Πριν λίγους μήνες, ο Ντόναλντ Τραμπ ρωτήθηκε περί του QAnon. Η απάντηση τους ήταν: “Δεν ξέρω πολλά για το κίνημα αυτό, εκτός του ότι καταλαβαίνω ότι τους αρέσω πάρα πολύ, πράγμα το οποίο εκτιμώ. Αλλά δεν γνωρίζω πολλά για το κίνημα”. Το κίνημα QAnon μόλις άρχισε να μεγαλώνει σε μέγεθος και αναγνωρισιμότητα.
Σύμφωνα με την Βικιπαίδεια, το κίνημα QAnon είναι μία ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας βάσει της οποίας μία ομάδα παιδόφιλων που λατρεύουν τον Σατανά διευθύνουν μία παγκόσμια σπείρα σωματεμπορίας παιδιών και συνωμοτούν εναντίον του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος με την σειρά του την καταπολεμά. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο Τραμπ σχεδιάζει μια ημέρα της κρίσης γνωστή ως «Καταιγίδα», όταν χιλιάδες μέλη της κλίκας θα συλληφθούν. Οι υποστηρικτές της QAnon κατηγόρησαν πολλούς φιλελεύθερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ, δημοκρατικούς πολιτικούς και υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους ότι είναι μέλη της κλίκας.
Σήμερα η κυβέρνηση αναζητά διέξοδο από την κρίση που δημιουργεί η υπόθεση Λιγνάδη. Εδώ και εβδομάδες τα συστημικά και χειραγωγούμενα ΜΜΕ παρακολουθούν με αμηχανία τις εξελίξεις έχοντας περάσει από πολλές διαβαθμίσεις συγκάλυψης.
Η παράταξη της οποίας τα εξέχοντα μέλη δεν ξεχνούν στα tweets τους να συμπεριλαμβάνουν το #ΣΚΑΙ δείχνει να βρίσκεται σε βαθιά εσωστρέφεια μαζί με ένα πολιτικό vertigo. Γιατί όμως;
Οι παλινωδίες στην διαχείριση της πανδημίας, η υπόθεση της Ικαρίας, η αποτυχία στην διαχείριση της “Μήδειας” που οδήγησε ακόμα και σε νεκρούς, τα εκχιονιστικά στο Κολωνάκι, ο ατάραχος εσπρέσο στο ΝταΚάπο και η υπόθεση Δημήτρη Λιγνάδη που πλέον και σύμφωνα με ρεπορτάζ του Mega παίρνει διαστάσεις κυκλώματος, εμπλέκοντας ακόμα και ασυνόδευτα ανήλικα και ΜΚΟ δεν είναι πλέον “καυτή πατάτα”.
Η κοινωνία παρακολουθεί την υπόθεση με κομμένη ανάσα.
Πρόσωπα οικεία σε όλους μας βρίσκονται από την μία θύτες κι από την άλλη θύματα. Τα πρόσωπα αυτά μέσω των τηλεοπτικών μας δεκτών έμπαιναν σπίτια μας για χρόνια. Η τηλεοπτική διάσταση του θέματος πέραν του θεάτρου που έχει ήδη βασανιστεί μοιάζει ως πολύ επικίνδυνη για τα επικοινωνιακά στελέχη του Μαξίμου.
Η Υπουργός που δεν παραιτείται, η κυβέρνηση που αντιδρά δύο εβδομάδες μετά την πρώτη επώνυμη καταγγελία στον εισαγγελέα και μια κοινωνία που αναρωτιέται διαρκώς “ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ;” ψάχνοντας τρόπο να ενώσει τελείες και να φτάσει σε συμπεράσματα. Εκρηκτικό μείγμα.
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνη επικοινωνιακά στρατηγική για την κυβέρνηση από την αργή αντίδραση καθώς δίνει “χώρο και χρόνο για έρευνα” και συμπεράσματα από την ανάγκη όλων μας να απαντήσουμε σε κάτι που μας κάνει να αισθανόμαστε ντροπή και μένος.
Παρακολουθήσαμε χτες τον κ. Τζωρτζάκη να βάζει στην κουβέντα την υπόθεση του συμβούλου του πρωθυπουργού Ν. Γεωργιάδη και τους δημοσιογράφους του ΣΚΑΙ να παλεύουν να σώσουν ότι δεν σώζεται.
Είδαμε από την άλλη την προσπάθεια μιας “υπέροχης” σχετικοποίησης, με τον Άρη Βελουχιώτη να μπαίνει στο κάδρο ως “παιδεραστής”, με στόχο την ευαισθητοποίηση ενός μέρους ψηφοφόρων που ήρθαν στη ΝΔ από την Χρυσή Αυγή, κλείνοντας το μάτι και στους υποστηρικτές του Βελόπουλου. Ο κ. Λαζαρίδης είναι βουλευτής Καβάλας της ΝΔ.
Πραγματικότητα είναι ότι τον κίναιδο και παιδεραστή Άρη Βελουχιώτη τον είχαν υπουργοί του @syriza_gr στα γραφεία τους! Άντε τώρα να πάρεις γραμμή από την υπόγα σου! Και διάβασε και αυτό: https://t.co/jX59KTuVig pic.twitter.com/zZtT3T120G
— Μακάριος Λαζαρίδης 🇬🇷 (@mvlazaridis) February 20, 2021
Μέχρι που σήμερα όταν ξυπνήσαμε βρήκα στο twitter νο.1 Trend το #ΣΥΡΙΖΑ_βούρκος.
Ίσως ακολουθήσουν η εμπλοκή του Στάλιν και η αναδημοσίευση του εμπνευσμένου άρθρου “Λιγνάδης, ο Τσε Γκεβάρα του έρωτα”.
Επόμενο βήμα
Αναζητώντας τον επόμενο αντιπερισπασμό έχουμε σκεφτεί από “θερμό επεισόδιο” με την Τουρκία μέχρι αποδοχή αιτημάτων Κουφοντίνα και ανακοίνωση ανοίγματος αγοράς και εστίασης. Τίποτα δεν πείθει.
Στο Μέγαρο Μαξίμου καλό είναι να παραδειγματιστούν από τον Ντόναλντ Τραμπ. Μια δική τους υπόθεση QAnon με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως πολεμιστή ενός δικτύου παιδεραστών που μόνο σκοπό έχει την εξόντωση του ίσως έχει απήχηση σε μέρος του ακροατηρίου της δεξιάς πολυκατοικίας και σίγουρα θα την λατρέψουν τα ΜΜΕ.
Αυτό όμως προϋποθέτει μια σειρά παραδοχών με τεράστιο πολιτικό κόστος.
Εμείς απλά περιμένουμε.