Εδώ και πέντε χρόνια σχεδόν, ιδίως τις περιόδους που υποχωρεί η ειδησεογραφία ροής όπως οι γιορτές, γράφουμε κείμενα για την ποιότητα του ποδοσφαίρου που παίζει η Μπάρτσα κατά πρώτον και η Μπάγιερν κατά δεύτερον και δεν σχολιάζουμε -κατά προτεραιότητα- τις ειδήσεις που «γεννούν» οι κάθε λογής λίστες για εκείνους που είτε κερδίζουν είτε ξοδεύουν πολλά ή για τα lifestyle καμώματα των αστέρων.
Το έχω ξαναγράψει ότι αυτοί οι κατάλογοι με τους «πλουσιότερους» είναι περισσότερο επικοινωνιακό παιχνίδι, παρά μία δημοσιοποίηση ουσίας. Ας πούμε η περίφημη ετήσια λίστα της Deloitte παρουσιάζει τις ομάδες με τα περισσότερα έσοδα αλλά δεν παρουσιάζει και τα χρέη ή άλλα καθοριστικά οικονομικά μεγέθη για την αξιολόγηση μία επιχείρισης, δημιουργώντας έτσι μία πλαστή εικόνα για την οικονομική δυναμική του παιχνιδιού και των ομάδων.
Και ακόμη περισσότερο δημιουργείται η εικόνα ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα χωράφι που φυτρώνουν χρήματα, ένας ιδανικός χώρος επενδύσεων και κερδοφορίας. Παραμύθια. Ετσι όπως λειτουργεί το παιχνίδι δεν μπορεί να παράγει κέρδη ή τουλάχιστον μπορεί να παράγει υπερ-κέρδη για κάποιους λίγους αλλά όχι για τις ομάδες, ούτε για τους θεατές.
Κέρδος για τους θεατές δεν είναι η «νίκη» της ομάδας τους αλλά το καλό ποδόσφαιρο. Και καλό ποδόσφαιρο παρακολουθούμε κάθε 15-18 χρόνια. Η σύγχρονη οικονομία του ποδοσφαίρου επικεντρώνεται στο να διαμορφώσει ένα παιχνίδι σε προιόν, για να εκπληρώσει τον βασικό στόχο του προιόντος. Να καταναλωθεί. Κυρίως τηλεοπτικά.
Μία μικρή επισήμανση εδώ. Οσο πιο πολύ καταναλώνουμε τηλεοπτικά το ποδόσφαιρο, τόσο περισσότερο εθιζόμαστε στον τρόπο που η τηλεόραση βλέπει το παιχνίδι. Αρχίζουμε να αποκτούμε την οπτική και τα χούγια της κάμερας. «Παρακολούθησε την μπάλα. Την δράση». Το παιχνίδι καλύπτει πολύ μεγαλύτερο μέρος από όσο η κάμερα, που μας προσφέρει μία αποσπασματική εικόνα. Μία –ούτε καν- μισή αλήθεια, άρα μία παραπλάνηση, ένα ψέμα.
Το χειρότερο είναι ότι έχουν εκπαιδευτεί ολόκληρες γενιές φίλων του ποδοσφαίρου να βλέπουν το παιχνίδι όπως η τηλεόραση. Ως προιόν και όχι ως παιχνίδι, γιατί για να δεις το ποδόσφαιρο σαν παιχνίδι πρέπει να παίζεις κι ο ίδιος στη γειτονιά με τους φίλους ή σε ένα 5Χ5 ή τουλάχιστον να θυμάσαι πως ήταν όταν έπαιζες κι εσύ.
Ετσι, είναι αδύνατο να καταλάβεις την γοητεία που έχει η τακτική, να αντιληφθείς γιατί ο προπονητής επιλέγει έναν αριστεροπόδαρο για δεξιά ή γιατί παίζει με αυτό τον τρόπο στο συγκεκριμένο παιχνίδι.
Αυτή η η προσέγγιση θυμίζει σκακιστή που όταν παίζει νοιάζεται μόνο για τις δικές του κινήσεις, με αποτέλεσμα και να χάνει την παρτίδα και να μην χαίρεται την ομορφιά του παιχνιδιού.