Mε αφορμή το «Δυο ημέρες, μια νύχτα» των αδελφών Νταρντέν
Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του «Δυο ημέρες, μια νύχτα», τελευταίας ταινίας των αδελφών Νταρντέν, κυλά πάνω σε αυτό τον αφηγηματικό άξονα: το να να πάει να βρει έναν – έναν τους δέκα τέσσερεις από τους δέκα έξι που ψήφισαν εναντίον της και να προσπαθήσει να τους μεταπείσει. Στα υπέρ της ταινίας είναι ότι αντιμετωπίζει το ζήτημα κάθε άλλο παρά μελοδραματικά, το αντιμετωπίζει ψύχραιμα αλλά και όχι ψυχρά, ψύχραιμα και θερμά. Στα υπέρ της επίσης ότι δεν αντιμετωπίζει το θέμα καταγγελτικά και με κρυμμένα μανιφέστα στο μανίκι. Όχι πως θα δυσκολευθεί ο καθένας, ανάλογα με τον τρόπο που βλέπει ιδεολογικά τα πράγματα, να πάρει θέση για όλο αυτό που συμβαίνει, αλλά πάντως δεν είναι η ταινία που σου μπουκώνει εκβιαστικά τη θέση. Οι Νταρντέν δεν προσπαθούν να μας δώσουν λυσάρι για το πώς αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις. Καταγράφουν μια πραγματικότητα, τα διλήμματά της, τα μεγάλα της ζόρια. Σε κανέναν δεν περισσεύουν τα χίλια ευρώ, όλοι τους τα έχουν ανάγκη, μεγαλύτερη ή μικρότερη. Και η Σάντρα θα πάψει να πληρώνει την υποθήκη και θα χρειαστεί να μετακομίσουν. Και ίσως το βασικότερο προσόν της ταινίας είναι ότι καταφέρνει πράγματι να φτιάξει μια πολύ ζωντανή παλέτα, παρουσιάζονταις διαφορετικές αντιμετωπίσεις από τους συναδέλφους της, που κινούνται σε όλο το φάσμα, από την ενεργή συμπαράσταση, ως την ενοχή, ως την αμφιταλάντευση, ως την κατανόηση που φτάνει μέχρι την συμπάθεια για την κατάσταση της Σαντρα αλλά όχι παραπάνω, μέχρι τέλος και την απόλυτη γαϊδουριά και τον επιθετικό ατομικισμό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτή η εντός ή εκτός εισαγωγικών δημοκρατικότητα, αυτή η αποθέωση ή η διαστρέβλωσή της -όπως το δει κανείς-, αυτό το παίρνω το μπαλάκι από πάνω μου και το ρίχνω στους εργαζομένους. Είναι ένα μπαλάκι που πετιέται σχεδόν αριστουργηματικά: δεν φταίω εγώ, βρείτε τα μόνοι σας. Δεν σας διατάζω εγώ, εσείς οι ίδιοι αποφασίζετε. Είμαι το αφεντικό και ταυτόχρονα εσείς είστε τα αφεντικά του εαυτού σας. Εγώ σας βάζω το όριο ότι τα λεφτά δεν φτάνουν και για τα μπόνους σας και για τη διατήρηση της θέσης εργασίας. Αν βέβαια αντί να τσακώνονται δημοκρατικά μεταξύ τους, όλοι μαζί ενωμένοι αμφισβητούσαν αυτό ακριβώς το όριο, μπορεί τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Έτσι αν η ταινία μιλά για ένα εντελώς καίριο θέμα, αυτό δεν είναι τόσο η επισφάλεια της εργασίας, όσο η διαφορά στις αντιλήψεις. Το ενδεχόμενο να απεργήσουν ή έστω ενωμένοι να θέσουν το ζήτημα στην εργοδοσία δεν κάνει καθόλου την εμφάνισή του.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο δεν είναι πως η Σαντρα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος, το λιγότερο παραγωγικό γρανάζι, αυτή που μένει πίσω και είναι έτοιμη να πεταχτεί. Αν η ταινία είναι υπέρ της αλληλεγγύης των εργαζομένων και της ενότητάς τους αντί της διάσπασής τους, πάντως όπως είπαμε δεν το φωνάζει (και καλά κάνει). Έτσι, αν τελικά περνάει με αρκετή σαφήνεια ένα μήνυμα, είναι το μήνυμα του αγώνα, το μήνυμα πως σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως αποτελέσματος αξίζει να μην παραδίνεσαι και να πολεμάς. Αν ήθελε βέβαια να χρησιμοποιήσει κανείς μια σοφιστεία, θα μπορούσε να πει ότι με αυτή τη λογική καλό της κάνει η περιπέτειά της, τη βγάζει κι από την κατάθλιψή της και την παράδοσή της. Ωστόσο θα ήταν όντως άδικο να τη χρησιμοποιήσει.
Από εκεί και πέρα έχω μια βασικότατη αμφιθυμία ως προς την ταινία. Ενώ θεωρώ πως τέτοιου είδους έργα είναι πολύτιμα, πως το σινεμά πράγματι όχι μόνο μπορεί αλλα και πρέπει να κοιτάζει προς την κοινωνία και τα προβλήματά της, πως κάτι πηγαίνει πολύ στραβά αν γυρίζονται μόνο ταινίες που περιορίζουν το σινεμά μόνο στην ψυχαγωγική του διάσταση, πιστεύω πως το συγκεκριμένο έργο των Νταρντέν δεν είναι καλό σινεμά. Εκτός κι αν δεχθούμε πως η αξία που του προσδίδει η θεματική του αρκεί και περισσεύει. Αλλά προσωπικά δεν μπορώ να το δεχθώ. Νομίζω πως θα μπορούσε κανείς να διηγηθεί αυτό που συμβαίνει στην ταινία και να μην έχει χάσει και πάρα πολλά πράγματα. Ναι, η Μαριόν Κοτιγιάρ είναι μια πολύ σημαντική ηθοποιός της γενιάς της και το αποδεικνύει ξανά, ναι, ίσως τα βλέμματα των συναδέλφων της Σάντρα ή το πώς κατεβάζουν το κεφάλι όταν την αντικρίζουν να μην μπορούν να μεταδοθούν αν δεν δεις το έργο, αλλά και πάλι έχω την αίσθηση ότι αυτό που συμβαίνει στην ταινία μπορείς να το αφηγηθείς και με λόγια. Και οι σημαντικές ταινίες ξεκινάνε από αυτό που μπορεί να μεταδοθεί μόνο κινηματογραφικά, από εκεί που το μέσο δεν λειτουργεί ως απλή αναπαράσταση μιας γραμμένης με λέξεις ιστορίας. Οπότε ναι, πολύ σημαντική η συζήτηση που ανοίγει η ταινία, αλλά πολύ λιγότερο σημαντική η ταινία που ανοίγει τη συζήτηση.