Eυτυχώς για την ταινία του (βραβευμένου με όσκαρ πριν λίγα χρόνια για το πολύ σημαντικό ντοκιμαντέρ “Μan on wire”) Τζέιμς Μαρς, «Η θεωρία των πάντων» δεν ξεκινά με φλας μπακ, όπως είναι ο κανόνας στις κινηματογραφικές βιογραφίες ή ακριβέστερα στα biopics. Γιατί μπορεί, όπως το ντοκιμαντέρ του μιλούσε για έναν οριακό άνθρωπο (τον σχοινοβάτη Φιλίπ Πετί, που το 1974 περιφερόταν πάνω σε ένα σχοινί και χωρίς δίχτυ ασφαλείας επί 45 λεπτά στον ουρανό ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους), έτσι και η ταινία να μιλά για έναν μάλλον ακόμη πιο οριακό άνθρωπο, τον Στίβεν Χόκινγκ, αλλά δεν είναι και ακριβώς biopic. Η «Θεωρία των Πάντων» ασχολείται μεν, αλλά δεν ρίχνει το κύριο βάρος της στα επιστημονικά επιτεύγματα του Χόκινγκ. Ασχολείται μεν, αλλά δεν ρίχνει το κύριο βάρος της στο πρόβλημα υγείας του Χόκινγκ. Το σενάριο, στηριγμένο στην αυτοβιογραφία της Τζέιν Γουάιλντ, πρώτης συζύγου του Χόκινγκ, έχει βάση τη σχέση τους και την εξέλιξή της στα χρόνια, μια σχέση και εξέλιξη που αναπόφευκτα σημαδεύεται από τα συγκεκριμένα επιτεύγματα και από την συγκεκριμένη κατάσταση υγείας, αλλά ίσως όχι και τόσο διαφορετικά από ό,τι επηρεάζεται η οποιαδήποτε σχέση ενός ζευγαριού από τα αντίστοιχα δικά τους θέματα.
Στο ξεκίνημα λοιπόν, βλέπουμε τον Χόκινγκ νέο φοιτητή να είναι ακόμη υγιής, να κάνει ποδήλατο, να μην έχει και ο ίδιος ιδέα για την ασθένειά του. Όταν πρωτογνωρίζεται με την Τζέιν σε ένα πάρτι και τον ρωτά με τι ασχολείται, της απαντά πως είναι κοσμολόγος. Την ρωτά αν είναι θρήσκα και του απαντά καταφατικά. «Σε τι πιστεύουν οι κοσμολόγοι;» του αντιγυρίζει. «Σε μια τελική εξίσωση που θα εξηγεί τα πάντα στο σύμπαν». Χωρίς το έργο να επικεντρώνεται στο κυνήγι αυτής της εξίσωσης, είναι πάντως αυτές οι ατάκες που το αφορούν, εκείνες οι οποίες αξίζει να μείνουν: «Eίναι σαφές ότι είμαστε μόνο ένα εξελιγμένο είδος μαϊμούδων, πάνω σε έναν μικρό πλανήτη, που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από ένα πολύ συνηθισμένo άστρο, στα εξωτερικά προάστια ενός μόνο από τα εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες, αλλά από τo ξεκίνημα του πολιτισμού οι άνθρωποι λαχταρούν να καταλάβουν ποια είναι η σύσταση του κόσμου τους».
Στο ντοκιμαντέρ του Έρολ Μόρις “Α Brief History of Time“, η μητέρα του Xόκινγκ λέει πως πιθανώς η ασθένειά του τον βοήθησε να φτάσει σε τόσο βάθος στο επιστημονικό του πεδίο, συμπληρώνοντας πως προφανώς και είναι μεγάλο κακό αυτή η ασθένεια και σε κανέναν να μην τύχει, αλλά πως, εν πάση περιπτώσει, στον γιο της έκανε συγκριτικά μικρότερο κακό από ό,τι θα έκανε σε άλλους. Ο νέος και υγιής Χόκινγκ δεν ήταν ο νούμερο ένα λάτρης της σκληρής εργασίας, αγαπούσε την τεμπελιά και τη ζωή, δεν ζούσε μόνο μέσα στην επιστήμη του. Είχα πάντα μια μάλλον αιρετική άποψη για τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Δεν κατάλαβα ποτέ π.χ. γιατί είναι κακό να αισθανόμαστε άσχημα για αυτούς, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί πρέπει να προσπερνάμε το σωματικό τους πρόβλημα, λες και το σώμα στον άνθρωπο είναι μια δευτερεύουσα παράμετρος. Αν δεχτούμε πως το ζητούμενο για κάθε άνθρωπο είναι να τα έχει καλά με τον εαυτό του και να είναι ευτυχισμένος, ναι, κάλλιστα ο αξιοζήλευτος ανάμεσα στον ευτυχισμένο άνθρωπο με αναπηρία και στον μη ευτυχισμένο αρτιμελή, είναι ο πρώτος. Αλλά μήπως θα αντάλλασσε και ο ίδιος την ευτυχία του για να μπορεί να περπατήσει ή να δει; Αν έχει γίνει ο Χόκινγκ παγκόσμιο είδωλο, έχει γίνει όχι μόνο για τα επιστημονικά του επιτεύγματα, αλλά κυρίως επειδή πραγματοποιώντας τα σε αυτή την ακραία δύσκολη σωματική συνθήκη, εκτός από το να μιλά για τα όρια του σύμπαντος, μιλά εμπράκτως και για τα όρια του ανθρώπου. Κανείς άλλος στην ανθρώπινη ιστορία δεν έχει προσωποποιήσει έτσι το δίπολο πνεύματος – σώματος. Πού ζει ο άνθρωπος; Στο πνεύμα του μόνο; Δεν είμαστε κατ’ εξοχήν και σώματα; Ο Χόκινγκ με τη ζωή του είναι σαν να μας εξηγεί ότι είμαστε κατ’ εξοχήν πνεύματα. Ίσως όλοι μας τελικά ζούμε μέσα στο μυαλό μας και αυτό είναι εκείνο που έχει σημασία. Ο Χόκινγκ, που ενώ η ασθένειά του που αχρηστεύει όλους του τους μύες, εξελίσσεται, κάνει τρία παιδιά. Το εγκεφαλικό και το σεξουαλικό: ναι, ίσως όταν λειτουργούν αυτά τα δύο, το υπόλοιπο σώμα να περνά σε δεύτερη μοίρα.
Έγραφα την προηγούμενη εβδομάδα για το “Birdman” πως πριν καν δω την ερμηνεία του Έντι Ρεντμέιν, θέλω να πάρει το όσκαρ ο Μάικλ Κίτον. Αν λοιπόν έχω μια ένσταση -και δη μεγάλη- δεν είναι στην ερμηνεία του Ρεντμέιν. Ο άνθρωπος είναι δύναμη, έχει έρθει για να μείνει και ανήκει στην κορυφή. Και, ναι, η ερμηνεία του είναι καθηλωτική. Και είναι καθηλωτική η δύναμη του βλέμματός του. Αλλά δεν βραβεύεται για αυτή. Βραβεύεται επειδή καθηλώνει το σώμα του. Βραβεύεται επειδή στραβώνει το κορμί του με αυτόν τον τρόπο. Βραβεύεται επειδή μιμείται τα εξωτερικά γνωρίσματα του Χόκινγκ. Και είμαι βέβαιος πως, ακόμα και αυτή η μίμηση χρειάζεται ταλέντο, πως ένας λιγότερο καλός ηθοποιός θα την πετύχαινε λιγότερο πειστικά. Αλλά όσο επίπονη, όσο αξιοθαύμαστη, όσο επαινετή κι αν είναι η επιτυχία της μίμησης, πόσο είναι υποκριτική και πόσο άσκηση αθλητική; Η ένστασή μου λοιπόν αφορά τη διαχρονική πριμοδότηση αυτής της μίμησης ως κορυφαία υποκριτική, ενώ ο ηθοποιός στα δικά μου μάτια, είναι κάτι άλλο.
Ο Τζέιμς Μαρς σκηνοθετεί με τρυφερότητα τους ήρωές του. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει στη διεύθυνση της φωτογραφίας χρώματα μη φυσικά, χρώματα που κάνουν τις εικόνες σχεδόν ονειρικές. Γεμίζει το καστ του όμορφους ανθρώπους. Η Φελίσιτι Τζόουνς είναι εκτός από εξαιρετική στο ρόλο της και ερωτεύσιμη. Η περίπτωση Χόκινγκ είναι από μόνη της τόσο συναρπαστική, που όπως έχει ήδη ξαναπροσεγγιστεί, όπως στο ντοκιμαντέρ του Μόρις ή στο τηλεοπτικό του ΒΒC με τον Μπέντεντικτ Κάμπερμπατς, πιθανότατα θα προσεγγιστεί ξανά και στο μέλλον. Ας ελπίσουμε ότι θα προσεγγιστεί τότε με περισσότερη έμφαση στη διάκριση σώματος – πνεύματος. Ως τότε, όποιος δει αυτή τη συμπαθητική ταινία, δεν θα φύγει με δυο χαμένες ώρες, κάθε άλλο, αλλά θα έχει δει αυτό: μια συμπαθητική ταινία, με όμορφους και εξαιρετικούς ηθοποιούς, όμορφα φωτογραφημένους. Μπορεί να κρατήσει επίσης φεύγοντας τα υπέροχα μουσικά θέματα του Γιόχαν Γιόχανσον.