Δρ. Χρήστος Μπαξεβάνης
Το Μακεδονικό συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοπαγίδευσης, όταν η επίσημη ιστορική «εθνική αφήγηση» νοηματοδοτεί κυρίαρχα τον όρο «εθνικά ζητήματα» και επηρεάζει αποφασιστικά τον χειρισμό τους, εγκλωβίζοντας κοινωνία και Πολιτεία.
Τα έθνη, ως τέκνα της νεωτερικότητας, είναι πολιτικές κοινότητες και όχι φυλετικές ομάδες. Συγκροτούνται, κοινώς φτιάχνονται. Δεν «ξυπνούν» από έναν αιώνιο λήθαργο. Δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα αφύπνισης παλαιότατων εθνών που είχαν περιπέσει σε μακρόχρονη χειμερία νάρκη. Ακολούθως, η ιστορική συνείδηση κάθε έθνους κτίζεται πάνω σε μεγάλες αφηγήσεις για το παρελθόν. Είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτό ότι οι «εθνικές ιστορίες» αποτελούν ουσιαστικά πολιτικές αφηγήσεις και ως τέτοιες συνδέουν επιλεκτικά ιστορικά γεγονότα και πολιτισμικά στοιχεία για να δημιουργήσουν τη συνεκτική εικόνα ενός έθνους που διατηρεί την ιδιοπροσωπία του στη διάρκεια των αιώνων.
Στην ελληνική περίπτωση, η «εθνική αφήγηση» προέκυψε μέσα από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και πήρε την ολοκληρωμένη της μορφή στο έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Κεντρική της ιδέα η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαία Ελλάδα έως σήμερα. Η αφήγηση αυτή λειτούργησε ως πανίσχυρη ενοποιητική ουσία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αλλά και ως όραμα που καθόρισε τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας για δεκαετίες. Εμπότισε τη συνείδηση ολόκληρων γενεών μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, αλλά και διαμέσου εκατοντάδων εκλαϊκευτικών έργων, εγκυκλοπαιδειών κ.λπ. Ωστόσο, η «καθολική αναγνώρισή» της, ούτε αυτόματα και «δια μαγείας» έλαβε χώρα, ούτε αξιολογικά/πολιτικά ουδέτερη την καθιστά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πώς οι νικητές του Εμφυλίου θα προσαρμόσουν με αρκετή επιτυχία την εθνική αυτή αφήγηση στις επιταγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που δεν είναι άλλη από την «εθνικοφροσύνη», με βασικό χαρακτηριστικό της την αναφορά σε έναν νέο (εσωτερικό) εχθρό του έθνους, τον κομμουνισμό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η (εθνική μας) αφήγηση του Κ. Παπαρρηγόπουλου, κεντρική ιδέα της οποίας είναι η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαία Ελλάδα έως σήμερα, προσέφερε το έδαφος για το ιστορικά ανακριβές αφήγημα της μίας και (μόνο) ελληνικής Μακεδονίας από την αρχαιότητα, το οποίο με τη σειρά του οδήγησε στην εντελώς μαξιμαλιστική και άκαμπτη θέση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο του 1992 με τον ανέφικτο στόχο «καμία ονομασία που να περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία ή παραγωγό της».
Το εν λόγω αφήγημα εκκινεί από μια σχετικά τεκμηριωμένη θέση (την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων), ωστόσο, 1) εκτείνεται σε ένα χρονικό άλμα δύο χιλιετιών, που δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική διάσταση του ζητήματος, 2) βασίζεται σε μια ιστορικά ανακριβή πρόσληψη του έθνους, σύμφωνα με την οποία το έθνος συνιστά μια φυλετική ομάδα, άρα οι γείτονές μας δεν δικαιούνται να ανήκουν σε ένα τέτοιο έθνος, εφόσον δεν είναι, φυλετικά, απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, 3) παραγνωρίζει ότι η γεωγραφική Μακεδονία ούτε μία ούτε (μόνο) ελληνική υπήρξε ποτέ.
Από τα σχολεία μας είναι ήδη γνωστό ότι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Μακεδονία είναι τριχοτομημένη και, άρα, ούτε μία είναι, ούτε αποκλειστικά ελληνική. Επιπλέον, η ελληνική Μακεδονία έγινε εθνοτικά ομοιογενής ως αποτέλεσμα αφενός της ανταλλαγής πληθυσμών (και όχι φυσικά της επιβίωσης γηγενών ελληνικών πληθυσμιακών συνόλων), αφετέρου της καταπίεσης των μειονοτικών της πληθυσμών, από τα χρόνια του Μεσοπολέμου μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, προκειμένου να εξελληνιστούν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πολιτικό σύστημα της χώρας παραδόθηκε σε ένα σύνολο εθνικιστών διεθνολόγων, δημοσιογράφων, εκκλησιαστικών και παραεκκλησιαστικών κύκλων, ακύρωσε κάθε προοπτική λογικής προσέγγισης και επίλυσης του ζητήματος (απόρριψη του «Πακέτο Πινέιρο»), δαπάνησε άπειρη διπλωματική ενέργεια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, και τελικώς αμήχανα παρακολουθούσε την βροχή αναγνωρίσεων της γείτονος χώρας με το Συνταγματικό της όνομα (Δημοκρατία της Μακεδονίας), φυσικό επακόλουθο του αδιεξόδου που εμείς προκαλέσαμε. Το πλαίσιο αυτό φυσικά έχει προ πολλού αντικατασταθεί από την ενιαία εθνική θέση που διαμορφώθηκε μετά το 1993 (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων). Δεν έπαψε, ωστόσο, ποτέ να αποτελεί το ασφυκτικό και ανορθολογικό ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, μέσα στο οποίο εγκλωβίστηκε κοινωνία και Πολιτεία δεκαετίες τώρα.
Η «Συμφωνία των Πρεσπών» αποτέλεσε αφορμή για να έρθουμε σε επαφή με τους εθνικούς μας μύθους, χωρίς, ωστόσο, να καταφέρουμε (ούτε αυτή τη φορά) να αναμετρηθούμε μαζί τους, και μέσα από μια «θεραπευτική» διαλογική διαδικασία να απελευθερωθούμε. Το αντίθετο μάλιστα. Άκαπνοι, ρητορικοί και επαγγελματίες πατριώτες, νεομακεδονομάχοι και αυτόκλητοι σωτήρες, με λάβαρα και ιερά ξίφη στα χέρια, οι οποίοι χτίζοντας καριέρες παγίδευσαν την χώρα για περισσότερο από μια γενιά, επέστρεψαν και διεκδικούν λόγο και ρόλο στα δημόσια πράγματα. Ακολούθως, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος κατέφυγε εκ νέου σε παρηγορητικά ψέματα και εθνικές ψευδαισθήσεις, σε ανέξοδους συναισθηματισμούς και μικροπολιτικές σκοπιμότητες, δίνοντας έτι περισσότερα επιχειρήματα επιβίωσης στον εθνολαϊκισμό, στην ρητορική μίσους και διχασμού, στα φοβικά σύνδρομα και στα εθνικιστικά συμπλέγματα. Το αναχρονιστικό ιδεολογικοπολιτικό οπλοστάσιο της χώρας που μέσα από μια επιλεκτική αναμόχλευση της ιστορίας διαβλέπει παντού εχθρούς και σφετεριστές της μιας και μοναδικής αλήθειας (και όχι γεωπολιτικούς συσχετισμούς, αλλά και ευκαιρίες για συνεργασία), όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά, αντίθετα, έλαβε παράταση ζωής και ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο δηλητηριάζοντας νέες γενιές.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, το επίδικο δεν είναι εάν, πότε και πώς θα περάσει από την ελληνική Βουλή η εν λόγω Συμφωνία, αλλά αν αποκομίσαμε κάτι ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα. Γιατί, ένας λαός εθισμένος στη λήθη και τη σιωπή, στους μύθους και τις παραμυθίες, σε νοσταλγικές αφηγήσεις και επιλεγμένες μνήμες, βρίσκεται (ακόμα) πολύ μακριά από την ιστορική του αυτογνωσία. Γιατί, με σκιαμαχίες, οι οποίες εκπορεύονται από το παρελθόν, η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξεπεράσει την πολιτική (και όχι μόνο) υστέρησή της.