ΙΚ έγκειται στον φανατισμό τους.
Κανονικά, θα πρέπει να αντιληφθούμε πως όλες οι πράξεις βίας από την μεριά του ΙΚ μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο αν και γίνονται αντιληπτές από την Ευρώπη ως επιθετικές, για το ίδιο το ΙΚ έχουν έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα: πρώτον, τις θεωρούν ως αμυντικές μορφές αντιποίνων έναντι των βομβαρδισμών της γαλλικής και ρωσικής αεροπορίας ή έναντι προσβολών σε αυτό που ορίζουν ως ταμπού (βλ. περίπτωση Charlie Hebdo)· δεύτερον, ισχύει εδώ αυτό που ο Όργουελ είχε επισημάνει για την εσωτερική χρησιμότητα της κήρυξης πολέμου: όταν βομβαρδίζεται το ΙΚ και τόσο οι μαχητές του όσο και ο πληθυσμός του συγχωνεύονται και βαφτίζονται στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ αμφότεροι ως το ίδιο ένοχοι, τότε αυτό ωφελεί το καθεστώς του ΙΚ γιατί επιτυγχάνει εσωτερικό μέτωπο συσπείρωσης. Ο πόλεμος είναι ο καλύτερος τρόπος για να εδραιώσει το καθεστώς του το ΙΚ.
Εγείρεται λοιπόν αυτομάτως το ερώτημα αν ο πόλεμος πράξει το ίδιο αποτέλεσμα συσπείρωσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, εφόσον η συνέχιση της τρομοκρατίας μέσα στον ζωτικό ευρωπαϊκό χώρο θα δώσει το έναυσμα για πανευρωπαϊκή στρατιωτική επέμβαση στο ΙΚ. Η φθορά που θα υποστούν οι δυτικές κοινωνίες με το να σηκώσουν στις πλάτες τους το υλικό αλλά και έμψυχο βάρος ενός τέτοιου πολέμου είναι αυτήν την στιγμή ανυπολόγιστη. Γεγονός είναι πως η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα μια πρόκληση χωρίς ανάλογο προηγούμενο από την εποχή της ανόδου των Ναζί στο Ραιχσταγκ το 1933, χωρίς να βρίσκεται παράλληλα και στα καλύτερα της από σκοπιάς λαϊκού ερείσματος και κοινωνικής νομιμοποίησης.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις της Ευρώπης που έχουν αναδυθεί από την ανικανότητα της να βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει το προσφυγικό κύμα που να ανταποκρίνεται στις διακηρύξεις των «solidarité – liberté – égalité – fraternité», το δημοκρατικό έλλειμμα και την ολοένα πιο γενικευμένη αυταρχικοποίηση των Βρυξελλών έναντι των ευρωπαϊκών πληθυσμών που αντιλαμβάνονται πως δεν έχουν πλέον κανέναν λόγο αυτοκυβέρνησης της ζωής τους, την οικονομική πίεση και την άδικη κατανομή πλούτου, μεταξύ άλλων, σημαίνουν πως απέναντι στο IK διεξάγεται ένας πόλεμος χωρίς νόημα για την πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Ένας πόλεμος που θα κοστίζει και το κόστος του θα το πληρώσουν οι πολλοί την ίδια στιγμή που θα υποστούν τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνικής ζωής στις μητροπόλεις, αυξημένο κρατικό έλεγχο της ιδιωτικής τους ζωής και την περιστολή των δικαιωμάτων τους. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, κάθε φέρετρο ευρωπαίου στρατιώτη που θα επιστρέφει στα πάτρια εδάφη θα ηχεί τους ψαλμούς της ήττας σε αντίθεση με τα δοξολογημένα σώματα των νεκρών του ΙΚ, κατάσταση που θυμίζει τα αδιέξοδα της εμπλοκής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Όλα τα παραπάνω σημαίνουν πως μια πανευρωπαϊκή εμπλοκή σε πόλεμο θα οξύνει σε ακραίο βαθμό τις πολιτιστικές αντιφάσεις του φιλελευθερισμού και θα επιφέρει τη σταδιακή αλλαγή του πολιτικού χάρτη στην ΕΕ εξαιτίας της αδυναμίας να βρεθούν πολιτικές λύσεις στα προβλήματα.
Όσον αφορά στην περίπτωση των προσφύγων ή των μουσουλμάνων δεύτερης γενιάς, σε συνθήκες ρεαλισμού που επιβάλει ο πόλεμος, θα θεωρηθούν αυτομάτως, αν όχι φορείς του εχθρού, τότε τουλάχιστον ύποπτοι. Και ίσως σ’ αυτή τη διάχυση της καχυποψίας να συνυπολογίζει και το ΙΚ το οποίο, κάνοντας δημιουργική χρήση του ξενοφοβικού λόγου των ακροδεξιών, υποδαυλίζει συνειδητά το χάσμα μεταξύ δυτικών και μουσουλμάνων μέσα στην Ευρώπη διογκώνοντας τα εσωτερικά προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει η τελευταία σε περίπτωση διεξαγωγής πολέμου. Αυτήν τη φθορά της Ευρώπης αναμένει το ΙΚ και γι’ αυτόν τον λόγο προκαλεί ανοιχτά τον αντίπαλο του να εκτεθεί σε διεύρυνση της στρατιωτικής σύγκρουσης. Το Χαλιφάτο, αν και στρατιωτικά υποδεέστερο, αντιλαμβάνεται πως από μια ανοιχτή σύγκρουση ο αντίπαλος του έχει να χάσει περισσότερα, ενώ ταυτόχρονα ο φόρος αίματος που θα κληθεί να πληρώσει το ίδιο είναι απαλλαγμένος από τα ηθικά διλήμματα του αντιπάλου του. Με την ενόρμηση του θανάτου να είναι θετικά νοηματοδοτημένη απ’ το ΙΚ σε αντίθεση με την ιδεολογία της ευτυχίας που προωθεί ο δυτικο-ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο πόλεμος ευνοεί το καθεστώς του ΙΚ σε επίπεδο κοινωνικού φαντασιακού.
Το τι μπορούν να σημαίνουν όλα αυτά αν πραγματοποιηθούν στην πράξη, τη στιγμή που η Ευρώπη αμφιταλαντεύεται ακόμα σε ποιο βαθμό θα αναβαθμίσει τη βία της έναντι του ΙΚ, είναι ένα επικίνδυνο διανοητικό παιχνίδι που φλερτάρει με τη μελλοντολογία και δεν θα θέλαμε να εμπλακούμε περισσότερο από το να εκθέσουμε μόνο τα γεγονότα που βρίσκονται μπροστά μας. Το μόνο σίγουρο είναι πως η Αριστερά αλλά και το πολιτικό διακύβευμα ήδη εκ των συνθηκών θα αναγκαστούν να αναπροσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Ο αφορισμός του IΚ, σε συνδυασμό με τα αδιέξοδα των ευρωπαϊκών κρατών και την προσφυγική κρίση, ενδέχεται να δυναμώσουν επικίνδυνα τα ακροδεξιά κόμματα και τις αυταρχικές πολιτικές στην Ευρώπη.
Η συμπόρευση, από την άλλη μεριά, ενός μετώπου ενάντια στο ΙΚ που θα ευαγγελίζεται τα «ιδανικά» του φιλελευθερισμού ενδέχεται να καταστεί μια άνευ νοήματος συμμαχία που θα φέρει σε ταύτιση την, κατά τ’ άλλα, αντικαπιταλιστική αριστερά με τις αντιλαϊκές ηγεσίες της ΕΕ. Θα θέλαμε πραγματικά πολύ να δούμε μια ενδιάμεση στάση από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς που ούτε θα ενδώσουν στην ξενοφοβία, ούτε θα υποστηρίξουν πειθήνια τις κυβερνήσεις τους –όπως γίνεται τώρα με τα μελοδραματικά happenings με κεράκια και τα τρικολόρ λαμπάκια– και ούτε θα συμμετέχουν σε έναν πόλεμο που ζημιώνει πρωτίστως τους ίδιους. Φαίνεται όμως δυστυχώς πως αυτός ο τρίτος πόλος, ο ιδιάζων «σπαρτακισμός» και «ντεφαιτισμός» που θα επιτάχυνε τις εσωτερικές αντιθέσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο και θα μετέτρεπε τον πόλεμο σε κοινωνική επανάσταση να είναι ένας ευσεβής πόθος, καθώς μια τέτοια στάση προϋποθέτει ένα πολιτικό σθένος και μια δημοκρατική συνείδηση που απουσιάζουν από τον μέσο Ευρωπαίο. Όπερ έδει δείξαι.
Γράφουν οι Αθανάσιος Γεωργιλάς και Νικόλας Γκίμπης