Η κυβέρνηση προωθεί μεταρρυθμίσεις νεοφιλελεύθερης γραμμής
Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που η κυβέρνηση του Σύριζα ανέβηκε στην εξουσία και πλέον αντιμετωπίζει ένα κύμα έντονης λαϊκής δυσαρέσκειας.
Παναγιώτης Σωτήρης στο Jacobin
Μετάφραση για το Νόστιμον Ήμαρ: Afterwords
Εκτός ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου, η επετειακή ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για τον ένα χρόνο της κυβέρνησης Σύριζα-ΑΝΕΛ στις 24 Ιανουαρίου ήταν εντυπωσιακή. Ήταν γεμάτη αναφορές στη δημοκρατία και στη λαϊκή κυριαρχία, υποστηρίζοντας ανοιχτά την κληρονομιά της ελληνικής Αριστεράς, υπερασπιζόμενη σημαντικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και καταδικάζοντας το συντηρητικό καθεστώς.
Αυτό το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο είναι όμως που μετράει. Την ίδια στιγμή που ο Τσίπρας εκφωνούσε την ομιλία του, αγρότες από όλη την Ελλάδα προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να κλιμακώσουν τις μαζικές διαμαρτυρίες τους ενάντια στις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησής του, οι οποίες θα αυξήσουν την εισφορά κοινωνικής ασφάλισης πέρα από τις οικονομικές τους δυνατότητες. Η επαναστατική διάθεση επεκτάθηκε καισε άλλα μέλη της κοινωνίας: δικηγόροι, μηχανικοί και άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες ανακοίνωσαν ότι θα συνεχίσουν τις διαμαρτυρίες τους και τα συνδικάτα ετοιμάζονταν για γενική απεργία στις 4 Φεβρουαρίου.
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει τελικά ένα κύμα έντονης λαϊκής δυσαρέσκειας.
Η γενική απεργία της προηγούμενης βδομάδας αποτέλεσε σημείο καμπής με τα κλειστά μαγαζιά και τις μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στις αγροτικές περιφέρειες της Ελλάδας, όπου οι αγρότες ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους και τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Σε κάποιες περιοχές αυτές οι διαδηλώσεις ήταν μεγαλύτερες και από τις διαμαρτυρίες κατά της λιτότητας το χρονικό διάστημα 2011-2012..”
Αν και φέρει το όνομα «το κίνημα της γραβάτας», που αποτελεί αναφορά στον μεσαίο αστικό χαρακτήρα του, η κοινωνική αναταραχή μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών (δικηγόρων, μηχανικών, γιατρών) αναζωπυρώνεται από την οικονομική ανασφάλεια και τις οικονομικές δυσκολίες. Οικινητοποιήσεις έχουν ασκήσει επιπλέον πίεση στις επαγγελματικές οργανώσεις να υιοθετήσουν μια πιο επιθετική στάση, απαιτώντας την άρση των προτεινόμενων μέτρων αντί να αποδεχτούν τις προσκλήσεις της κυβέρνησης σε «διάλογο».
Μέχρι τώρα ο Σύριζα χαρακτήριζε τις διαδηλώσεις των αυτοαπασχολουμένων ως διαμαρτυρίες της εύπορης μεσαίας τάξης που ψήφισαν «ναι» στο δημοψήφισμα και αρνούνται τώρα να πληρώσουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Στην πραγματικότητα, το νέο ασφαλιστικό σύστημα ασκεί περισσότερη πίεση σε αυτά ακριβώς τα μέρη των «επαγγελματικών τάξεων» που δεν είναι εύπορα και το γεγονός ότι είναι «αυτοαπασχολούμενοι» κρύβει το ότι και αυτοί είναι εργαζόμενοι.
Επιπλέον, για τους νέους πτυχιούχους – σε μια χώρα με εξαιρετικά υψηλή ανεργία νέων – το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα σημαίνει ουσιαστικά ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν κάθε ελπίδα για άσκηση του επαγγέλματός τους ή πολύ απλά να μεταναστεύσουν.
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών γίνονται όλο και πιο εκρηκτικές. Μια μαζική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη στις 28 Ιανουαρίου οδήγησε στην ακύρωση της Agrotica, μίας από τις μεγαλύτερες αγροτικές εμπορικές εκθέσεις της χώρας. Οι αγρότες έχουν δημιουργήσει επίσης μαζικά οδικά μπλόκα σε πολλές περιοχές, δημιουργώντας κυκλοφοριακό κομφούζιο στους αυτοκινητόδρομους σε όλη την Ελλάδα.
Καθένα από αυτά τα δεκάδες μπλόκα λειτουργεί ως σημείο συνέλευσης για τους αγρότες της περιοχής. Μια από τις πιο μαχητικές συγκεντρώσεις, που εκπροσωπεί εξήντα οδικά μπλόκα με ισχυρή την παρουσίατου ΚΚΕ και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, σκοπεύει να κάνει μια μεγάλη εθνική διαδήλωση στην Αθήνα αυτό το σαββατοκύριακο.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι αυτές οι διαμαρτυρίες αποτελούν ένα μεγάλο πρόβλημα, καθώς η γεωργία παραμένει σημαντικός παράγοντας της χώρας και οι αγρότες είναι μια ισχυρή μερίδα ψηφοφόρων. Η αντίδρασή της είχε δύο στόχους. Πρώτον, τόνισε ότι εάν δεν εφαρμοστούν οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις θα τεθούν σε κίνδυνο οι αγροτικές επιδοτήσεις της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή στην Ευρωζώνη. Και δεύτερον, δίχασε τους αγρότες προσπαθώντας να διαπραγματευτεί με κάποιους από τους λιγότερο «ισχυρογνώμονες» διαμαρτυρόμενους και προσπαθώντας να δυσφημίσει το κίνημα στο ευρύτερο κοινό.
Παρά τη γενικότερη απογοήτευση προς την κυβέρνηση, οι αγρότες έχουν την υποστήριξη και την αλληλεγγύη των τοπικών κοινοτήτων. Και διακυβεύονται πολλά. Οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές θα μείωναν δραστικά το εισόδημά τους, κάνοντας τη γεωργία μικρής κλίμακας ακόμα πιο ασταθή.
Το σύστημα που προσπαθεί η κυβέρνηση να εισάγει μοιάζει με το «σύστημα με τρεις πυλώνες» που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση: πιο συγκεκριμένα, ο συνδυασμός ενός εθνικού κράτους της ελάχιστης σύνταξης, το εγγυημένο από το κράτος επαγγελματικό σύστημα συνταξιοδότησης που είναι βασισμένο σε συνεισφορές (αν και με χαμηλό ποσοστό αναπλήρωσης και αυξημένο κριτήριο ηλικίας) και λογαριασμούς ταμιευτηρίου των ιδιωτών.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση προωθεί μεταρρυθμίσεις νεοφιλελεύθερης γραμμής, οι οποίες είναι πιθανόν να γίνουν πιο δρακόντειες, καθώς τα ευρωπαϊκά «όργανα» πιέζουν για ακόμα χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης (το ποσοστό εισοδήματος πριν τη σύνταξη ενός εργαζομένου, το οποίο καταβάλλεται από ένα πρόγραμμα συνταξιοδότησης) και για άμεσες περικοπές στις συντάξεις που έχουν ήδη καταβληθεί. Αυτή η τελευταία απαίτηση, που είναι εγγεγραμμένη στο τρίτο μνημόνιο, είναι καθοριστικής σημασίας επειδή δεν είναι μόνο οι συνταξιούχοι που στηρίζονται σε αυτά τα χρήματα, αλλά και τα νεότερα άνεργα μέλη της οικογένειας τους.
Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δεν τελειώνουν εκεί. Οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις είναι επίσης στην ατζέντα. Η πώληση των δεκατεσσάρων περιφερειακών αεροδρομίων στην κοινοπραξία Ελλάδας-Γερμανίας και η ανακοίνωση ότι έχει συμφωνηθεί μια προσφορά για το λιμάνι του Πειραιά από μία κινεζική εταιρεία είναι κάποιες από τις ενδείξεις για τα πράγματα που πρόκειται να συμβούν. Οι ιδιωτικοποιήσεις ακολούθησαν την ανακεφαλοποιήση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο έγινε υπό όρους πιο ευνοϊκούς για τους ιδιώτες μετόχους και τους επενδυτές. Αυτά τα ιδιωτικά συμφέροντα κέρδισαν τον έλεγχο των τραπεζών παρά την τεράστια διαρροή του δημοσίου χρήματος.
Στην προάσπιση αυτών των πολιτικών γραμμών, η ελληνική κυβέρνηση παρουσιάζει ένα παράλληλο πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων, το οποίο θα μπορούσε να μειώσει τις οικονομικές δυσκολίες. Αλλά μέχρι τώρα τα μέτρα φαίνεται ότι επηρεάζουν μόνο εκείνους που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας – όπως είναι η «κάρτα αλληλεγγύης», ένα είδος προγράμματος με κουπόνι σίτισης – ή ότι αποτελούνται από καθυστερημένες νομοθετικές τροπολογίες που αφορούν την οικογένεια, όπως η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια. Ακόμα και το πολυαναμενόμενο μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο υποτίθεται θα καταργούσε κάποια από τα πιο αυταρχικά μέτρα που άρχισαν να εφαρμόζονται στα πανεπιστήμια μετά το 2011, έχει αποσυρθεί δυο φορές εξαιτίας της πίεσης που ασκείται από τους «θεσμούς».
Παρ’ όλα αυτά, ο Σύριζα μπορεί ακόμα να παρουσιάζεται ως λαϊκό κόμμα. Η άνοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Νέα Δημοκρατία, ενός πολιτικού που αντιπροσωπεύει τη σκληρή νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή πτέρυγα της ελληνικής κεντροδεξιάς και απολαμβάνει την υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων και των πιστωτών της Ελλάδας, «καθαρίζει» τον Σύριζα. Το μήνυμα είναι απλό: τα πράγματα πάντα μπορούν να γίνουν χειρότερα. Φανταστείτε να είχαν αυτοί την εξουσία.
Υπό αυτήν την έννοια, η παρούσα πολιτική διαμάχη μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η διαμάχη δηλαδή ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιάκαιστη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά. Ωστόσο, απαιτείται προσοχή: όχι μόνο δέχτηκαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία το τρίτο μνημόνιο, αλλά και η πραγματική διαδικασία λήψης αποφάσεων της χώρας έγκειται όχι στο ελληνικό κοινοβούλιο αλλά στις ατέρμονες διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εκπροσώπους.
Στην πραγματικότητα, το μήνυμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι κυνικό: αν πρέπει να διαχειριστεί κάποιος τη λιτότητα, τότε ας το κάνει η Αριστερά- σαν να γίνεται η αριστερή κυβέρνηση αυτοσκοπός.Τις δεκαετίες 1980 και 1990, το ΠΑΣΟΚ έκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις για να πιέσει τα μέτρα λιτότητας, εκμεταλλευόμενο τον φόβο που υπήρχε για τη Δεξιά σε μια χώρα που οι αναμνήσεις του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας ήταν ακόμη νωπές.
Η αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να διατηρήσει πάση θυσία την εξουσία ενισχύθηκε από τις αποκαλύψεις του πρώην υπουργού οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, σχετικά με τις τακτικές διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης πριν το δημοψήφισμα. Ο Βαρουφάκης δήλωσε ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε απορρίψει εκ των προτέρων κάθε ρήξη με την Ευρωζώνη και αρνιόταν να προετοιμαστεί για να πιέσει την Ευρωζώνη. Αυτή η άποψη αιτιολογεί την γρήγορη απόφαση για συνθηκολόγηση με τους δανειστές πάρα τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.
Σε μια άλλη αξιοσημείωτη συνέντευξη, ο διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος αποκάλυψε ότι λίγες μέρες πριν την εκλογική διαδικασία, συζητούσε με τους νομικούς του συμβούλους, με πρώην πρωθυπουργούς και με άλλες πολιτικές προσωπικότητες, τρόπους να εμποδίσουν την ελληνική κυβέρνηση να έρθει σε ρήξη με την Ευρωζώνη. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα εκκολαπτόμενο πραξικόπημα. Στην Ευρώπη, θεωρείται κάτι φυσιολογικό.
Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πιέζουν για ακόμη πιο επιθετικές μεταρρυθμίσεις. Όχι μόνο απορρίπτουν την ασφαλιστική μεταρρύθμιση της ελληνικής κυβέρνησης και απαιτούν επιπλέον μειώσεις, αλλά ξεκαθαρίζουν ότι η πορεία της αξιολόγησης της ανάπτυξης της χώρας (η προϋπόθεση για τη λήψη της επόμενης πληρωμής) δε θα είναι εύκολη. Επίσης, η διστακτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εγγυηθεί ένα ασφαλές πέρασμα για τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο, και η απόφαση να κλείσει τα σύνορα στην Ευρώπη πιέζει ακόμη περισσότερο την Ελλάδα, η οποία είναι το μόνο σημείο εισόδου των προσφύγων στην ήπειρο.
Ένα χρόνο και κάτι μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση. Η εκλογή του Μητσοτάκη στην αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας έχει δώσει νέα ώθηση στη Δεξιά, η οποία αναζητά μια κυβέρνηση αποτελούμενη από παραδοσιακές και υπέρ της λιτότητας δυνάμεις.
Ο συνδυασμός των κλιμακούμενων διαδηλώσεων και η πίεση της Τρόικα για σκληρότερα μέτρα έχει βάλει την ελληνική κυβέρνηση σε μια μη βιώσιμη θέση. Από την πλευρά τους, ο Τσίπρας και οι επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ φημολογείται ότι θεωρούν τις πρόωρες εκλογές ως λύση στο υπάρχον αδιέξοδο. Αλλά η Τρόικα δεν προτιμάτις εκλογές. Στην πραγματικότητα, προτιμά κυβερνήσεις συνασπισμού και μια γενικότερη συναίνεση που είναι ακατόρθωτο να δοκιμάσουν δημοκρατικά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα παραμείνει ακέραια ή αν θα υπάρξουν και άλλες εκλογές ή διαφορετική κυβέρνηση συνασπισμού. Πολλά θα κριθούν από το μέγεθος και τη διάρκεια των τωρινών διαδηλώσεων και την συμμετοχή του εργατικού κινήματος στις διαδηλώσεις. Η γενική απεργία στις 4 Φεβρουαρίου ήταν ένα σημάδι ελπίδας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στο υπάρχον κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, η απόγνωση για τις κοινωνικές συνθήκες συνυπάρχει με τη απογοήτευση για τη δυνατότητα αλλαγής.
Αυτή η αντίθεση είναι ακόμη πιο έντονη αν σκεφτούμε τη στρατηγική κρίση της ελληνικής Αριστεράς. Μέχρι στιγμής, η μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα εναντίον της λιτότητας σε νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση δεν έχει αντιμετωπιστεί με μια εναλλακτική στρατηγική. Οι συζητήσεις στην Ευρωπαϊκή Αριστερά σχετικά με ένα πιθανό «Σχέδιο Β» – που υποστήριζαν οι Ζαν Λουκ Μελεσόν, Στεφάνο Φασίνα, Βαρουφάκης, Ζωή Κωνσταντοπούλου και η Αριστερά του ισπανικού κόμματος Podemos- υπέκυπταν σε ουτοπίες μιας «άλλης Ευρώπης» και συγκεκριμένα ενός «άλλου ευρώ». Αυτή η θέση αγνοεί όσα μας έδειξε η εμπειρία της Ελλάδας: ότι μια προοδευτική λύση μέσα στην Ευρωζώνη είναι αδύνατη.
Εξίσου προβληματική είναι η συμπεριφορά, συνήθης και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, ότι η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά περιττή την σημασία της συζήτησης μιας διαφορετικής στρατηγικής. Η αποκομμένη αντικαπιταλιστική ρητορική και οι αναφορές σε έναν φανταστικό «Κόκκινο Οκτώβρη» ή στη «λαϊκή εξουσία» δε μπορούν να κρύψουντην άρνηση πολλών να μπουν σε μια σοβαρή συζήτηση αναφορικά με τη στρατηγική και τις τακτικές, τη δυνατότητα και τις προκλήσεις της ριζοσπαστικής αριστερής κυβέρνησης σήμερα, και με ένα μεταβατικό πρόγραμμά που θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των άμεσων απαιτήσεων και της σοσιαλιστικής αλλαγής.
Το ίδιο ισχύει και για τις προσπάθειες να επαναληφθεί ο δρόμος που χάραξε ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και με τη μορφή ενός μαχητικού κόμματος εναντίον του ευρώ και της λιτότητας (ο δρόμος που έχει επιλέξει εδώ και καιρό η Λαϊκή Ενότητα). Η «καλύτερη αποτυχία» δεν αποτελεί υποκατάστατο της στρατηγικής.
Αυτό που χρειάζεται είναι να μάθουμε από αυτά που συνέβησαν. Η Ελλάδα απέδειξε ότι η πολιτική αλλαγή είναι δυνατή, με την προϋπόθεση ότι θα μεταφράσουμε την κοινωνική δυναμική σε πολιτικά σχέδια. Έχει αποδειχθεί επίσης ότι χωρίς ξεκάθαρη και καλά προετοιμασμένη στρατηγική ρήξης η ήττα είναι πρακτικά αναπόφευκτη. Η Ελλάδα πρόσφερε το πεδίο δοκιμής για μια απλή διακυβέρνηση που χρησιμοποιεί το ήδη υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Αυτή τη στιγμή βλέπουμε τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος.
Χωρίς την πρόθεση για ρήξη με την υπάρχουσα διεθνή «νομιμότητα» και χωρίς την εξάρτηση από τη δύναμη εξωκοινοβουλευτικών κινημάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν καταδικασμένος να αποτύχει. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα δείχνει ότι,παρότι η ρήξη με το βάρος του χρέους και τον οικονομικό ζουρλομανδύα της Ευρωζώνης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή της λιτότητας, αυτή δεν είναι αρκετή. Υπάρχει πραγματική ανάγκη για εναλλακτικές, που θα ασκήσουν πίεση στη λογική της αγοράς. Χωρίς τέτοιου είδους εναλλακτικές μπορούμε να λέμε στους ανθρώπους ότι οι ζωές τους καταστρέφονται (κάτι που γνωρίζουν ήδη πολύ καλά) και όχι να τους γεμίζουμε με ελπίδες ότι όλα μπορούν να αλλάξουν.
Ένα χρόνο πριν ήταν αδύνατον να δει κανείς κάποια προοπτική στο πολιτικό κλίμα της Ελλάδας. Φάνηκε ότι άνοιξε μια πόρτα ελπίδας για τις δυνάμεις τις ριζοσπαστικής Αριστεράς εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Με την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται ότι η Αριστερά επέλεξε να κλείσει από μόνη της αυτή την πόρτα. Αλλά αυτό δε χρειάζεται να είναι το τέλος της ιστορίας.
Το βάθος της ελληνικής κρίσης – που τονίζεται από τη συνεχή κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εμφανίζεται μέσω της διεθνούς οικονομίας που χαρακτηρίζεται από οξείες αντιθέσεις- σημαίνει ότι η «σταθερότητα» αποτελεί ένα όνειρο. Ωστόσο, ακόμη και μέσα στα συντρίμμια, η Αριστερά έχει την ευκαιρία να ξεκινήσει την αποκατάσταση της πολιτικής εμπιστοσύνης, ξεκινώντας από τη μάχη για τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό.
Η ανασυγκρότηση των ελληνικών κοινωνικών κινημάτων και της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι δύο ισχυρά καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας και η μόνη μας εναλλακτική στην απελπισία και την υποταγή.
Image: Margaritis Xenofon / Flickr