Η ιστορία του Μέγκα είναι λίγο πολύ διδακτική για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα.
Το κράτος εκχωρεί δημόσια περιουσία άνευ ανταλλάγματος σε προσωρινό καθεστώς.Τα πρόσωπα που καρπώνονται τις δημόσιες συχνότητες ανήκουν στην επιχειρηματική ελίτ του τόπου. Μεγαλομέτοχοι κατασκευαστικών εταιρειών, εφοπλιστές, εκλεκτοί των πολιτικών γραφείων αποκτούν πρόσβαση σε παντοδύναμα μέσα που σύντομα αρχίζουν να δομούν αυτό που εύστοχα βάφτισε ο ιδρυτής του, Κ. Μητσοτάκης ως ”διαπλοκή”.
Γρήγορα στα τηλεπαραθυρα θέση θα λάβουν δημοσιογράφοι, τα ντόπερμαν της ενημερώσης όπως τα αποκάλεσε αργότερα ο Στάθης, οι κατασκευαστες της κοινής γνώμης, οι οποίοι θα λαμβάνουν αμύθητα ποσά και θα οργανώνουν το δύσκολο έργο της αποβλακωσης. Η πληροφόρηση θα ελεγχθεί, σκάνδαλα και σκανδαλοθηρίες θα ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις κι η ζωή θα συνεχίζεται, μόνιτορ μέχρι που να πέσουμε στα μνημόνια.
Έως τότε, καύσιμα για τα λειτουργικά έξοδα φόρτωναν οι τράπεζες, για φαντεζί γκαλά, υψηλούς προσκεκλημένους, ακριβά κτήρια, ακόμη και κομματικές προσλήψεις. Τα δημόσια έργα κατέληγαν σε συγκεκριμένες εταιρείες, οι επιχορηγήσεις επίσης κι ένα πολιτικό σύστημα ολόκληρο είχε υποταχθεί στη δύναμή τους.
Σήμερα λοιπόν η ναυαρχίδα της διαπλοκής, το αστραφτερό μεγάλο κανάλι, κατεβάζει ρολά. Οι μεγαλομέτοχοι αρνήθηκαν να πληρώσουν με δικά τους λεφτά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, οι τράπεζες ένιωσαν ότι ελέγχονται κι έκλεισαν τη στρόφιγγα κι έτσι η διαχείριση του καναλιού πέρασε στους δανειστές της.
Φυσικά ούτε λόγος στα μέσα γι’ αυτή τη συντεχνία, η οποία ζούσε προκλητικά πάνω απ’ τις δυνατότητές της με δανεικά από τράπεζες, που πληρώνει ο μαλάκας Έλληνας φορολογούμενος, ούτε κιχ για τον Μπόμπολα, τον Ψυχάρη και τον Βαρδινογιάννη που ενώ τα χρήματα που καλούνται να πληρώσουν είναι ψιχουλα για τους ίδιους, αυτοί σφυρίζουν αδιάφορα.
Έτσι, η επιχειρηματικοτητα στην τηλεόραση κατέληξε όπως τόσες άλλες κρατικοδίαιτες. Με εργαζόμενους στον δρόμο, φέσια σε εφορία και ταμεία και την εταιρεία κλειστή.Η κατάληξη γνωστή. Τα ντόπερμαν θα βρουν νέα αφεντικά να πουλήσουν τις υπηρεσίες τους και ο εργατόκοσμος θα παρακαλάει για μια θεσούλα κάπου όσο όσο για να ζήσει την οικογένειά του
Κάποιος από αυτούς, θα γυρίσει σπίτι ένα βράδυ μερικούς μήνες αργότερα και θ’ ακούσει από την νέα τηλεοπτική συχνότητα, το ίδιο γαύγισμα από τον ίδιο δημοσιογράφο, σε νέα συχνότητα αυτή τη φορά, όπου θα του εξηγεί ότι αυτό το μπουρδέλο που ζούμε για χώρα, χρεοκόπησε, επειδή εκείνος όταν αγόραζε ζαμπονοτυρόπιτα και φραπέ στο κυλικείο της προηγούμενης κοινής επαγγελματικής τους στέγης, δεν ζητούσε απόδειξη, δεν είχε δηλώσει ένα ενοίκιο στην εφορία κι έβγαλε ένα μαύρο χαρτζηλίκι από μια δεύτερη δουλειά για να σπουδάσει το ζωντόβολό του.
Ο δημοσιογράφος μόλις τελειώσει την εκπομπή του, χορτασμένο πια ντόπερμαν, θα δώσει την απόδειξη από την πλαστική επέμβαση στην εταιρεία, για να την περάσει ως έξοδο, θα τηλεφώνησει στο λογιστή για να μάθει πώς θα βγάλει το μαύρο μισθό έξω απ τη χώρα και θα βγει για να βρει την παρέα του σε κάποιο Ρουφ Γκάρντεν ενός ξενοδοχείου, όπου εκεί, κοιτάζοντας το λαό από κάτω θα λοιδορούν όλοι μαζί, την κατάντιά του, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις του
Κυρίως θα στηλιτεύσουν αυτή τη μανία του να μένει αδιόρθωτος Ανατολίτης που θα ξεστομίσει ένα ”Αχ Παναγία μου” – λες και υπάρχει Θεός -, που το καλοκαίρι θα πάει στο χωριό του να χαλαρώσει – λες και χάθηκαν άλλα μέρη να δει ο βλάχος – και στο πανηγύρι του χωριού, υπό τους ήχους του τσάμικου, θα φάει γουρουνοπούλα με μπόλικο αλάτι – γιατί τα νοσοκομεία του δεν τα πληρώνει αυτός αλλα οι συνεπείς υγιεινιστές βεγκαν – , θα πληρώσει το φαγητό του και – μαντέψτε – δεν θα ζητήσει απόδειξη.
*Ο Μάνθος Τριαντάφυλλος είναι δικηγόρος και πολιτικός επιστήμων.