Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Στο χρονικό της οδύνης που έχει γραφτεί μεταπολεμικά, σε τούτο τον τόπο – μοναδική εξαίρεση για την Ευρώπη, ο καθημαγμένος, Ισπανικός εμφύλιος – ο Δεκέμβρης αποτελεί μία ωδή στον ανθρώπινο σπαραγμό. Μία χώρα που μετατράπηκε, από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, σ’ ένα «πεδίο βολής φθηνό»: ο μακρύς χειμώνας της κατοχής, ο Δεκέμβρης του ’44, κι ύστερα, εμφύλιος, διώξεις, πολιτικά πάθη, μέχρι τον αναπόδραστο επίλογο της δικτατορίας.
Στην Πάτρα, πόλη που μεταναστεύσαμε παιδιόθεν, είναι αλήθεια πως, πέρα από τις όποιες αναπόφευκτες απώλειες του Β’ παγκοσμίου, η πόλη ευτυχώς αξιώθηκε, σαν αστικό κέντρο, να μην πληρώσει βαρύ φόρο αίματος, συγκριτικά, βέβαια, με άλλες περιοχές, αστικές και μη. Όμως, στην ευρύτερη περιφέρεια του νομού Αχαΐας – είναι γνωστό στην ανθρωπότητα, πια – τα Καλάβρυτα θρονιάστηκαν στην πλέον μακάβρια θέση, στο «δίκτυο» των μαρτυρικών πόλεων. Το ημερολόγιο, τότε, έγραφε 13-12-1943, όταν, ακόμη και το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας, στην κεντρική πλατεία της πόλης, πάγωσε την ώρα της σφαγής. Ακινητοποιήθηκε στις 2.30μμ, στην ίδια ακριβώς θέση, μέχρι και σήμερα, προκειμένου να θυμούνται όλοι, ντόπιοι και επισκέπτες, το οδοιπορικό του τρόμου.
Ξέροντας, πάντως, τη συνήθη πρακτική του ναζιστικού στρατού, το ολοκαύτωμα φάνταζε «νομοτελειακά» προαναγγελθέν: η αυστηρά οριοθετημένη αναλογία του «σωφρονιστικού» ποινολόγιου ήταν, για μεν την Βέρμαχτ (Wehrmacht) 1 προς 10, ενώ για τα SS (Schutzstaffel) – τους επίλεκτους του Χίτλερ, δηλαδή – το κόστος «της ταρίφας» ανέβαινε στους 50 άμαχους, ανά κάθε νεκρό Γερμανό. Γιατί, για τους Ναζί, ταρίφα ήταν ο άμαχος πληθυσμός, όπως τραπουλόχαρτο ήταν η ανθρώπινη ζωή. Στόχος τους, η κατατρομοκράτηση του άμαχου πληθυσμού. Και εφόσον οι αντάρτες είχαν, ήδη, εκτελέσει 75 αιχμαλώτους Γερμανούς, ασκώντας τη δικιά τους «σωφρονιστική» τακτική αντίστασης, οι κατακτητές ήταν σίγουρο πως θα ξερνούσαν αίμα, θάνατο και φωτιά.
Στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, το Καλαβρυτινό ολοκαύτωμα είναι μία Ελληνική Guernica. Εκείνη τη μέρα, στα κατάστιχα της Ιστορίας στήθηκαν ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος 800 άντρες, κατά προσέγγιση (ολόκληρος ο ενήλικος πληθυσμός, άνω των 14), μαζί με 143 κατοίκους των γύρω χωριών, τους οποίους οι Ναζί εκτέλεσαν στη διαδρομή, προς τα Καλάβρυτα. Επίσης, έκαψαν περίπου 1.000 σπίτια, σε πάνω από 50 χωριά, τα οποία και λεηλάτησαν, αποκομίζοντας σαν λεία, σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Hebert von Mayer, περισσότερα από 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα, καθώς και περίπου 260.000.000 δραχμές, εφόσον ακόμη και η επιτόπια τράπεζα απαλλοτριώθηκε. Αν, πάραυτα, τα γυναικόπαιδα της πόλης δεν κατάφερναν να αποδράσουν επιτυχώς από το δημοτικό, πριν την πυρπόληση του σχολείου, και εξ αιτίας της «φιλανθρωπίας» που έδειξε ένας Αυστριακός φαντάρος, τότε, θα μιλούσαμε για ολοκληρωτικό αφανισμό του πληθυσμού. Όσον αφορά, τώρα, την πόλη, μετά την ολοκληρωτική της πυρπόληση, σώθηκαν μόνον αποκαΐδια, χαροκαμένες γυναίκες, και ορφανά.
Με μία καθοριστική λεπτομέρεια: το κόκκινο πανί που φάνηκε, από την έκβαση των γεγονότων, πως εξόργισε τον ταπεινωμένο Γερμανό στρατηγό Πελοποννήσου Le Suir, ήταν πως οι αντάρτες, όχι μόνον εκτέλεσαν όλους τους Γερμανούς αιχμαλώτους, που παγίδευσαν στο πεδίο της μάχης της Κερπινής, αλλά, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, τούς γκρέμισαν προς παραδειγματισμό, από μία απότομη χαράδρα βάθους 80m – εκτός από δύο στρατιώτες, οι οποίοι κατάφεραν να διασωθούν, ενημερώνοντας σχετικά, τη μονάδα τους. Το γεγονός αυτό, δε, (η εκτέλεση των Ναζί αιχμαλώτων), σημειωτέον, προκάλεσε την αρνητική κριτική και πολλών ντόπιων, για ευνόητους πολιτικούς λόγους – ένεκα του ότι οι αντάρτες ήταν μέλη του Ελάς, και, ως επί το πλείστον, Κομουνιστές.
Όταν, λοιπόν, επισκέφτηκα πρώτη μου φορά τη μαρτυρική πόλη, σαν μαθητής της πέμπτης Δημοτικού, ομολογώ δεν έκλεισα μάτι, το βράδυ. Κάτι ο τόπος της εκτέλεσης, τα διάσπαρτα μνήματα, το οστεοφυλάκιο με τα λείψανα των νεκρών, κάτι η παραστατική διήγηση του δάσκαλου, και το μουντό, χειμωνιάτικο απόγευμα, όλα έσμιξαν στο παιδικό μυαλό μου, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα. Έκτοτε, ο λόφος του Καπή – ο αγρός αυτός του αίματος -έμεινε ισόβια στην ψυχή, σαν μία κρυφή πληγή.
Το ίδιο παιδικό σκηνικό, θαρρείς, αναβίωσε μέσα μου, ύστερα από πολλά χρόνια, όταν, φοιτητής πια, διάβασα το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου, «13-12-1943», από τη συλλογή «Για ένα φιλότιμο». Κατ’ εμέ, η συγκλονιστική αφήγησή του Ιωάννου αποτελεί ένα πρελούδιο, στη ματωμένη μνήμη. Ένα πρελούδιο, όμως, στο οποίο ο Ιωάννου, εκτός από τον προσήκοντα σεβασμό στη μνήμη των Καλαβρυτινών, περιβάλλει με το βιτριολικό του σαρκασμό, όλους αυτούς τους ανυποψίαστους τουρίστες – επισκέπτες, που αντιπροσωπεύουν στα μάτια του, μία βαθιά αλλοτριωμένη Ελλάδα. Στο πεζογράφημα του, ο συγγραφέας λέει:
«…Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια… Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ’ ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ’ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ’ αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος.
Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα… Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο… Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ’ αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα ‘νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ’ τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.
Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43…
Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ’ το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο… Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ’ την τελευταία εγκυκλοπαίδεια.
Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του… Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν’ από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες… Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν, αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή. Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους. Μου ‘ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει.
Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να ‘φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια. Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα. Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα ‘χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι’ αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ’ αφήνεις ούτε καλημέρα να ‘χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.»
*Ευχαριστούμε τον Κώστα Κουφογιώργο για το σκίτσο που μας παραχώρησε.