Με αφορμή την εθνική επέτειο και τους ρητορισμούς υποκρισίας που θα ακουστούν ας θυμηθούμε ένα απόσπασμα από το έγο Μαουτχάουζεν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το οποίο θίγει το ζήτημα της συνενοχικής σιωπής αναφερόμενο στους ”αθώους” περιοικούντες Γερμανούς γύρω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι ας προσπαθήσουμε να βρούμε σύνδεση με το τώρα μας.
”Το δράμα είναι πως ό,τι ολέθριο γίνεται αντί ν’ αποτελέσει ένα “κακό προηγούμενο προς αποφυγήν” καταντά μια άδεια για να γίνονται στο μέλλον χειρότερα.
Ο λαϊκός δικαστής με το μοσχάρι (σελ.26)
Στον επισιτισμό μας βοηθούσαμε κι οι ίδιοι. Κάθε βράδυ, πολλοί απ’ αυτούς που είχαν πάει βόλτα στα γύρω αγροχτήματα, γυρίζανε κουβαλώντας ένα μοσχάρι, ένα χοίρο, γαλοπούλες, κουνέλια, χήνες, καλάθια αυγά, λεκάνες φρέσκο βούτυρο. Οι Αμερικανοί στεναχωριόντουσαν μ’ αυτή την κατάσταση. Δε θέλανε να γίνεται πλιάτσικο στα αγροκτήματα. Αυτοί οι αγρότες είναι αθώοι, λέγανε. Κι ένα βράδυ σταματήσανε στην πύλη τον κύριο Βαγγέλη και με συνοδεία ένα στρατιώτη του είπανε να πάει αμέσως πίσω το άσπρο μοσχάρι που είχε φέρει.
Ο κύριος Βαγγέλης ήταν απ’ την Πάτρα. Ψηλός, στεγνός, με καμπουρωτή μύτη, ηλιοψημένος, λιγομίλητος και αυστηρός. Το πανταλόνι που φορούσε τέλειωνε στις γάμπες και τα μανίκια του σακακιού λίγο πιο κάτω απ’ τους αγκώνες. Όταν κατάλαβε πως θέλουνε να πάει πίσω το μοσχάρι, ζήτησε διερμηνέα για να τους απαντήσει. Ήρθε ο διερμηνέας κι ο Βαγγέλης άρχισε να λέει:
«Να μεταφράζεις καλά ό,τι σου λέω. Θα τους εξηγήσω αμέσως γιατί πήρα το μοσχάρι και γιατί δεν πρόκειται να το πάω πίσω!
Σήμερα το πρωί πήγα μια βόλτα στην εξοχή, όπως κάθε μέρα από τότε που χάρη στη γενναιότητά τους είμαι ελεύθερος άνθρωπος. Κατά τις δέκα η ώρα χτύπησα την πόρτα σ’ ένα πλούσιο αγροτόσπιτο και τους παρακάλεσα ευγενέστατα να μου δώσουν μια κούπα ζεστό γάλα και μια φέτα ψωμί. Μου είπαν πως δεν έχουν τίποτα και να φύγω!
Μετάφρασέ το.
Φυσικά εγώ δεν έφυγα. Τους είπα ότι, αν δε μου δώσουν αμέσως ό,τι είπα, θα τους βάλω φωτιά. Φέρανε αστραπιαία μια φέτα ψωμί και λίγο γάλα σ’ ένα ντενεκέδι και τ’ αφήσανε χάμω λες και ήμουνα κανένας σκύλος.
Μετάφρασέ το.
Τους είπα ότι θα πάρω το γάλα μου στην τραπεζαρία τους, αλλιώς θα ‘χουν κακά ξεμπερδέματα. Μου ανοίξανε την πόρτα και με πήγανε στη τραπεζαρία. Μου φέρανε μια κούπα γάλα και μια φέτα ψωμί. Ούτε ένα ψίχουλο ψωμί παραπάνω, ούτε μια σταγόνα γάλα. Μόλις τέλειωσα, το αφεντικό μου είπε να φύγω.
Μετάφρασέ το.
Τον ρώτησα γιατί είναι έτσι σκληρός μ’ έναν άνθρωπο που ήταν δυο χρόνια στο κάτεργο. Απάντηση: Δε φταίω ‘γω που ήσουνα στο Μαουτχάουζεν, ούτε ξέρω τι γινόταν εκεί! Το στρατόπεδο, του λέω, είναι μόνον μισή ώρα από δω και τα συνεργεία δουλεύανε και στα χωράφια! Μπορεί και στα δικά σου χωράφια! Πώς δεν ξέρεις τι γινόταν εκεί!
Απάντηση: Δεν ξέρω απολύτως τίποτα.
Μετάφρασέ το.
Επειδή, του λέω, είσαι τέτοιο κοπρόσκυλο, πες να μου ετοιμάσουν για το μεσημέρι ένα κοτόπουλο βραστό, άνοιξέ μου το ραδιόφωνο και καθάρισέ μου και μερικά μήλα. Μου φέρανε ό,τι ζήτησα, γιατί είδανε πως δεν αστειεύομαι. Όμως όλη την ημέρα κανείς δε με ρώτησε τι είμαι, ποιος είμαι, τι ήταν το στρατόπεδο, τι γινόταν εκεί μέσα. Λέξη.
Μετάφρασέ το.
Το απογεματάκι ακούω φωνές στην πόρτα. Δυο Ρώσσοι απ’ το Μαουτχάουζεν ζητούσανε λάχανα. Οι αθώοι Γερμανοί αγρότες τους βρίζανε και τους διώχνανε. Πήγα, άνοιξα την πόρτα, τους έβαλα μέσα και τους είπα να πάρουνε όσα λάχανα θέλουνε.
Με την ευκαιρία έκανα και μια βόλτα στο χτήμα και στις αποθήκες. Από ζωντανά και πετούμενα άλλο τίποτα. Και στις αποθήκες τους φίσκα τα καπνιστά, τα χοιρινά, τα λουκάνικα, τα σαλάμια, τα βούτυρα και τ’ αλεύρια. Είπα στους Ρώσους να πάρουνε κι ό,τι άλλο θένε. Ύστερα ειδοποίηση τους αθώους Γερμανούς αγρότες ότι, ώσπου να γίνουνε άνθρωποι, θα τους κάνω παρέα κάθε μέρα απ’ το πρωί ως το βράδυ. Ως πρώτη δόση πήρα το άσπρο μοσχάρι. Αύριο θα πάρω άλλο χρώμα.
Μετάφρασέ το και τελειώσαμε.»
Ξανά ο Βαγγέλης (σελ: 142-144)
Ο κύριος Βαγγέλης εξακολουθούσε να πηγαίνει κάθε μέρα στο αγροτόσπιτο (…). Μας είχε φέρει άλλο ένα μοσχάρι στο στρατόπεδο. Οι Αμερικανοί τον είχαν πάλι σταματήσει στην πύλη και του είπανε πως πρέπει να επιστρέψει αμέσως το μοσχάρι στη φάρμα που το πήρε».
Ο κύριος Βαγγέλης ζήτησε πάλι διερμηνέα.
-Πες του πως το ίδιο το μοσχάρι με παρακάλεσε να το φέρω στο Μαουτχάουζεν.
Οι αμερικανοί στρατιώτες το βρήκαν αστείο, αρχίσανε να γελάνε.
-Μόλις με δει μοσχάρι, με πλησιάζει και μου λέει… σε παρακαλώ πολύ, πάρε με στο στρατόπεδο να με φάτε! Δε θέλω να με φάνε οι Γερμανοί!… Εγώ πάντα ήθελα να ‘ρθω στο στρατόπεδο να με φάτε εσείς, αλλά δεν μπορούσα, δεν είχα την ελευθερία μου.
Οι Αμερικάνοι διασκεδάσανε και του είπανε:
-Καλά, ας περάσει από άλλη μεριά, θα κάνουν τα στραβά μάτια, αλλά όχι από την πύλη.
Ο κύριος Βαγγέλης παρεξηγήθηκε.
-Δεν είμαι κλέφτης για να κάνουν στραβά μάτια, ούτε συνήθισα να μπαίνω από τις πίσω πόρτες. Το μοσχάρι κι εγώ θα περάσουμε από την κύρια είσοδο. Μετάφρασέ το.
……………………………………………………………….…
Ο δραπέτης
Ο Γιάννος Μπερ απ’ το βοριά το σύρμα δεν αντέχει
Κάνει καρδιά, κάνει φτερά
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει
Δώσ’ μου κυρά λίγο ψωμί και ρούχα για ν’ αλλάξω
Δρόμο να κάνω έχω πολύ
πάνω από λίμνες να πετάξω
πάνω από λίμνες να πετάξω
Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί τρόμος και φόβος πέφτει
και μια φωνή, φρικτή φωνή
κρυφτείτε, κρυφτείτε απ’ το δραπέτη
κρυφτείτε, κρυφτείτε απ’ το δραπέτη
Φονιάς δεν είμαι, χριστιανοί, θεριό για να σάς φάω
Έφυγα από τη φυλακή
στο σπίτι, στο σπίτι μου να πάω
στο σπίτι, στο σπίτι μου να πάω
Αχ, τι θανάσιμη ερημιά
στου Μπέρτολτ Μπρεχτ τη χώρα
Δίνουν το Γιάννο στους Ες-Ες
Για κρέμασμα τον πάνε τώρα