Του Παναγιώτη Μαρνελή
Έχω τα λογικά μου αρκετές ώρες της ημέρας. Είμαι ο εαυτός μου· όχι πως μου αρέσει, απεναντίας. Γι αυτό ανακάλυψα αυτόν τον άλλο εαυτό, αυτόν που ζει για εμένα ενώ εγώ δεν υπάρχω. Γι αυτό τα περισσότερα βράδια δεν γνωρίζω που βρίσκομαι, τι πράττω. Δεν διαλέγω καν που θα κοιμηθώ. Αφήνω τον «άλλο» να διαλέξει και για τους δυο μας.
Τις ώρες αυτές τις νυχτερινές που το σώμα γνωρίζει αυτά που το μυαλό αγνοεί, τις ώρες που η κινητήριος δύναμη εγκαταλείπει τον οργανισμό μου, απλά υποθετω ότι κάπου σωριάζομαι και κοιμάμαι. Εκείνη την ώρα δεν γνωρίζω την τοποθεσία, τη μαθαίνω όμως – το επόμενο πρωί συνήθως – την ώρα που ξυπνώ από τον πόνο και τη στέρηση.
Μάλιστα, σχεδόν πάντοτε, πέραν του σωματικού μου πόνου, έρχομαι αντιμέτωπος με τον όχλο, το γνωστό όχλο των αγνώστων που αρέσκονται να κρίνουν. Και το κάνουν σαν να μην υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από αυτό. Διότι όταν ένας άνθρωπος μικρός κρίνει πως απέναντί του βρίσκεται ένας άλλος, μικρότερος από αυτόν άνθρωπος, για εκείνες τις λίγες στιγμές γίνεται γίνεται μεγάλος. Ίσως να τα λέω λίγω μπερδεμένα, γι αυτό ας ξεκαθαρίσω τη θέση μου με μια σύντομη ιστορία μου.
Όπως προανέφερα, μπορεί να μην είμαι εγώ που επιλέγω το κατάλυμά μου, μα όποιος και να το επιλέγει σίγουρα έχει καλό γούστο και υψηλή αισθητική. Και το λέω αυτό διότι σχεδόν καθημερινά τυχαίνει να ξυπνώ σε απίθανα μέρη. Μάλιστα, ουκ ολίγες οι φορές που βρέθηκα σε τόπους τεράστιας ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας. Άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα άγια μάρμαρα χιλιάδων ετών, μάρμαρα που χτίστηκαν από τα χέρια των αρχαίων Ελλήνων σκλάβων και φιλοτεχνήθηκαν από αρχαίους διάσημους αυλικούς, στα πλαίσια μιας ισχυρής, Ελληνικής πάνω απ΄ όλα δημοκρατίας.
Μια από αυτές τις φορές βρέθηκα να δικάζομαι από έναν αξιότιμο κύριο ο οποίος μάλιστα με ζήλο προσπαθούσε να πείσει το ακροατήριο πως είμαι ένα μίασμα που λερώνει την κληρονομιά του έθνους μας.
Δεν είχα προλάβει λοιπόν να φτιάξω την απολογία μου, γι αυτό σιώπησα. Μα στη φαντασία μου σηκώθηκα, τίναξα τα ρούχα μου και πήρα ύφος σοβαρό και περισπούδαστο:
«Δεν σας επιτρέπω να κατακρίνετε την αισθητική και την προτίμησή μου όσον αφορά την κατάκλιση», είπα φωναχτά.
«Και στο κάτω κάτω το κρεβάτι μου είναι αρχαίο, ιερό, ελληνικό. Εσείς όμως που με κρίνετε, πείτε μου, πού ξυπνήσατε σήμερα; Διότι είμαι σχεδόν βέβαιος πως το δικό σας κρεβάτι είναι ένα φτηνό, ξύλινο κατασκεύασμα μιας γραμμής παραγωγής επίπλων, κάπου στη βόρεια ευρώπη».
Όντας ακόμη στο άκρως αληθοφανές όνειρό μου, αυτός μαρμάρωσε. Τον είχα κατατροπώσει. Ήθελα να του πω πολλά ακόμη.Όπως για το μίζερο διαμέρισμα του, που εμφανώς αδυνατεί να στηρίξει οικονομικά. Τη διόλου παραγωγική εργασία που του ρουφά την ψυχή τα τελευταία τριάντα χρόνια. Και πολλά άλλα ήθελα να του πω, τώρα που βρισκόταν απέναντί μου γυμνός, ανίσχυρος. Και τότε συνέβη. Έγινα ξαφνικά μεγάλος. Έγινα δικαστής. Μεγάλος δικαστής. Μόνο που δεν πήρα ευχαρίστηση ως αποτέλεσμα, μα ένα τεράστιο κενό στο σημείο που φανταζομαι πως βρίκεται η ψυχή μου.
Άνοιξα τα μάτια μου. Τον κατατρώπωσα άραγε και στην πραγματικότητα; Μάλλον θα ένιωσε αρκετά μεγάλος για συνεχίσει να ασχολείται με του λόγου μου. Ή μπορεί να τον κατάπιε το ίδιο κενό μ αυτό του δικού μου ονείρου.
Εν κατακλείδι, σίγουρα ένα πουπουλένιο στρώμα φαντάζει πιο ζεστό και άνετο από τις πέτρες και τα μάρμαρα, μα νομίζω κύριοι δικαστές πως τα μεγάλα στρώματα σας κάνουν να φένεστε ακόμα πιο μικροι απ΄ όσο είστε.