Χρήστος Μπαξεβάνης, Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ
Ο Νεοφιλελευθερισμός έχει καταστεί μια ολοένα και περισσότερο δημοφιλής λέξη με τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί αυτό που ο Louis Althusser ονόμαζε «περιγραφική θεωρία», δηλαδή να περιοριστεί σε λίγες αόριστες και ασαφείς έννοιες. Για πάρα πολλούς, ο Νεοφιλελευθερισμός ανάγεται στον τομέα της οικονομικής πολιτικής (ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση), σε ένα καθορισμένο δόγμα (Αμερικανική Σχολή του Σικάγου), και φυσικά στους ηγέτες οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο δόγμα του προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (Reagan, Thatcher). Μολονότι δεν είναι καταρχήν λάθος, είναι, ωστόσο, αρκετά ανεπαρκές προκειμένου να κατανοήσουμε τι ακριβώς έχει συμβεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Οι Pierre Dardot και Christian Laval υποστηρίζουν ότι ο Νεοφιλελευθερισμός είναι κάτι περισσότερο από μια οικονομική θεωρία ή/και πολιτική ιδεολογία. Είναι μια ορθολογικότητα, μια μορφή κυβέρνησης του σύγχρονου κόσμου στη βάση της νόρμας του ανταγωνισμού και των αρχών της αποτελεσματικότητας/αποδοτικότητας. Αξιοποιώντας τις παραδόσεις του Michel Foucault για τις πρακτικές του κυβερνάν και τη κυβερνητικότητα (gouvernementalité), υποστηρίζουν ότι ο Νεοφιλελευθερισμός, ως (νέος) «Λόγος» του κόσμου, δομεί και οργανώνει όχι μόνο τις αποφάσεις και δράσεις των κυβερνώντων, αλλά και των κυβερνωμένων, δομεί και επιδιώκει να καταστήσει το υποκείμενο αποδοτικό/αποτελεσματικό σε κάθε τομέα και με κάθε τίμημα. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Νεοφιλελευθερισμός έχει μετατραπεί σε ένα είδος κοινής λογικής. Έχει γίνει ηγεμονικός με τους όρους του Antonio Gramsci, επιφέροντας καθοριστικές επιστημολογικές και οντολογικές επιπτώσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, η Wendy Brown υποστηρίζει πως ο Νεοφιλελευθερισμός έχει πραγματοποιήσει έναν από τους μεγαλύτερους μετασχηματισμούς (μεγαλύτερο και από την Βιομηχανική Επανάσταση τον 19ο αιώνα) στην πολιτική, την κοινωνία, τα οικονομικά, τις διεθνείς σχέσεις και την υποκειμενικότητα των ανθρώπων. Προκειμένου να προσδιορίσει αυτή την πραγματικότητα χρησιμοποιεί τον όρο «αποδημοκρατικοποίηση», ενώ ο Alain Badiou, περισσότερο αιχμηρός, ονομάζει τις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες «επινοημένους φασισμούς».
Ο Νεοφιλελευθερισμός μετατρέπει τα πάντα σε οικονομικά μεγέθη (ανθρώπινο κεφάλαιο), τα ρυθμίζει βάσει της καθολικής νόρμας του ανταγωνισμού, και τα αποτιμά με βάση τις τεχνικές αξιολόγησης και τα κριτήρια της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας. Έτσι, σχεδόν ανεπίγνωστα και ανεπαίσθητα, κατασκευάζεται το Νεοφιλελεύθερο Υποκείμενο: ο homo entrepreneur. O άνθρωπος, για την ακρίβεια το άτομο είναι πλέον «επιχειρηματίας» του εαυτού του, ένας μεμονωμένος «επενδυτής» στο προσωπικό του μέλλον, που επιδιώκει την συσσώρευση και την επιτυχία. Κάθε μεμονωμένο και ατομικό κομμάτι του ανθρώπινου κεφαλαίου έχει ως σκοπό την αύξηση της (μετοχικής) αξίας του και την ισχυροποίηση/ενδυνάμωση της ανταγωνιστικής του θέσης. Στο σημείο αυτό, η εκλεκτική συγγένεια του Νεοφιλελευθερισμού με τον Κοινωνικό Δαρβινισμό του Herbert Spencer είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Η Margaret Thatcher, γνήσιος εκφραστής του κοινωνικού δαρβινισμού και αυτοματισμού, θα το ξεκαθαρίσει άπαξ διαπαντός, δηλώνοντας πως δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα· άτομα που πρέπει συνεχώς να ανταγωνίζονται, επιστρατεύοντας τους πόρους τους και μεγιστοποιώντας τα πλεονεκτήματά τους.
Ακολούθως, το άτομο είναι εκτεθειμένο στους νόμους της αγοράς, χωρίς καμία μεσολάβηση ή προστασία. Είναι «ελεύθερο» (να ανταγωνιστεί), και για αυτό είναι υπεύθυνο, άρα και ένοχο για την όποια ενδεχόμενη αποτυχία του. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτός ο ανταγωνισμός δεν στοχεύει σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δεν έχει κάποιον ορισμένο στόχο, ούτε κάποια γραμμή τερματισμού και ολοκλήρωσης. Αντίθετα, περικλείει μια ατέρμονη απαίτηση για επίδοση. Αυτή η γενικευμένη απαίτηση για επίδοση, η (ψευδ)αίσθηση δηλαδή ότι μπορεί κανείς διαρκώς να μεγιστοποιεί περισσότερο, σε συνδυασμό με το ιδεώδες της δουλειάς ως προσωπικής ολοκλήρωσης και επινόησης του εαυτού, οδήγησαν τον Franco Berardi να υποστηρίξει την σχέση γενικευμένου ανταγωνισμού και κατάθλιψης. Όπως σημειώνει ο ίδιος, η κατάθλιψη εμφανίζεται όχι ως συνέπεια μιας κακής οικονομικής συγκυρίας, αλλά ως αδυναμία ακριβώς του ατόμου να υποστηρίζει επ’ αόριστον την υπερκινητικότητα, που απαιτεί ο ανταγωνισμός της αγοράς. Στα παραπάνω χρειάζεται να προσθέσουμε και την κυρίαρχη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι ψυχικές διαταραχές/ασθένειες είναι (σχεδόν) αποκλειστικά ατομικό χημειοβιολογικό πρόβλημα, παραγνωρίζοντας, ωστόσο, κρίσιμες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές παραμέτρους.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, θα μπορούσαμε να (ξανα)σκεφτούμε τις «κρίσεις», όχι μόνο ως οικονομικές κρίσεις, αλλά και ως κοινωνικές διαψεύσεις και προσωπικές καταρρεύσεις. Ακολούθως, μία πολιτική εναντίωση στον Νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί παρά να λάβει χώρα στο επίπεδο όπου αυτός λειτουργεί, δηλαδή, στο πεδίο της παραγωγής της υποκειμενικότητας. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο να αντιταχθούμε στην Νεοφιλελεύθερη Ορθολογικότητα παράγοντας μια διαφορετική υποκειμενικότητα. Έτσι, πριν αποφασίσουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε να γίνουμε αγωνιστικοί.