Από τον Γιώργο Μουργή
Στις 25 Ιουλίου του 1983, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στη πλαζ του ΕΟΤ της Βουλιαγμένης πραγματοποιεί ότι σχεδίαζε σχεδόν ένα χρόνο. Μια παραθαλάσσια συναυλία κάτω από την πανσέληνο εκείνης της Αθηναϊκής νύχτας.
Για την ακρίβεια ένα συναυλιακό beach party με πλωτή μουσική εξέδρα στη θάλασσα, με βεγγαλικά, καπνογόνα ζωντανά τραγούδια και το αδιαχώρητο του κόσμου να πλημμυρίζει την αμμουδιά της ακτής μέχρι και τα νερά.
Η πιανίστα Νέλη Σεμιτέκολου την ώρα που η μέρα κλείνει στο ηλιοβασίλεμα και το γεμάτο φεγγάρι της πανσελήνου έσκαγε στον ουρανό με το φως του, ανοίγει το πάρτι με ragtime μουσική βάζοντας το κόσμο που ήδη το διασκέδαζε ενθουσιασμένος από το σκηνικό, στο κλίμα για το τι θα επακολουθούσε.
Η νύχτα που έπεφτε και το όνειρο του Κηλαηδόνη στο μουσικό θαλασσινό ταξίδι, φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι έχε όλα τα φόντα να εξελιχθεί σε μια αξέχαστη βραδιά για όσους βρίσκονταν στην ακτή της Βουλιαγμένης.
«Δεν μάθαμε ποτέ πόσοι ακριβώς ήταν οι παραβρισκόμενοι», λέει ο Κηλαϊδόνης. Οι υπολογισμοί μιλάνε 100.000 άτομα, ενώ πολλοί δεν κατόρθωσαν να φτάσουν, κολλημένοι στο μποτιλιάρισμα που κάποια στιγμή έφτασε μέχρι την Αμαλίας, από τη Βουλιαγμένη.
Τα 25.000 εισιτήρια, με αξία 300 δραχμές το καθένα, είχαν γίνει ανάρπαστα. Στις 7 το βράδυ άνοιξαν οι είσοδοι της πλαζ ενώ οι Αθηναίοι άρχιζαν να κατακλύζουν την αμμουδιά. Από νωρίς είχαν κάνει την εμφάνισή τους και οι πρώτοι «τσαμπατζήδες», που έφτασαν κολυμπώντας. Μέχρι να αρχίσει η συναυλία, ο κόσμος που ήδη κολυμπούσε ή κάθονταν μέσα στο νερό ακόμα και με τα ρούχα, έκρυβε για πολλά μέτρα την θάλασσα.
Με κοινή συμφωνία αστυνομίας και διοργανωτών καμιά είσοδος δεν έκλεισε επιτρέποντας σε όλους να μπουν στη πλαζ.
Το «Δεύτερο Πρόγραμμα» είχε αναλάβει την αναμετάδοση της συναυλίας και ο Γιάννης Πετρίδης, την παρουσίαζε από το στούντιο, «γεμίζοντας» τα διαλείμματα με τραγούδια από τις δεκαετίας του ’50, ’60, ’70.
Η μουσική του Πετρίδη έπαιζε και από τα ηχεία, ενισχύοντας την αίσθηση του κόσμου πως βρίσκονταν σε πάρτυ.
«Η ιδέα για το Πάρτυ της Βουλιαγμένης ανήκει σε ένα χώρο καθαρά ποιητικό, δηλαδή ούτε εγώ ξέρω καλά – καλά πώς συνέλαβα αυτή την ιδέα», λέει ο Λουκιανός και κάπως έτσι αρχίζει η μαγεία.
«Από τον Γενάρη που έκλεισα την πλαζ κοντά σε κάθε πανσέληνο έμπαινα από τα κάγκελα, καθόμουν, έβλεπα και σκεφτόμουν τι θέλω να κάνω».
Γιατί όμως επιλέγει την πλαζ του ΕΟΤ στη Βουλιαγμένη; Για τον Κηλαηδόνη κάθε άλλο παρά τυχαία είναι αυτή η επιλογή με το συμβολισμό που κουβαλάει μέσα του: «Γιατί είναι ένα μέρος που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, ήταν η πιο μακρινή παραλία που μπορούσαμε να πάμε τότε, συνήθως πηγαίναμε Άλιμο, Έδεμ, Ζέφυρο, η Βουλιαγμένη ήταν το τέρμα. Η πλαζ έχει και μία ομοιότητα με το κοίλο του ρωμαϊκού θεάτρου. Ο κόσμος θα ήταν σε ένα ημικύκλιο. Λογικά η ορχήστρα, το κέντρο δηλαδή του κύκλου, θα ήταν μέσα στη θάλασσα».
Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για την πλωτή εξέδρα, στο Κερατσίνι την βρήκε και με τέσσερις άγκυρες κρατιόταν σταθερή πάνω στο νερό.
Σαββόπουλος, Κηλαηδόνης, Νταλάρας, Βαγγέλης Γερμανός, Αφροδίτη Μάνου, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Μαντώ καταφθάνοντας διαδοχικά στην πλατφόρμα με κρις κραφτ από τον ΟΛΠ και τραγουδώντας για ένα κοινό που δε δίστασε να βουτήξει στο νερό, για να κολυμπήσει και να φθάσει στα πόδια των μουσικών, γλεντώντας το καλοκαίρι, το τραγούδι και τη χαρά της ζωής με τον πιο αυθόρμητο τρόπο.
Στα όργανα οι Three and the Koukos Band, η Νέλη Σεμιτέκολο, η Μαντολινάτα του Φώτη Αλέπορου και η Big Band του Λουκιανού.
Αυθόρμητη εκτόνωση, χαρά, γλέντι, μουσικές με τον ενθουσιασμό του κόσμου να συνεπαίρνει τραγουδιστές και μουσικούς μαζί με την εντύπωση πως κάτι καινούργιο συνέβαινε, απλά στα ξαφνικά και χωρίς κανείς να το περιμένει.
Στη Βουλιαγμένη εκείνο το βράδυ καταναλώθηκαν όλες οι μπύρες και το οινόπνευμα όλης της Αττικής, χωρίς το παραμικρό παρατράγουδο, ενώ ζευγάρια γνωρίστηκαν χορεύοντας, νέες παρέες, νέες φιλίες δημιουργήθηκαν καθώς όλα κύλησαν ομαλά. Η βραδιά έκλεισε με ένα μεγάλο μέρος του κόσμου να παραμένει στη παραλία μέχρι το πρωί.
Η ιδέα του Λουκιανού τελικά έπιασε σπάζοντας το στερεότυπο εκείνης της εποχής που ήθελε τις συναυλίες στα γήπεδα.
Μπορεί να μην επαναλήφθηκε σαν τέτοιο από τον ίδιο ή άλλον τραγουδοποιό, μένει ανεξίτηλα χαραγμένο σε όσους το έζησαν αυθεντικά αγνό και αληθινό, προπομπός των πρώτων μεγάλων μουσικών event που θα γνωρίσουμε χρόνια αργότερα.
Ο ίδιος ο Κηλαηδόνης λέει χαρακτηριστικά: «Ήταν μία ευτυχισμένη στιγμή, ήταν ο κόσμος σε ένα άλλο μήκος κύματος, είχε μία άλλη ξενοιασιά, μια άλλη ανάγκη. Αυτό που προσέφερε, πέρα από όλα τα άλλα, είναι ότι ήταν μία πρώτη πρόταση για να σταματήσουν οι συναυλίες να γίνονται στα γήπεδα, που ήταν ένας πολύ σκληρός χώρος για μουσική, για να ψάξουμε άλλους χώρους, έχω την εντύπωση πως η Βουλιαγμένη οδήγησε στο να γίνονται πια συναυλίες στα ποτάμια, στα κάστρα, στους λόφους».
Ίσως αυτό που συνέβη στη Βουλιαγμένη τότε, δεν μπορεί να επαναληφθεί στις μέρες μας, μιας και τα δικά μας Πάρτι έγιναν στακάτα, ποζαριστά , χωρίς τη μαγεία, την ανεμελιά, τον αυθορμητισμό και την αίσθηση ελευθερίας που είχε το Πάρτι της Βουλιαγμένης. Άλλαξε η εποχή, αλλάξαμε εμείς, άλλαξαν οι μουσικές μας επικοινωνίες. Άλλαξε και ο Λουκιανός που το επανέλαβε στον άνυδρο κήπο του Μεγάρου Μουσικής ένα βράδυ πριν από καιρό, κάτω από τη σκιά του αυθεντικού πρωτοτύπου χωρίς τη αλμύρα του που έχουμε ακόμα στη γεύση και στο σόμα μας από τη θάλασσα εκείνης της νύχτας.
* Τα λόγια του Λουκιανού Κηλαηδόνη είναι μέρος απομαγνητοφώνησης από την εκπομπή της Πόπης Τσαπανίδου «ΣΑΝ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ» το 2002. Εκπομπή – αφιέρωμα από το αρχείο της ΕΡΤ στο πάρτυ που διοργάνωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στη Βουλιαγμένη, τον Ιούλιο του 1983.
* Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.