του Μάκη Γεφυρόπουλου
«Είναι μία ιστορία για την ελεύθερη πτώση της κοινωνίας που καθώς πέφτει, επαναλαμβάνει στον εαυτό της: Ως εδώ όλα καλά. Ως εδώ όλα καλά. Σημασία όμως δεν έχει η πτώση, αλλά η προσγείωση…» – Ουμπέρτ.
Αν η θρησκεία είναι το πνευματικό αποκούμπι του ανθρώπου και η προστασία του μπροστά στο τρομερό υπαρξιακό θεριό του θανάτου, τότε η βία είναι η ζωογόνος δύναμη που κινεί την ιστορία χρησιμοποιώντας ακόμα και τα πιο αθέμιτα μέσα για να πετύχει τους στόχους της.
Η ιστορία του ανθρώπου φαντάζει με μία αριβιστική πορεία μελλοθάνατων που βαδίζουν χωρίς να τους ενδιαφέρει στα αλήθεια ο προορισμός, λουσμένοι στον πόνο, με τα πόδια τους να στέκονται μόλις μερικούς πόντους πάνω από τα ποτάμια αίματος που τους παρασύρουν με κάθε λυσσαλέο τους παφλασμό μακριά από τις αρχές της αλληλεγγύης και της αγάπης.
Η ειδωλολατρία του αίματος είναι η πραγματική θρησκεία που εξυφαίνει με μυστικιστική μοχθηρία τους συνεκτικούς δεσμούς που ενώνουν σε μία κοινή και αποκρουστική όψη, την παράνοια του είδους μας στα διάφορα «εξελικτικά» της στάδια.
Η λατρεία της βίας απαιτεί αίμα, μα κυρίως έχει ανάγκη από το μίσος που ρέει άλογα στις φλέβες των πιστών της και θολώνει την ήδη εύθραυστη λογική τους. Η μουσική της μισαλλοδοξίας ηχεί εκκωφαντικά στις καρδιές των ανθρώπων και τους μετατρέπει σε αγελαία κτήνη που θεριεύσουν στο άκουσμα της αιμοβόρας μελωδίας της.
Καθημερινά παρατηρούμε γύρω μας τα βίαια θραύσματα της οργής που κατακυριεύουν και τσαλαπατούν την πραγματικότητά μας. Ξεσπάσματα λύσσας μολύνουν με τη βιτριολική τους μανία τις ζωές μυριάδων αθώων, με το πύον που κυλάει από τις ανοιχτές κακοφορμισμένες πληγές τους να οξύνει πιότερο το εθνικιστικό συγκρουσιακό παράλογο του πνευματικού φονταμενταλισμού.
Αφορμές πολλές. Το φυτίλι της ωρολογιακής βόμβας ανάβει πανεύκολα, προκαλώντας αλυσιδωτές εκρήξεις που καταστρέφουν συθέμελα και τα τελευταία ψήγματα της κοινωνικής αυτοκυριαρχίας.
Άνθρωποι λιντσάρουν συνανθρώπους τους που βρίσκονται καταφανέστατα σε ανάγκη για να διασώσουν την υλική τους περιουσία, χάνοντας ωστόσο κατά τη διάρκεια της κλοτσοπατινάδας την ελεεινή ψυχή τους. Άνθρωποι αλληλοσπαράζονται για οπαδικές και κομματικές διαφορές.
Λαοί ξεκληρίζονται στο βωμό του χρήματος. Οικογένειες θανατώνονται εν ριπή οφθαλμού επειδή αντιμετωπίζονται από τους δεσποτικούς επικυρίαρχους ως τα φτωχά παιδιά ενός κατώτερου θεού, για τα οποία ελάχιστοι θα κλάψουν.
Κοινός παρονομαστής όλων το μίσος, που ως άλλος ιμπεριαλιστικός μηχανισμός αιχμαλωτίζει και εκτελεί τις συνειδήσεις, ανελέητα και δίχως δεύτερη σκέψη, προς τέρψη των αδηφάγων επιθυμιών του.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα το μίσος είναι το αντεστραμμένο είδωλο της αγάπης και όπως όλα τα «μυστηριώδη» πράγματα που πηγάζουν από τον ανθρώπινο νου, έχει τις διαβαθμίσεις του.
Υπάρχει το έλλογο μίσος που στρέφεται μονάχα στους αξιοκαταφρόνητους, όπως επίσης και το εξωφρενικό που καταστρέφει συλλήβδην με τη λάβα του όσους έχουν την ατυχία να σταθούν στο διάβα του.
Άλλωστε αυτοί που μισούν δυνατά, μπορούν και να αγαπήσουν αληθινά και απρόσκοπτα από τις τετριμμένες συμβάσεις της κοινωνικής απάθειας.
Ο κινηματογράφος είναι το πεδίο δράσης που φιλοξενεί όλες τις τάσεις της ανθρώπινης καρδιάς και προβάλει δημοκρατικά ακόμη και τα πιο σκοτεινά πάθη που ελλοχεύουν στα μύχια της διάτρητης ύπαρξής μας.
Είναι ο «μαγικός» χώρος που επιτρέπει τη συνύπαρξη φαινομενικά αντίρροπων ψυχολογικών δυνάμεων που συνθέτουν όμως άρτια και από κοινού τη κοινωνική χαρακτηροδομή.
Είναι το σουρεαλιστικό φαντασιακό που θεσπίζει και ορίζει την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, με τρόπο απτό και χωρίς να χάσει στιγμή τον ακραίο ρεαλισμό της.
Η δύναμη του κινηματογράφου εντοπίζεται στην ικανότητά του να συμφιλιώνει την αγάπη με το μίσος και το γέλιο με το κλάμα, με μία ευθύτητα μοναδική που καθηλώνει. Μάλιστα, στις πιο λαμπρές του στιγμές υποχρεώνει τη ζωή να βάλει τα δυνατά της για να σταθεί αντάξια στο πλευρό του.
Το Μίσος (La Haine-1995) του Γάλλου Ματιέ Κασσοβίτς είναι μία αριστουργηματική ταινία που χρησιμοποιεί εργαλειακά τη βία, με μοναδικό της σκοπό ωστόσο να μην είναι άλλος από την ανάδειξη της αγάπης.
Η αγάπη μοιάζει να μας περιγράφει γλαφυρά τούτη η βαθύτατα ερωτική ταινία, ενδημεί ανθεκτική ακόμα και μέσα στο μίσος και είναι τόσο καταλυτική που έχει την ικανότητα να αλλάξει τον κόσμο, ακόμα και αν χρειαστεί πρώτα να τον κάψει ολάκερο για να το πετύχει.
Ο Κασσοβίτς απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών για το εμβληματικό φιλμ του, μα παράλληλα κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα διαχρονικό κινηματογραφικό ορόσημο που εξακολουθεί να γεννά συγκίνηση και ερωτηματικά σε όσους έχουν τη σύνεση να αφιερώσουν δύο ώρες από τον χρόνο τους για να το μελετήσουν με εμβρίθεια.
Η ελεγεία του Μίσους σαγηνεύει τον συναισθηματισμό μας, χωρίς να παραμελεί στο ελάχιστο την όξυνση της κριτικής μας σκέψης.
Η Τέχνη στα καλύτερά της είναι η υπαρξιακή διαλεκτική που επιτρέπει την ένωση της καρδιάς με το νου και είναι αυτή που λυτρώνει τελικά την ευάλωτη πεμπτουσία μας από τους μύχιους φόβους της.
«Το Μίσος γεννάει μίσος», μα είναι η αγάπη που ελευθερώνει τα πάθη και γαληνεύει τη ψυχή.
ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΦΡΕΝΙΑΣΜΕΝΑ ΣΤΙΣ ΤΑΡΑΤΣΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Σε ένα φτωχό προάστιο του Παρισιού τρεις νεαροί μετανάστες προσπαθούν να περάσουν τη μέρα τους ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί μεταξύ της αδάμαστης θέλησής τους για ζωή και των κινδύνων που προκαλεί η ταπεινή καταγωγή τους.
Στο σύμπαν της αχαλίνωτης γαλλικής πραγματικότητας, υπάρχουν μυριάδες κόσμοι που ναι μεν αναπνέουν από τον ίδιο αέρα, αλλά ωστόσο απέχουν ταξικά μεταξύ τους έτη φωτός.
Οι αντιθέσεις στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο είναι τεράστιες και η πίεση της επιβίωσης αποτυπώνεται με τα μελανότερα στίγματα στις καρδιές των τριών φουρκισμένων πρωταγωνιστών μας.
Ο Εβραίος Βινς (Βενσάν Κασέλ) είναι ένας εξοργισμένος άνθρωπος που λατρεύει τον Τράβις Μπικλ από τη ταινία ο Ταξιτζής και κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά από ένα καθρέπτη πυροβολεί το είδωλο ενός αθέατου και συνάμα τρομερού εχθρού.
Δε γνωρίζει σε ποια κατεύθυνση να στρέψει τα πυρά του θυμού του. Το αίμα του βράζει και ξέρει ενστικτωδώς ότι κάτι δραστικό πρέπει να γίνει και σύντομα για να πάψει να ασφυκτιά η πληγωμένη ευαισθησία του, αυτή που βρίσκεται παγιδευμένη στους αποπνικτικούς στενωπούς μίας κοινωνίας που δε δίνει φράγκο για τα αποπαίδια της.
Ο Ουμπέρτ (Ουμπέρτ Κουντέ) είναι αφρικανικής καταγωγής και λατρεύει την πυγμαχία. Είναι πιο συνετός από τους φίλους του και αρκετά φιλοσοφημένος για να συνειδητοποιήσει έγκαιρα ότι το μέλλον του φαντάζει ζοφερό αν συνεχίσει να μένει δέσμιος σε ένα φρικτό παρόν που βασανίζει χωρίς ντροπή τα όνειρά του για ελευθερία.
Ο πράος Ουμπέρτ επιβιώνει στο κολαστήριο του γκέτου που τον έχει παραπετάξει η απαθέστατη χερούκλα της κοινωνικής «σωφροσύνης», πουλώντας κατά καιρούς ναρκωτικές ουσίες, μα το μόνο που λαχταράει είναι να ξεφύγει από τον κόσμο της βίας και του θανάτου.
Από την άλλη μεριά, ο τρίτος της παρέας Σαΐντ (Σαΐντ Ταγκμαουί) έχει αραβικές καταβολές και είναι η ψυχή που ενώνει με το μπρίο και τα αστεία του, τους αντίθετους πόλους που εκφράζουν οι κολλητοί του και συχνά γίνεται το μαξιλαράκι που απορροφά όλους τους κραδασμούς από τις αψιμαχίες τους.
Είναι ο πιο ευαίσθητος γιατί είναι και ο πιο ευάλωτος ανάμεσά τους. Το γέλιο του είναι η μοναδική ασπίδα που διαθέτει για να καμουφλάρει με αισιοδοξία τους ατέλειωτους εφιάλτες του. Έχει από καιρό συνειδητοποιήσει ότι η ζωή τους μοιάζει με μία ατέρμονη δυστοπία, χωρίς καμία διαφυγή.
Η μοναδική διέξοδος και το πολύτιμο στοιχείο που στολίζει τη βίαιη καθημερινότητά τους με το μεγαλείο της, είναι η φιλία τους. Είναι μία σχέση αγάπης που απελευθερώνει τα άγχη και μακιγιάρει την επιβίωση στους ψυχρούς δρόμους της αποξένωσης, σε μία πιο υποφερτή ψευδαίσθηση.
Συμμετέχουν σε ταραχές και δε διστάζουν να έρθουν αντιμέτωποι με τις αστυνομικές ορδές, μιας και στα μάτια τους οι θεσμοθετημένοι εκπρόσωποι της κατασταλτικής βίας δεν είναι παρά οι εντολοδόχοι ενός εκδικητικού θεού που έχει βαλθεί να τους κάνει τη ζωή μαρτύριο.
Κάποια στιγμή και μέσα στο συγκρουσιακό πυρετό ο Βινς βρίσκει πεταμένο χάμω, ένα αστυνομικό περίστροφο και ορκίζεται να το χρησιμοποιήσει πάνω στα «ένστολα γουρούνια» με την πρώτη αφορμή.
Η σύλληψη ενός κοινού φίλου τους, του Αμπντέλ Ιμπάχα, που συμμετείχε στις συμπλοκές έρχεται να επιταχύνει τα δραματικά γεγονότα. Ο Αμπντέλ ξυλοκοπείται στο Τμήμα και πέφτει σε κώμα, με τον Βινς να είναι έτοιμος να πάρει τη κατάσταση στα εκδικητικά χέρια του.
Οι κολλητοί του μόλις και μετά βίας καταφέρνουν να συγκρατήσουν τον οξύθυμο φίλο τους, πριν εκείνος κηλιδώσει ανεξίτηλα τη ψυχή του με το αίμα που θα σβήσει για πάντα την παιδική του αθωότητα.
Μία μέρα, αποφασίζουν να πάρουν το τραίνο που θα τους οδηγήσει μακριά από τα τετριμμένα βάσανά τους, στο Παρίσι.
Ελπίζουν να συναντήσουν μία γενναιόδωρη αγκαλιά, μα και εκεί η καχυποψία και η εχθρική αντιμετώπιση που τυγχάνουν από τους πρωτευουσιάνους νοικοκυραίους, πληγώνει μαζί με την περηφάνεια και τα ελάχιστα τμήματα της ψυχής τους που παρέμεναν ανέπαφα μέχρι τότε, από τις οδύνες της περιθωριοποίησης.
Μπλέκουν τυχαία σε φασαρίες με αστυνομικούς και συλλαμβάνονται μόνο και μόνο για να υποστούν και οι ίδιοι τη κακοποίηση και το μίσος υπό την αιγίδα του γεροξεκούτη άτεγκτου Νόμου, στο Τμήμα.
Αποτέλεσμα μερικοί μώλωπες, μα το σημαντικότερο είναι ότι χάνουν το τελευταίο νυχτερινό τραίνο της επιστροφής.
Μένουν εγκλωβισμένοι σε μία μεγαλούπολη που έχει τα λαμπερά της φώτα στραμμένα μακριά από τους παρείσακτους επισκέπτες της.
Περνούν τη νύχτα τους στις ταράτσες, βρίζοντας αστυνομικούς και skinheads, παρακολουθώντας παράλληλα από απόσταση τον Πύργο του Άιφελ να στέκει καμαρωτός και αδιάφορος για την ανθρώπινη παθογένεια, στον έναστρο νυχτερινό ουρανό.
Όταν ο Βινς μαθαίνει ότι ο Αμπντέλ υποκύπτει τελικά στα θανάσιμα τραύματά του, θολώνει και αφού πρώτα τσακώνεται με τον Ουμπέρτ που προσπαθεί μάταια να τον συγκρατήσει, φεύγει μαινόμενος κρατώντας το όπλο στο χέρι για να βρει το «γουρούνι» που θα δεχτεί τον μπαλτά της μανίας του στη σκληρόκαρδη σάρκα του.
Οι δύο φίλοι μένουν πίσω και πέφτουν θύματα μερικών περιπλανώμενων skinheads που επιζητούν τη φασαρία για να τονώσουν τη ρατσιστική τους επιθετικότητα.
Ο Βινς επιστρέφει πάνω στην ώρα και με την απειλή του περιστρόφου επιτυγχάνει να τους διασώσει, παγιδεύοντας μάλιστα και έναν από τους νεοναζιστές (τον ενσαρκώνει ο ίδιος ο Κασσοβίτς).
Ο Βινς είναι αποφασισμένος να τον δολοφονήσει, διοχετεύοντας έτσι το πάθος του για εκδίκηση στο αιμάτινο κανάλι της ψυχοσύνθεσης του που κοχλάζει, μα λίγο πριν πατήσει τη σκανδάλη διστάζει.
Σταματά, κατεβάζει το όπλο. Δεν είναι ο αγγελιοφόρος του θανάτου τελικά. Δεν είναι παρά ένα δακρυσμένο παιδί που ψάχνει εναγωνίως την αλήθεια μέσα στα χαλάσματα ενός θρυμματισμένου κόσμου που βρίσκεται σε παρατεταμένη σήψη.
Με τη φιλία τους πλέον να αναπτύσσει βαθύτερους βλαστούς αγάπης, οι τρεις Σωματοφύλακες της ζωής, επιστρέφουν στο προάστιό τους, έχοντας ανάγκη από τη φροντίδα και τη καλοσύνη των αγαπημένων προσώπων τους, οι οποίοι τους προσμένουν γεμάτοι ανησυχία στα πατρικά τους.
Μόνο που ένα φάντασμα του παρελθόντος έρχεται για να καταστρέψει οριστικά τη φιλία τους. Πέφτουν πάνω σε έναν από τους αστυνομικούς που τους έχει βάλει στο μάτι από καιρό, εξαιτίας των προηγούμενων προστριβών ανάμεσά τους.
Ο Βινς δολοφονείται από την ηθελημένη ακούσια εκπυρσοκρότηση του υπηρεσιακού όπλου του ένστολου και καταλαβαίνει από το πρώτο θανάσιμο βόλι στο κεφάλι ότι η βία όπως και η Δικαιοσύνη είναι τυφλή.
Στη τελευταία σκηνή της ασπρόμαυρης τραγωδίας, ο Ουμπέρτ και ο αστυνομικός σκοπεύουν με τα περίστροφά τους, ο ένας τον άλλον, με τον Σαΐντ να τους παρακολουθεί έντρομος και ανήμπορος να αλλάξει το παραμικρό, παρακαλώντας τους θεούς της οικουμένης να τον ξυπνήσουν γρήγορα από τον φρικτό εφιάλτη του.
Ο χρόνος έχει σταματήσει. Η πλάση κρατά βάναυσα την ανάσα στα πνευμόνια της και ο σπαρακτικός πυροβολισμός έρχεται να διαταράξει για λίγο τη σιγαλιά.
Ο θνησιγενής μέσα στη ρεαλιστική μεταφυσική του, χορός μεταξύ «Αγίων» και «Τεράτων» μόλις έχει λάβει τέλος, για να ξεκινήσει και πάλι μετά από λίγο με διαφορετικούς αυτή τη φορά αφανείς παρτενέρ, στην ίδια όμως και απαράλλακτη αρένα της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Η ζωή ωστόσο τις περισσότερες φορές απλά κοιτάζει αλλού, μην αντέχοντας τον ανυπόφορο τρόμο και συνεχίζει να ρέει απρόσκοπτη, παρασέρνοντας μακριά της, την αποφορά της ανθρώπινης κτηνωδίας.
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΙΣΟΣ
Το φιλμ εξιστορεί τα πάθη μίας χούφτας νέων ανθρώπων που βρίσκονται στο μεταίχμιο μίας βάναυσης πραγματικότητας που απειλεί και όντως καταφέρνει να τους παρασύρει στο κυκεώνα ενός ατέρμονου εφιάλτη.
Ο Βινς και η παρέα του έχουν μάθει από τα γεννοφάσκια τους να παλεύουν με τα καπρίτσια της μοίρας, όμως είναι οι κοινωνικές σχέσεις αυτές που τους υποχρεώνουν να εξακοντίζονται ολοταχώς προς το τραγικό τέλος τους.
Στις καρδιές των αγαπημένων τους είναι ήδη αξιολάτρευτοι, όμως στα μάτια των Αρχών δεν είναι παρά μερικά ακόμα περιθωριακά τέρατα που βυσσοδομούν ενάντια στους νομιμόφρονες πολίτες της γαλλικής μικροαστικής λογικής.
Οι νεαροί μας παρίες δεν έχουν κάνει κάτι κακό, πέρα από το γεγονός ότι τους αρέσει να αναπνέουν με τρόπο διαφορετικό από το συνηθισμένο.
Είναι ερωτευμένοι με τη ζωή και διαθέτουν το χάρισμα να απολαμβάνουν τις μικρές στιγμές ευτυχίας, κάθε φορά που αυτές τους προσφέρονται απλόχερα, σε αντίθεση με την επικρατούσα αστική μεμψιμοιρία που μονάχα κατάθλιψη γεννά στη ζωηρή φαντασία.
Είναι καταδικασμένοι να υποφέρουν διαρκώς, κουβαλώντας στις μικρές τους πλάτες τις αμαρτίες όλου του κόσμου, καθώς σύμφωνα με τη κοινή γνώμη οι φτωχές τους καταβολές είναι συνυφασμένες a priori με τη βία και την ανομία που ταλανίζουν τη σαθρή ευταξία των νομιμόφρονων νοικοκυραίων που το μόνο που επιζητούν από την εφήμερη επίγεια παρουσία τους, είναι να πεθάνουν ήσυχα, πάνω στο νεκροκρέβατο της απάθειας, κοιτώντας αιωνίως τη δουλειά τους.
Οι νοικοκυραίοι είναι εκείνοι που οργανώνουν τη καθημερινότητά τους με μία σχολαστικότητα που κακοποιεί την ελευθερία και σοδομεί την ονειροφαντασία, όμως η μεγαλύτερη συνεισφορά τους δεν είναι άλλη από την περαιτέρω όξυνση των ταξικών αντιθέσεων προς τέρψη του καπιταλιστικού μηχανισμού διαιώνισης της δυστυχίας.
Οι τρεις φίλοι αγαπούν. Αγαπούν βαθιά και για αυτό εξοργίζονται όταν μαθαίνουν για τη δολοφονία του άλλου φίλου τους που έπεσε θύμα μίας μοχθηρίας που εκτός από κόκκαλα τσακίζει και κεφάλια, προτιμώντας μάλιστα εκείνα που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, πέρα από μερικά στραπατσαρισμένα εφόδια ανθρωπιάς, τα οποία και φυλούν καλά στη καρδιά τους, μπροστά στο κίνδυνο να τους τα αρπάξουν οι ληστρικές αρπάγες του καθωσπρεπισμού.
Οι τρεις φίλοι δεν είναι ηθικοί, μιας και δεν έχουν εκπαιδευτεί να σέβονται ακόμα και εκείνους που αξίζουν τη καταφρόνια τους, μόνο και μόνο δηλαδή επειδή έτσι πρέπει να φέρονται οι σωστοί άνθρωποι.
Διαθέτουν όμως μία έμφυτη παιδεία και ένα απαράμιλλο ήθος που αναδύεται στην επιφάνεια της προσωπικότητάς τους μονάχα όταν κρίνουν οι ίδιοι ότι αξίζει τον κόπο να φανερώσουν τη τρυφεράδα του.
Οι πρωταγωνιστές της ταινίας μας είναι οι τραγικοί ήρωες μίας ιστορίας ακραίου ρεαλιστικού τρόμου, γιατί είναι αληθινοί και έχουν μάθει να μη θυσιάζουν τον συναισθηματικό τους πλούτο στο βωμό μίας μισερής κοινωνίας που λατρεύει τη τυποποίηση και δοξάζει την αβελτηρία.
Είναι η μισερή κοινωνία αυτή που γονιμοποιεί το παράφορο μίσος και δημιουργεί τον παράλογο θάνατο. Είναι αυτή που περιθωριοποιεί τις ανθρώπινες ψυχές με βάση μερικά φαιδρά κριτήρια για το χρώμα του δέρματος και το μέγεθος του πορτοφολιού.
Είναι αυτή που τρομοκρατεί και γεμίζει τους δρόμους με φοβισμένες υπάρξεις και η ίδια που πλάθει στα καχεκτικά πρότυπά της, τους ορκισμένους επίδοξους καταστροφείς της.
Είναι η συφιλιδική δυστοπία που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της αγάπης στους δυσώδεις κόλπους της, εξαιτίας του παθολογικού της φόβου να μην απωλέσει τα σκήπτρα της μισαλλοδοξίας για χάρη της ερωτοαγάπης.
Ο Βινς, ο Ουμπέρτ και ο Σαΐντ μισούν γιατί γνωρίζουν να αγαπούν. Μισούν μόνο εκείνους που επιβουλεύονται τη συναισθηματική τους ελευθερία. Μισούν τους μηχανισμούς που επιβραβεύουν τον ταξικό αυτοματισμό.
Το μίσος είναι ταξικό. Μισούν γιατί δεν τους επιτρέπουν να εκφράσουν πλέρια την αγάπη τους.
Η ζωή στη καθάρια και κρυστάλλινη μορφή της, απεχθάνεται τη μανιχαϊστική οριοθέτηση της πραγματικότητας. Οι νέοι άνθρωποι κάνουν πράξεις βίας γιατί δεν τους επιτρέπεται να κάνουν πράξεις καλοσύνης και εξαρτάται από την περίσταση και τη λειτουργία των ταξικών μηχανισμών για τη στάση που θα κρατήσουν απέναντί της.
Η απρόσκοπτη αγάπη ηθικοποιείται στα κάλπικα χέρια ενός ενοχικού θεού και καταστέλλεται από τα γραφειοκρατικά γκλομπ μερικών απονεκρωμένων συνειδήσεων.
Ο πόνος της αγάπης που δε βιώνεται, κυοφορείται στα σπλάχνα μίας παρακμιακής και αδηφάγας κοινωνίας που έχει μάθει να φθονεί απάνθρωπα οποιαδήποτε απόχρωση της ζωής.
Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΕΡΑΤΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ζούμε σε παράξενους και χαλεπούς καιρούς. Ο καπιταλισμός έχει οικοδομήσει μία στρυφνή εικονική πραγματικότητα, μέσα στην οποία οι άνθρωποι γεννιούνται και σβήνουν απαρατήρητοι, προσπαθώντας μανιωδώς και ενάντια στη θέλησή τους, να συμβάλουν στη γιγάντωση του πήλινου γίγαντα, θυσιάζοντας δυστυχώς άσκοπα κάπου στο δρόμο την πολύτιμη και ζωτική ενέργειά τους.
Ο ορθολογισμός του κέρδους με κάθε αθέμιτο μέσο, είναι ο κυρίαρχος πολιτισμός του σήμερα και αυτός που εξυφαίνει με τη χρησιμοθηρική του λογική, τον ζοφερό μανδύα που σκεπάζει με το άγχος της επιβίωσης τις καρδιές αμέτρητων υπάρξεων.
Η αγάπη, η αλληλεγγύη και τα όνειρα για μία καλύτερη και ποιοτικότερη ζωή κρίνονται ως αντιπαραγωγικά και ιδιαίτερα επικίνδυνα, μιας και η καθεστηκυία άρχουσα τάξη προτιμά τη τυποποιημένη υποταγή και τα σιδερωμένα μυαλά για να διατηρήσει έτσι αναίμακτα την εύθραυστη εξουσία της.
Ο καπιταλισμός είναι τόσο ορθολογικός που κάνει τους ανθρώπους να στρέφονται στο «παράλογο» της επανάστασης πάνω στην προσπάθειά τους να καταστρέψουν τον κόσμο του πόνου και να τον αντικαταστήσουν με έναν πιο ανθρώπινο.
Η λύση της διείσδυσης του παράλογου στη ζωή μας φαντάζει με μονόδρομο, καθώς ο έρωτας, η τέχνη, αλλά φυσικά και ο επαναστατικός αγώνας πηγάζουν από τη μήτρα του ανέφικτου, επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και τον πατέρα του ανορθολογικού σουρεαλισμού, Αντρέ Μπρετόν.
Η μουσική της αγάπης είναι απαραίτητη για να αναπτύξουμε μία ισορροπημένη και θαρραλέα προσωπικότητα που δε θα διστάζει στιγμή να κυνηγήσει το ανεδαφικό του δίκαιου αγώνα της, κάθε φορά που το όνειρό της για ένα καλύτερο παρόν θα κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν εφιάλτη δίχως αύριο.
Χορτάσαμε από τα κερδοσκοπικά οικονομικά προγράμματα που κόβουν χρόνια από τους εργαζόμενους, για να προσθέσουν πλούτο στα θησαυροφυλάκια μίας χούφτας μεγιστάνων.
Χορτάσαμε να ακούμε τους κουστουμαρισμένους ελιτίστικους παραλογισμούς να εξισώσουν τις ανθρώπινες υπάρξεις με τα υλικά περιουσιακά κατηγορήματα και στο ζύγι της κερδοσκοπίας να τις αποτιμούν ως άχρηστες, πετώντας τες στα σκουπίδια σαν στυμμένες λεμονόκουπες.
Η τερατογονία του καπιταλισμού γίνεται εξάλλου αντιληπτή καθημερινά. Ο νεοφασισμός, ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο ρατσισμός είναι τα παραμορφωμένα απότοκα της τετράγωνης «λογικής» του.
Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι με τη σειρά τους κατακρεουργούν όλη την ώρα τους λαούς, με τους αντίστοιχους οικονομικούς να καταστρέφουν συθέμελα τις ζωές δισεκατομμυρίων, δημιουργώντας παράλληλα και μυριάδες εύφλεκτους κοινωνικούς μηχανισμούς που είναι έτοιμοι να εκραγούν με την πρώτη ευκαιρία, σμπαραλιάζοντας δικαίους και αδίκους με τα θραύσματα του εκδικητικού μένους τους.
Η βία και το μίσος διέπουν τις ζωές μας, με μία λειτουργική σφοδρότητα που τρομάζει.
Είναι πράγματι απαραίτητη η βία; Στα αλήθεια υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να μισήσουμε ελεύθερα, μέσα από τη καρδιά μας; Οι κοινωνικοί αγώνες και τα επαναστατικά κινήματα εξισώνονται με τους επεκτατικούς πολέμους και τις εθνοκαθάρσεις; Η πάλη των τάξεων στους δρόμους και στις γειτονιές συγγενεύει με τα πογκρόμ και τα δολοφονικά μαχαιρώματα αλλόθρησκων στα σοκάκια;
Δύσκολα ερωτήματα με οδυνηρές και αμφιλεγόμενες απαντήσεις που δε σηκώνουν μονολιθικές προσεγγίσεις.
Ο θάνατος θα είναι πάντοτε μία τρομακτική κατάσταση που θα υπερβαίνει τα έλλογα όρια της ψυχικής μας αντοχής. Ακόμα και η οριστική κατάληξη των λαϊκών καταπιεστών θα θυμίζει σε όλους μας, έστω και υποσυνείδητα, το εφήμερο του είναι μας. Θα ζωγραφίζει με ανεξίτηλες θύμησες το μάταιο της εγωτικής μας αλλοφροσύνης.
Ωστόσο, η βάναυση κακοποίηση που αντιμετωπίζουν καθημερινά μεγάλα τμήματα του λαού, δε σηκώνει αντιρρήσεις για την αναγκαιότητα της αγωνιστικής δράσης.
Προσπαθούμε να επιβιώσουμε στις αρένες της αδηφάγας μονομανίας και η αντίσταση είναι μονόδρομος αν επιθυμούμε στα αλήθεια να διατηρήσουμε ανέπαφη τη σωματική και πνευματική μας ακεραιότητα.
Το παρόν μας είναι ένας βίαιος κόσμος που απειλεί με τις δαγκάνες του να πληγώσει ανεπανόρθωτα το μέλλον. Το μέλλον δε θα καταστεί ποτέ κάτι πέρα από μία κάτωχρη καρικατούρα, αν δεν παλέψουμε πρώτα και με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας από εμάς στο ζοφερό τώρα για την ανατροπή του.
Ο θάνατος είναι μία έξη και σε κάθε περίπτωση απαιτεί τη μέγιστη προσοχή, αν χρειαστεί κάπου κάποτε να γίνει επίκληση στις δυνάμεις του.
Τα παιχνίδια με τα όπλα θα είναι πάντα επικίνδυνα, μιας και μπορεί να εκπυρσοκροτήσουν ανά πάσα στιγμή, επιλέγοντας ύπουλα μάλιστα τις περιπτώσεις εκείνες που οι άμυνες της αγωνιστικής επαγρύπνησης θα είναι κατεβασμένες.
Τα καρμικά πυροβόλα δε κάνουν διακρίσεις. Σκοτώνουν τους πάντες ανεξαιρέτως. Η επιλογή είναι δική μας υπόθεση για το πώς και αν θα τα χρησιμοποιήσουμε ποτέ.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΗ ΔΙΑΝΘΙΖΕΙ
Γίνεται να αγαπάμε, με το μίσος συγχρόνως να διαφεντεύει την πραγματικότητά μας;
Γίνεται να αμφιταλαντευόμαστε αδιάκοπα ανάμεσα στις μικρές στιγμές της ευτυχίας και στον θάνατο που παραμονεύει σε κάθε μας απόφαση για να πάρει τα ηνία του νου μας;
Συμβαίνει. Ο κεντρικός πυρήνας της ανθρώπινης φύσης έχει τόσο την ικανότητα να αφήνεται στις ποιοτικές φροντίδες μίας μεγαλειώδους αγάπης, όσο και να κατρακυλάει κατατσακισμένος στα τάρταρα του θυμικού ερέβους.
Δεν είμαστε έμφυτα διαβολικοί, ούτε πλασμένοι για να ακτινοβολούμε με το αγγελικό μας φωτοστέφανο την πλάση ολόγυρά μας. Δεν υπάρχουν τα γονίδια του κακού και του καλού, εκείνα δηλαδή που θα προκαθορίσουν την πορεία μας, εξαιτίας ενός αδίστακτου καρμικού πεπρωμένου που διψάει για αίμα και πόνο κατά το δοκούν.
Αν επιθυμούμε με το ζόρι να ψέξουμε τη μοίρα, ας το αφήσουμε καλύτερα για μία άλλη, περισσότερο κατανυκτική μέρα.
Ο πατριαρχικός καπιταλισμός είναι επίγειος και παράγει ανεξέλεγκτα όση «κακοδαιμονία» τραβάει η όρεξή μας και μαζί με την αυταρχική ουράνια δεισιδαιμονία πλάθουν χαρακτηροδομές που διακρίνονται κατά κύριο λόγο, για τη δυστυχία τους.
Η ζωή σήμερα είναι εγκλωβισμένη σε ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με τα συρματοπλέγματα της οικονομικής διαστροφής να υψώνονται απροσπέλαστα απειλητικά γύρω της, κρατώντας την δέσμια σε μία ατέρμονη σαδομαζοχιστική παθογένεια.
Οι ελπίδες να δραπετεύει με το κεφάλι ψηλά είναι λιγοστές, μα όχι και ανύπαρκτες.
Εκείνοι που έχουν επίγνωση για τα δεινά της κατακερματισμένης κοινωνικής αποσύνθεσης και δε μένουν παθητικοί δέκτες των εξουσιαστικών της ορέξεων, αλλά αντίθετα προτιμούν να «πεθάνουν» αγωνιζόμενοι, δαιμονοποιούνται συνολικά, ως άλλοι αιρετικοί διάβολοι που επιβουλεύονται τη γαλήνια ευημερία των πειθήνιων νοικοκυραίων.
Είναι όντως πανεύκολο και υποκριτικό να καταδικάζεις τη βία από όπου και αν αυτή προέρχεται και εξίσου εύκολο να πορεύεσαι με το σταυρό του παθητικού κομφορμισμού στο χέρι, την ίδια ώρα μάλιστα που κουβαλάς παραμάσχαλα και το Ευαγγέλιο που εξυμνεί κυνικά τη θεωρία των άκρων.
Η στοχευμένη δράση λοιπόν, είναι η ειδοποιός διαφορά που ξεχωρίζει την άσκοπη κακοβουλία από τη γενναιοψυχία.
Αφού όμως οι κοινωνικές σχέσεις είναι τόσο αδυσώπητες και πανίσχυρες, υπάρχει στα αλήθεια η δυνατότητα της εκλογής, δηλαδή για το τί είδους άνθρωποι θέλουμε να είμαστε;
Είναι οι προσλαμβάνουσες που αποκτούμε μέσω της ανθρωποκεντρικής παιδείας αυτές που θα μας ωθήσουν να απλώσουμε την αλληλεγγύη μας για να αλαφρύνουμε το βάσανο, από το τρεμάμενο χέρι του συνανθρώπου μας και η απουσία της, αντίθετα, αυτή που θα μας οπλίσει με το μαχαίρι για να του το κόψουμε από τη ρίζα.
Η παιδεία που εξυμνεί τον άνθρωπο είναι η καλύτερη αντίσταση απέναντι στους μισερούς σκοπούς της καθημερινής βίας, μίας «κανονικότητας» δηλαδή που λατρεύει να διαστρεβλώνει την αγάπη μόνο και μόνο επειδή δεν αντέχει να αντικρύζει κατάματα τη θαυμαστή ομορφιά της.
Η ανθρωποκεντρική παιδεία παίρνει την αβυσσαλέα επιθετικότητα και το άλογο μίσος και τα μετουσιώνει σε μία επαναστατική ορμητικότητα που καταλήγει αρμονικά στο κανάλι της χειραφετημένης ελευθερίας.
Και όταν η παιδεία ξύσει για τα καλά τις παρυφές των δυνατοτήτων της, τότε έρχεται η ώρα που αναλαμβάνουν δράση η αισθητική, το ήθος και η κουλτούρα για να συνεχίσουν να μάχονται θαρραλέα για το δίκαιο της ζωής.
Ακόμα και κάτω από τις χειρότερες των συνθηκών, πάντοτε θα έχουμε το περιθώριο της επιλογής. Πάντα θα έχουμε τη δυνατότητα να σκεπτόμαστε και να δρούμε με ενάργεια, χωρίς να παρασυρόμαστε από τις βραδυφλεγείς βουλές μίας νοσηρής οργής που τρομοκρατεί και δολοφονεί ασυλλόγιστα.
Η ζωή είναι μία έξη αγάπης που διανθίζεται αδιάλειπτα από μικρές και τεράστιες πράξεις καθημερινής τρυφεράδας. Η καλοσύνη ενέχει τη συντροφική αλληλεγγύη και είναι αυτή τελικά που απελευθερώνει τη καρδιά από τα μισερά βαρίδια που δυναστεύουν φθονερά την ύπαρξή μας.