Είναι τόσο πυκνές οι μέρες που λόγια και σκέψεις, που γεγονότα και ειδήσεις του τώρα, λίγο μετά μοιάζουν σκονισμένα σαν τραπεζάκι σε υπόγειο σπιτιού της Γεωθάλασσας εγκαταλειμμένο απ’ την εποχή των Μάγων. Ανοίγεις το στόμα να πεις “το διάβασες αυτό;” και ο άλλος σου απαντάει με την ήδη πραγματωμένη εξέλιξη της πληροφορίας σου. Ακόμη κι οι φωτογράφοι δυσκολεύονται. Ανάμεσα στη σκέψη “το είδες αυτό;” και στο κλικ της μηχανής, έχουν μεσολαβήσει άλλες πέντε άξιες του κλικ εικόνες. Σε λιμάνια, δρόμους, καμπ, θάλασσες, φουσκωτά, πλατείες, σύνορα χτυπά η καρδιά του κόσμου μας. Κι επειδή η ανηφόρα είναι μεγάλη, οι παλμοί της τρέχουν σε τριψήφια νούμερα.
Απ’ την άλλη είναι και η προσωπική ζωή του καθενός που συνεχίζεται. Παράλληλα με έναν κόσμο που θυμάται σκοτεινές μέρες του παρελθόντος του, υπάρχει κι ένας άλλος που αγαπάει, που απλώνει το χέρι σε βοήθεια, που ερωτεύεται, που γεννάει, που θρηνεί, που βγαίνει για καφέ, που μεθάει, που βλέπει ποδόσφαιρο, που προσεύχεται, που διαβάζει, που γράφει, που επιμένει. Οι εικόνες γίνονται ακόμη πιο πολλές, οι μέρες πυκνώνουν κι άλλο. Πώς να παρακολουθήσεις, πώς να περιγράψεις, πώς να συγκρατήσεις; Καθένας με τον τρόπο του, είναι μάλλον η απάντηση. Απορροφώντας τα πάντα, διυλίζοντας, επιλέγοντας, εστιάζοντας. Σίγουρα πάντως όχι αδιαφορώντας. Όχι κάνοντας ότι τίποτα δεν υπάρχει. Δεν είναι μέρες που μπορείς να τους κρυφτείς ετούτες. Δεν είναι μέρες για “κυρ Παντελήδες”.
Τρεις τέτοιες πυκνές μέρες βρέθηκα στην Αθήνα. Τριγύρω όλα έτρεχαν, τριγύρω όλα φώναζαν, συνέβαιναν. Κι εγώ να περπατάω στους δρόμους, να παρατηρώ έξω απ’ το σώμα μου μια πόλη σε εγρήγορση. Μια πόλη όχι πια αδιάφορη, μια πόλη που σε κάθε γειτονιά έχει τους αλληλέγγυους και τους μισάνθρωπους, τους χαμογελαστούς και τους “αγανακτισμένους”, αυτούς με τη φλόγα στα μάτια κι αυτούς με το φθόνο στα μάτια. Ποιοι κερδίζουν; Την απάντηση τη δίνουν το Σύνταγμα, η Βικτώρια, ο Πειραιάς, το Ελληνικό. Τη δίνουν οι γιατροί άγρυπνοι εικοσιτετράωρα, τη δίνουν οι ηλικιωμένοι που φτιάχνουν πίτες για να μοιράσουν στα παιδιά, τη δίνουν οι αφανείς, οι έστω και για ένα απόγευμα παρουσίες βοήθειας σε κάθε χώρο που κάποιος έχει ανάγκη αυτή τη βοήθεια.
Ερανιζόμενος -απ’ τις εκεί μέρες μου- ειδήσεις, εικόνες, αισθήματα, βροχή:
- Τετάρτη πρωί. Ξυπνάω, περιήγηση στο τουίτερ. Πρόσφυγες έχουν ξεκινήσει πορεία απ’ το Σχιστό προς τη Βικτώρια. Οι αλληλέγγυοι έχουν ξανασπάσει τον κλοιό του Καμίνη και της αστυνομίας κι έχουν ανακαταλάβει την πλατεία. Ζητάν κόσμο για βοήθεια, για παρουσία όταν θα φτάσει η πορεία. Τέσσερις κλούβες με ματ γρήγορα φτάνουν και δηλώνουν κι αυτοί απ’ την πλευρά τους το μπλε σιδερένιο τους παρόν. Ελεύθερος το πρωί, πηγαίνω. Πολλά παιδιά, πολλά χαμόγελα. Δυο κυρίες από κάποια οργάνωση φτάνουν και μοιράζουν λεμονάδες. Μικρή ανταπόκριση. Τα παιδιά παίζουν, οι μητέρες κουβεντιάζουν ήρεμα, οι άντρες φτιάχνουν πηγαδάκια, οι κουβέντες τους πιο έντονες. Η πορεία ανακόπτεται κάπου στα μισά της διαδρομής απ’ την αστυνομία. Βάζουν τους ανθρώπους σε αστικά και τους επιστρέφουν στο κέντρο, στο Σχιστό. Στην πλατεία φτάνουν συνεχώς καινούριες οικογένειες από τριγύρω δρόμους, από τριγύρω γειτονιές. Ψάχνουν, βρίσκουν παγκάκι, βρίσκουν παρέα, κάθονται.
- Τετάρτη απόγευμα. Ακόμη στη Βικτώρια. Ανάμεσα σε πολύχρωμα πλήθη βλέπω, αναγνωρίζω και πρόσωπα οικεία. Ανθρώπους που δεν είχα ξαναδεί από κοντά, που δεν έχω πει κουβέντα μαζί τους, αυτούς τους e-γνωστούς. Τα παιδιά των social media. Άβαταρ που με τις λέξεις τους τσιμπάν τα καπούλια κοιμισμένων κι επαναπαυμένων timeline. Προφίλ που συχνά βρίσκονται να απολογούνται για επαναστάσεις του καναπέ και του πληκτρολογίου. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών που είναι πάντα εκεί, σε κάθε γωνιά, με τα μανίκια πάντα σηκωμένα έτοιμοι να σταθούν, να συμπαρασταθούν, να βοηθήσουν. Και να ποστάρουν. Να ενημερώσουν, να καλέσουν κι άλλους, να διατηρήσουν σε πρώτο πλάνο εικόνες που υπό άλλες συνθήκες θα πέρναγαν μονόστηλα στις μέσα σελίδες της καθημερινότητάς μας. Άλλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, άλλοι κάθονται μόνοι ή συζητάν με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Δεν είναι τόσο κακιά η ψηφιακή εποχή μας. Ας κόψουμε τους αφορισμούς για τους υπολογιστές της αποξένωσης και της εύκολης κριτικής.
- Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Ετοιμάζομαι να φύγω. Με πλησιάζουν δυο άντρες κοντά στα 30. Πιάνουμε κουβέντα. Είναι απ’ το Ιράκ, με ρωτάν αν θα τους διώξουν πάλι απ’ την πλατεία. Δεν γνωρίζω να τους απαντήσω. Τους λέω ότι είμαστε εκεί για να το αποτρέψουμε όσο είναι δυνατόν, έστω με την παρουσία μας. Δείχνουν καχύποπτοι. Τους ρωτάω τι θα κάνουν, αν θα μείνουν στην Αθήνα. Μου λένε ότι στην πρώτη ευκαιρία θα φύγουν για Ειδομένη κι από εκεί βλέπουν. Είναι χωρίς οικογένεια άρα θεωρούν πιο εύκολο να περάσουν τα σύνορα. “Έστω μες στη νύχτα από κάπου αφύλαχτα” ψιθυρίζει ο ένας. Ο άλλος με πιάνει απ’ το μπράτσο. “Δε φαντάζομαι να είσαι μπάτσος”! Γελάω. “Έχεις περιποιημένα γένια, ωραία παπούτσια…”… Τον πείθω να μην το φαντάζεται. Μεγαλώνει η παρέα. Μιλάμε δέκα λεπτά ακόμη. Τους καληνυχτίζω. Φεύγω. Η πλατεία ζωντανή. Πάντα οι τόποι, που υπάρχουν άνθρωποι που ονειρεύονται ακόμη και υπό τις χειρότερες προοπτικές, θα είναι ζωντανοί.
- Τετάρτη βράδυ. Πίνω μπύρα. Έξω βρέχει. Άπειρες σκέψεις. Φτάνω στον Μαρτέν Παζ. Ο κόσμος, γράφει, έπαψε να αλλάζει όταν βρήκαμε τις ομπρέλες. Εκεί σταμάτησε η εξελικτική διαδικασία του. Το νερό, ως τότε, σκάλιζε, άλλαζε τη φυσιολογία του σώματός του, τη γεωγραφία του προσώπου του, λείαινε τις γωνίες κι έστηνε καμπύλες. Από τότε έχουμε μείνει ίδιοι. Σε θυμάμαι μια βραδιά με καταιγίδα και κόκκινο μπουφάν χωρίς ομπρέλα. Είχες αλλάξει εκείνη τη νύχτα. Μέσα σε έξι ώρες είχες προχωρήσει την εξέλιξη της ομορφιάς. Παζ-Δαρβίνος άσος από ημίχρονο.
- Πέμπτη απόγευμα σε καφέ. Ακούω τα γύρω τραπέζια. Οι κουβέντες ίδιες όπως και στο μπαρ το προηγούμενο βράδυ. Εννιά στις δέκα για τους πρόσφυγες. Εννιά στις δέκα, ίσως και οι δέκα μόνο με θετικό πρόσημο. “Πώς να βοηθήσουμε, πόση η θλίψη, μπορεί κι εμείς αύριο-μεθαύριο, οι παππούδες μας έτσι ήρθαν, λίγοι οι παλιάνθρωποι, σίχαμα τα κανάλια, μπράβο στους αλληλέγγυους, θα προσπαθήσω να πάω κι εγώ στον Πειραιά αυτή τη βδομάδα…”. Χαμογελάω. Δεν είναι μικρό, δεν είναι κάτι μόνο αυτό. Είναι μεγάλο για μια κοινωνία με 400 χιλιάδες συνειδητοποιημένους -αλλά πια όλο και πιο απομονωμένους- φασίστες. Είναι μεγάλο για μια κοινωνία ανίκανων ηγητόρων. Είναι μεγάλο και είναι το πέρασμά της απ’ τη φιλολογία στην πράξη, απ’ την υπόθεση στη δράση.
- Ως υστερόγραφο το πάρτι του Νόστιμον Ήμαρ την Πέμπτη το βράδυ στη Γλυφάδα. Μια πρώτη από κοντά γνωριμία με οικείες γραφές, με οικεία inbox, με οικείες σκέψεις, με οικείους ανθρώπους και πλέον φίλους. Στην αρχή είμαστε στο site, στην αρχή στη συνεργασία, στην αρχή στην επαφή. Το πολύ είναι μπροστά μας. Και το όμορφο.
- Παρασκευή πρωί. Τρένο, επιστροφή. Ήλιος, άνοιξη έξω. Πράσινα τα χωράφια, ανθισμένες μωβ κουτσουπιές. Θα τη φτάσουμε την Ευτοπία. Μια μέρα θα τη φτάσουμε κι εκεί θα ζήσουμε και θα χαιρόμαστε για τα πράσινα και τα μωβ και τα ζεστά. Μια μέρα. Σήμερα όμως έχουμε δουλειά. Έχουμε ανθρώπους να τους σταθούμε, έχουμε ζωές να αγωνιστούμε.