1990, Φλώρινα. O Αγγελόπουλος προσπαθεί να γυρίσει το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού. το παπαδαριό, προεξάρχοντος του φασιστροπολίτη Καντιώτη, προσπαθεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική, διαδηλώνοντας και εμποδίζοντας τα γυρίσματα με κάθε τρόπο: καθημερινές καταστροφές στα σκηνικά, εκβιασμοί και απειλές σε ντόπιους που βοηθάνε στην ταινία, τεράστια πανό στα μπαλκόνια να εμποδίζουν το γύρισμα (“γενίτσαροι μαρξισταί στοπ”, “διεθνισμός=μαρξισμός”, τέτοιες παραδοχές…), εμβατήρια και κηρύγματα όλη μέρα από ηχεία στη διαπασών στο κέντρο της πόλης, κατάσταση αλλοφροσύνης. Όλες οι σκηνές της Φλώρινας ντουμπλάρονται ηχητικά. Ο Μαστρογιάννι με τη Ζαν Μορό περιμένουν στο λόμπι του ξενοδοχείου πότε θα τους επιτραπεί να κυκλοφορήσουν στην πόλη. Ο Καντιώτης αφορίζει όλο το συνεργείο. Ο Μικές Καραπιπέρης, μόνιμος σκηνογράφος στις ταινίες του Αγγελόπουλου, πεθαίνει λίγο καιρό μετά, στα 59 του, από καρδιακή προσβολή.
Τέλη της ίδιας δεκαετίας. Είναι η εποχή που δικάζεται ο Άκης Πάνου, για τον φόνο του συντρόφου της κόρης του. Σε μια μουσική σκηνή που εμφανίζεται ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, το κοινό του ζητάει να παίξει ένα τραγούδι του Πάνου. Με κρίμα παραδέχεται ότι δεν έχει ετοιμάσει ένα, αλλά με την ευκαιρία αποκαλύπτει ότι υπάρχει κρυφή συμφωνία μεταξύ μαγαζατόρων της νύχτας να μην παίζεται κανένα τραγούδι του Άκη Πάνου σε πίστες και μουσικές σκηνές, για να μην εισπράττει δικαιώματα από τις εκτελέσεις. Είναι σχεδόν ένα μέσο φυσικής εξόντωσης. Δεν είναι μόνο η εκδικητικότητα της εξουσίας και του άρχοντος πολιτισμού απέναντι σε ό,τι διαταράσσει την αφήγησή τους, αλλά και οι διάφοροι κρυφοί –και γι’αυτό πιο βρώμικοι- τρόποι λογοκρισίας και φίμωσης.
Η πραγματικότητα μας αποκαλύπτει ότι δεν είναι το έγκλημα του Άκη Πάνου που διαταράσσει την αφήγηση αυτή –αυτό είναι η πρόφαση. Είναι τα ίδια τα τραγούδια του, ο ίδιος ο πολιτισμός του –αυτός που δεν αναγνωρίστηκε, άλλωστε, ως προσφορά στο δικαστήριο για ελαφρυντικό πρότερου εντίμου βίου. Δεν ήταν το σενάριο του Αγγελόπουλου που ενόχλησε τους παπάδες και το καθυστερημένο ποίμνιό τους –δεν το είχαν διαβάσει άλλωστε. Ήταν ο ίδιος ο Αγγελόπουλος και ό,τι αυτός πρεσβεύει ως τόπος ενός άλλου λόγου στα πράγματα, ως παρέκλιση στη γραμμή του πολιτισμού που καταναλώνεται, ως «ακαταλαβίστικο» -άρα δύσκολο να κατευθυνθεί- σινεμά, ως σύμβολο –ακόμα- ενός πάντα επικίνδυνου μαρξισμού. Τα αργά πλάνα επιτρέπουν σκέψη, υποβάλλουν σε αισθήσεις, προκαλούν σε συνδέσεις με την πραγματικότητα. Μύχια, γνωρίζουν πάντα οι άνθρωποι τι απειλεί τη βολή τους και τη συνέχειά τους. Πόσο μάλλον όταν αυτές δεν συγκροτούνται από αυτό που οι άνθρωποι είναι, αλλά από αυτό που έχουν.
Δεν είναι οι λέξεις του Σάββα Ξηρού που ενοχλούν τον εξουσιαστικό λόγο. Ποτέ τους δεν είχαν αυτή τη δύναμη, ενώ ήδη από καιρό είναι καθολικά παροπλισμένες. Σε άλλη περίπτωση, μια παρέμβαση του κατάδικου από τη φυλακή –ή του δραπέτη, όπως ο αδερφός του- θα παιάνιζε σε όλα τα κανάλια, με όλες τις πικάντικες λεπτομέρειες, γεμίζοντας άπειρο τηλεοπτικό χρόνο. Είναι όμως η παράσταση που ενοχλεί, ακριβώς γιατί αποτελεί παράσταση. Γιατί ως σώμα τέχνης -ένα πεδίο δράσης που δεν καλουπώνεται από πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, που δεν ρυθμίζεται από οριακές πλειοψηφικά επιβουλές- έχει σκοπό να ανακινεί, να ψάχνει, να ψάχνεται, να προκαλεί, να καλεί, να ζητά, να αποζητά, να δοκιμάζεται, να τολμά, να ανοίγει θέματα αντί να τα κλείνει, να μην συγκαλύπτει, να μην κομπιάζει, να συμμετέχει στον λόγο και στα πράγματα (με λόγο), να πραγματώνει τη συμμετοχή, να εκφέρει τον λόγο, ακόμα και να εκτρέπει τον λόγο. Αυτά είναι που ενοχλούν. Και ενοχλούν επειδή ακριβώς προτείνονται μέσω της σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, θεσμικό σημείο αναφοράς του δημόσιου, του κοινού. Αυτά είναι τα σημερινά θανάσιμα αμαρτήματα, αυτά ήταν πάντα. Και αν η λογοκρισία δεν στοχεύει πια στη φυσική εξόντωση των προσώπων, είναι γιατί οι νόμοι της αγοράς δεν το συνιστούν.