Με αφορμή τα «Στα Χρόνια της Βίας» του Τζέι Σι Τσάντορ & «Κάθε Στιγμή Μετράει» των Γουός Γουεστμόρλαντ και Ρίτσαρντ Γκλείτζερ.
Ό,τι ακριβώς περιμένεις να δεις από μια ταινία στην οποία η Τζούλιαν Μουρ υποδύεται μια γυναίκα που έχει αλτσχάιμερ, το βλέπεις.
Ακόμα και αν βλέπεις την ταινία με βασικό διαστροφικό κίνητρο να ικανοποιήσεις αυτήν την συγκεκριμένη περιέργεια (αν δηλαδή θα δεις ακριβώς αυτό που φαντάζεσαι) και πάλι εντυπωσιάζεσαι από το ότι δεν βλέπεις τίποτα μα τίποτα έστω και ελάχιστα απρόσμενο και πάλι εντυπωσιάζεσαι από το ότι η συνταγή εκτελείται μέχρι κεραίας και με μηδενική απόκλιση.
Από την άλλη, μπορεί τέτοιου είδους εγχειρήματα να έχουν απειροελάχιστες καλλιτεχνικές ανησυχίες και να στερούνται το οποιοδήποτε κινηματογραφικό όραμα, η επιδραστικότητά τους όμως, ακόμη και η χρησιμότητά τους, εξηγείται στο ότι καταγράφουν σε συσκευασία ταινίας και υπό την πρόφαση μιας στοιχειώδους μυθοπλασίας, ένα σημαντικό πρόβλημα της εποχής.
Όσο λιγότερο έμφαση λοιπόν δίνεται σε οτιδήποτε δεν αφορά το σκληρό πυρήνα του προβλήματος, όσο όλο το φόκους είναι στην καταγραφή ενός ανθρώπου που χάνει το μυαλό του, τόσο περισσότερο επιδρούν και συγκινούν και φτάνουν να έχουν και κριτική αποδοχή τύπου 90% σto Rotten Tomatoes.
Βασισμένο σε μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε ως αυτοέκδοση, στη συνέχεια το επεσήμανε αρθρογράφος μεγάλης εφημερίδας, έτυχε κανονικής έκδοσης κι έγινε εκδοτική επιτυχία και γυρισμένο από το σκηνοθετικό δίδυμο και ζευγάρι στη ζωή των Γουός Γουεστμόρλαντ και Ρίτσαρντ Γκλείτζερ (o oποιός και πέθανε πριν λίγες μόλις μέρες), το «Κάθε Στιγμή Μετράει» (Still Alice) μάς παρουσιάζει μια πενηντάχρονη λόγια, καθηγήτρια γλωσσολογίας, παντρεμένη με τρία ενήλικα παιδιά, η οποία συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά, κάνει τις σχετικές εξετάσεις και μετά προσπαθεί ανεπιτυχώς να αντισταθεί στην επέλαση της ασθένειας.
Η Τζούλιαν Μουρ παίρνει το πρώτο της όσκαρ με μια ερμηνεία διακριτική και καίρια, καθώς υποδύεται μεν έναν ρόλο στη γνωστή αβανταδόρικη για βραβεύσεις βάση του ατόμου με προβλήματα υγείας, αλλά δεν έχει να πατήσει σε κάποιο εμφανές εξωτερικό ελάττωμα. Εκείνο που κάνει είναι, προϊούσης της ταινίας και της ασθένειας, να παγώνει ολοένα και περισσότερο το πρόσωπό της, να του αφαιρεί τα χαρακτηριστικά που προσδίδει η προσωπικότητα στο πρόσωπο, το χρώμα που του δίνει, την έκφραση που του δίνει.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Κάθε Στιγμή Μετράει»
Προχωράμε στη ζωή και όλα αυτά που θυμόμαστε, όλα αυτά που ξέρουμε, όλα αυτά που έχουμε ζήσει, προσδιορίζουν το ποιοί είμαστε. Ο ανά πάσα στιγμή εαυτός μας είναι το τελικό σημείο της ως εκείνη τη στιγμή διαδρομής. Όταν αυτή η διαδρομή χάνεται σιγά σιγά από τον χάρτη του μυαλού μας, μένουμε ξεκρέμαστοι.
Σε αντίθεση με τις ασθένειες που εκφυλίζουν το σώμα, όπου ο εαυτός παραμένει εκεί, υποφέρει αλλά είναι εκεί, οι ασθένειες που εκφυλίζουν το μυαλό είναι σαν ένας πρόωρος θάνατος, σαν ένας θάνατος εν ζωή, καθώς μένει το σώμα ως κέλυφος και ως παρωδία του αληθινού σου εαυτού που έχεις πια απωλέσει, καθώς τον ξέχασες. Από την άλλη, μήπως για τον ίδιο τον ασθενή είναι προτιμότερο -πιο αναξιοπρεπές, αλλά προτιμότερο- αντί να μένει και να υποφέρει, να φεύγει το μυαλό του χωρίς να υποφέρει;
Η ηρωίδα λέει πως τους ασθενείς από καρκίνο όλοι τους αντιμετωπίζουν ως ήρωες, ενώ το αλτσχάιμερ προξενεί στον ασθενή ντροπή. Σε μια σκηνή π.χ. που δεν θυμάται την κόρη της, ποιός έχει αμηχανία, νιώθει αμηχανία εκείνο το ενδιάμεσο πρόσωπο που εν μέρει είναι ακόμα ο εαυτός, εν μέρει όμως όχι. Κάθε άνθρωπος κουβαλάει το βάρος της επίγνωσης της θνητότητας. Ξέρουμε πως θα πεθάνουμε. Αλλά το να πεθαίνει ο εαυτός σου ενώ το σώμα σου ακόμα ζει, είναι διαφορετικό.
Παραμένει από τον παλιό εαυτό η ανάμνηση της αγάπης, το εφόδιο της αγάπης, μοιάζει να υποστηρίζει η ταινία. Και ναι, η αγάπη είναι ωραίο να μένει στο γυμνό πια από εαυτό πρόσωπο. Αλλά μήπως έχεις ήδη ξεχάσει και τι ήταν αυτό που αγαπάς;
—-
Το «Στα Χρόνια της Βίας» είναι μια ταινία – τρικλοποδιά στις προσδοκίες και τις προκαταλήψεις του θεατή. Ο αυθεντικός της τίτλος (Α Μost Violent Year) σε προδιαθέτει για βία. Το είδος που πας να παρακολουθήσεις σε προδιαθέτει για βία. Βρισκόμαστε στο 1981, ένα από τα πιο βίαια έτη στην ιστορία της Νέας Υόρκης, αλλά η βία που θα παρακολουθήσουμε στην οθόνη είναι λίγη. Κι όχι τυχαία. Το τρέιλερ σε παραπλανεί για το ποιόν του ήρωα.
Ο -για άλλη μια φορά εξαιρετικός- Όσκαρ Άιζακ έχει το χτένισμα του Μάικλ Κορλεόνε, φέρνει ακόμη και φυσιογνωμικά και ως αύρα στον Πατσίνο του πρώτου «Νονού». Υποδύεται έναν ανερχόμενο έμπορο πετρελαίου. Πιστεύει στην ελεύθερη αγορά, πιστεύει στην επιχειρηματικότητα, εξαπλώνεται διαρκώς, αλλά τη στιγμή που είναι έτοιμος να κάνει το πιο μεγάλο βήμα, να αγοράσει ένα πολύ μεγάλο οικόπεδο σε προνομιακό χώρο που θα του επιτρέπει να περάσει σε άλλο επίπεδο παίκτη, βάλλεται τόσο από την πλευρά του νόμου, όσο και από την πλευρά της παρανομίας.
Ο εισαγγελέας του ασκεί δίωξη για φορολογικά αδικήματα. Η γυναίκα του, που χειρίζεται τα βιβλία της επιχείρησης, του λέει ότι ακολουθεί τα στάνταρ των ομοειδών εταιριών και δεν έχει κάνει κάτι διαφορετικό από τις υπόλοιπες. Την ίδια ώρα του κλέβουν διαρκώς το εμπόρευμα από τα φορτηγά του. Όλοι του ζητούν να οπλίσει τους οδηγούς, η γυναίκα του, ο δικηγόρος του, ο επικεφαλής του συνδικάτου των οδηγών. Αλλά εκείνος αρνείται. Δεν είναι τόσο ότι πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, όσο ότι αρνείται να πάει με το όπλο στο χέρι.
Σαφώς δεν είναι αντιήρωας, αν είναι όμως ήρωας γιατί είμαστε τόσο καχύποπτοι απέναντί του, ακόμη και όταν η ταινία έχει πια τελειώσει; Δεν είναι τόσο ότι κινείται ο ίδιος σε γκρίζα ζώνη, όσο περισσότερο ότι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τζέι Σι Τσάντορ είναι σαν να φιλμάρει όλη την ταινία του σε μια γκρίζα ζώνη, ή μάλλον σαν να λέει πως ακόμη κι αν δεν βάλω τον ήρωά μου να κάνει τίποτα το ευθέως κακό ή παράνομο, η γκρίζα ζώνη παραμένει εκεί.
Σαν όλοι μας να είμαστε προδιατεθειμένοι να περιμένουμε κάτι από μια ταινία και από ένα στυλ ζωής. Ποια είναι τα όρια επιχειρηματικότητας και γκαγκστεριλικιού, ποια η γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο νόμιμο και το παράνομο; Πώς έχει φτάσει ως εκεί που τον βλέπουμε όταν η ταινία ξεκινάει;
Αγόρασε την επιχείρηση από τον πατέρα της γυναίκας του που ήταν μικρογκάγκστερ. Ο κύριος ανταγωνιστής του κληρονόμησε την επιχείρηση από τον μαφιόζο πατέρα του. Ο εισαγγελέας -που κι αυτός επιλέγει να χτυπήσει τον συγκεκριμένο επιχειρηματία αντί άλλους- λέει πως κλέβετε ο ένας από τον άλλο κι όλοι μαζί τον κόσμο. Φορολογικά τεχνάσματα, νοθεύσεις, τα συνήθη στάνταρ της συγκεκριμένης αγοράς.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Στα Χρόνια της Βίας»
Στην πρώτη ταινία του Τσάντορ -που ανεπιφύλακτα συνιστώ σε όποιον δεν την έχει δει- το «Margin Call» (Ο Δρόμος του Χρήματος) παρακολουθούμε την κορυφή της καπιταλιστικής πυραμίδας. Η κρίση των τοξικών ομολόγων είναι έτοιμη να σκάσει και μια επενδυτική τράπεζα κολοσσός, τύπου Lehman Brothers, τα ξεφορτώνει όλα στην υγεία των κορόιδων, προκειμένου να μην καταρρεύσει εκείνη.
Εκεί στην κορυφή δεν υπάρχουν όπλα, δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη για να κατακτηθεί η αγορά, εκεί ο πόλεμος διεξάγεται αλλιώς, με υπερόπλα άυλα, με χρηματιστηριακές πράξεις, με τηλέφωνα, αγορές και πωλήσεις, χωρίς η βία να δείχνει το πρόσωπό της.