Η έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου βρήκε την Ελλάδα κάτω από το καθεστώς την στυγνής μεταξικής δικτατορίας.
Τα πολιτικά κόμματα ήταν εκτός νόμου, τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι λαϊκές ελευθερίες ανύπαρκτα.
Η φύση του ίδιου του καθεστώτος παρέπεμπε σε ένα φασιστικό κακέκτυπο, καθώς η δικτατορία του Μεταξά δεν προήλθε από τα κάτω -ως απόρροια της δράσης ενός μαζικού φασιστικού κινήματος- αλλά επιβλήθηκε από τα πάνω.
Ετσι το καθεστώς επιχείρησε εκ των υστέρων να αποκτήσει τη μαζικότητα και την οργάνωση που ουδέποτε είχε εκ των προτέρων.
Κρατικοποίησε τα συνδικάτα, δημιούργησε ενιαία οργάνωση νεολαίας με υποχρεωτική συμμετοχή και με στρατιωτικό τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας, εφάρμοσε παντού τη λογοκρισία, ώθησε στο έπακρο τη δράση των δυνάμεων καταστολής, διάνθισε την παρουσία του με εκδηλώσεις-οπερέτες και φυσικά έδωσε άπλετο χώρο στη φασιστική προπαγάνδα.
Γενικά επιχείρησε τη βίαιη ομογενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας στο όνομα του εθνικισμού και του τρίτου ελληνικού πολιτισμού.
Παρ’ όλα αυτά, ο ηγέτης του Ιωάννης Μεταξάς είπε «Οχι» στο ιταλικό τελεσίγραφο τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940.
«Είπε το ΟΧΙ ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ», είχε σημειώσει με σκωπτικό τρόπο ο παλιός κεντρώος πολιτικός Γεώργιος Καφαντάρης (1).
Ο Μεταξάς είπε «Οχι» γιατί δεν μπορούσε να πει «Ναι». Το είχε άλλωστε παραδεχτεί ο ίδιος.
Δύο ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου 1940, ο δικτάτορας εξήγησε στους ιδιοκτήτες και στους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου ότι αν δεχόταν το ιταλικό τελεσίγραφο, η Ιταλία και η Βουλγαρία θα έκοβαν τα χέρια της Ελλάδας – καταλαμβάνοντας η πρώτη τουλάχιστον την Ηπειρο και η δεύτερη τουλάχιστον τη Θράκη – η Αγγλία θα της έκοβε τα πόδια καταλαμβάνοντας την Κρήτη και τα νησιά και η κυβέρνησή του θα απομονωνόταν πλήρως από τον ελληνικό λαό (2).
Ο δικτάτορας και το καθεστώς του γνώριζαν πολύ καλά πως μόνο τυπικά ταυτιζόταν με τις λαϊκές διαθέσεις το δικό τους «Οχι» στο ιταλικό τελεσίγραφο.
«Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη», έγραφε ο Μεταξάς στο Ημερολόγιό του μία ημέρα μετά την κήρυξη του πολέμου (3).
Οχι μόνο τον ανησυχούσαν οι διαθέσεις του λαού αλλά και του προκαλούσαν τρόμο. Γι’ αυτό και έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να αποφύγει τη λαϊκή αυτοοργάνωση.
Ετσι, ο υφυπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος, Κ. Μανιαδάκης, στις 31 Οκτωβρίου του 1940 δημοσίευε διάταγμα στον Τύπο με το οποίο απαγόρευε τη συγκρότηση εθελοντικών αντιστασιακών σωμάτων από τον λαό.
«Επειδή εσημειώθη -έλεγε το διάταγμα- κίνησις διαφόρων εθνικοφρόνων πολιτών προς οργάνωσιν εθελοντικών σωμάτων, ανακοινούται, ότι, κατ’ απόφασιν της κυβερνήσεως, πάσα τοιαύτη κίνησις ή οργάνωσις απαγορεύεται. Αι κατά τόπους αστυνομικαί αρχαί διετάχθησαν να επιβλέπουν εις την εφαρμογήν της παρούσης» (4).
Ο τρόμος του καθεστώτος απέναντι στις λαϊκές διαθέσεις είχε και άλλες διαστάσεις.
Επειδή το καθεστώς της Ιταλίας του Μουσολίνι ήταν φασιστικό, η μεταξική δικτατορία αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο, γι’ αυτήν, της ενίσχυσης του αντιφασιστικού φρονήματος μέσα στον λαό.
Για τον λόγο αυτό έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να καταπνίξει εν τη γενέσει της μια τέτοια εξέλιξη.
Η μαρτυρία του Κ. Βάρναλη, που τότε έγραφε στην εφημερίδα «Πρωία», είναι χαρακτηριστική:
Τότες κ’ εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι πήραμε στα σοβαρά (όπως κι ο λαός) τον πόλεμο κατά των “βαρβάρων επιδρομέων”. Και γράφαμε πύρινα άρθρα εναντίον τους – εναντίον του “φασισμού”. Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός, τέκνο και ομοίωμα του ιταλικού και του γερμανικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε το “σύστημα”.
Κι ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια τους ξεροκέφαλους αριστερούς που χαλούσαμε τη “δουλειά”. Ητανε (όσο θυμάμαι) ο Καρβούνης, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, ο Πανσέληνος, ο Μέξης, ο Σπ. Θεοδωρόπουλος. Και ξαφνικά για λίγες ώρες μονάχα μας φέρανε ωραίον, κομψόν και γόητα, με ύφος “υπεράνω όλων” μας, τον κ. Καραγάτση. Μα ώς το βράδυ τον αφήσανε.
Το άλλο βράδυ μας ξαναπήγανε στη Διεύθυνση της Γεν. Ασφαλείας, όπου μας παρουσιάσανε στον κ. Παξινό. Εκεί πήραμε το “πρώτο βάπτισμά” μας στο νόημα του “αλβανικού έπους”.
Ο κ. Διευθυντής, κοφτά και μελετημένα μας είπε να μην κάνουμε τον έξυπνο στα άρθρα μας βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και την 4η Αυγούστου. Και σ’ αυτή την άποψη δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής) και πως δεν φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο.
Με άλλα λόγια, εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός που μας μισούσε ή που είχε καταχτητικές βλέψεις, λες κ’ οι λαοί αισθάνονται ή ενεργούνε μοναχοί τους κ’ είναι υπεύθυνοι αυτοί για ό,τι αγαπούνε ή μισούνε και για ό,τι κάνουνε -όπως τα ομαδικά εγκλήματα εναντίον των αμάχων. Κι αφού μας ενουθέτησε και μας έκανε προσεχτικούς για το μέλλον μας άφησε “λεύτερους”, δηλ. μας “εδέσμευσε” τη σκέψη και τη γλώσσα (5).
Παρά το ασφυκτικό πλαίσιο της δικτατορίας, ο ελληνικός λαός είπε το δικό του ΟΧΙ σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους.
Στο μέτωπο αλλά και στα μετόπισθεν, στην καθημερινή ζωή του, όπου μικροί και μεγάλοι, παιδιά και ενήλικες εξέφρασαν όπως μπορούσαν τη θέλησή τους για τη νίκη, για να μην υποδουλωθεί η χώρα στον ιταλικό φασισμό.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως χωρίς τον λαϊκό ξεσηκωμό του ΟΧΙ η εθνική αντίσταση κατά της τριπλής φασιστικής κατοχής που ακολούθησε δεν θα ήταν όπως τη γνωρίζουμε.
1. Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344
2. Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ’, σελ. 522- 524
3. Ιωάννου Μεταξά, στο ίδιο, σελ. 520
4. Εφημερίδες 31/10/1940
5. Κ. Βάρναλη: «Η βουβή επέτειος-Γιορτή και λαός», «Ρίζος της Δευτέρας», 27/10/1947
efsyn.gr