Του Νικήτα Φεσσά
‘‘Έγινα ο Θάνατος, ο καταστροφέας κόσμων’’, είχε δηλώσει, δανειζόμενος μια φράση από αρχαίο ινδικό σύγγραμμα, ο φυσικός Ρόμπερτ Oπενχάιμερ, που έμεινε γνωστός ως ο εφευρέτης της ατομικής βόμβας. Αντίστοιχα, ο Δανός auteur και τρομερό παιδί, Λαρς φον Τρίερ, είναι καταστροφέας κόσμων στην τέχνη. Θα μπορούσε όμως κάποιος να ισχυριστεί ποτέ, κάτω από κάποιου είδους ποιητική άδεια και τεστάροντας τα όρια ακόμα και του κακού γούστου, ότι αυτό που έγινε στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είναι κάποιου είδους τέχνη χωρίς να ρισκάρει τον λιθοβολισμό από τους συνανθρώπους του, ή τον δια βίου εξοστρακισμό του από την πολιτισμένη κοινωνία; Ο μοντερνιστής συνθέτης Στοκχάουζεν είχε προβοκατόρικα δηλώσει κάτι ανάλογο για την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου.
Τι σχέση όμως έχουνε αυτές οι σκέψεις και τα ερωτήματα με την τελευταία ταινία του Δανού προβοκάτορα; Εκ πρώτης όψεως, και για αρκετή ώρα από τη συνολική διάρκεια των δυόμισι και πλέον ωρών, το Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ μοιάζει σαν τη δική του, ιδιοσυγκρασιακή απόπειρα στο είδος του serial killer — μία διασταύρωση Seven, Σιωπής των Αμνών, American Psycho, σκέτου Psycho, Dexter, Maniac, και Mindhunter, στο πιο ευρωπαϊκό. Αρχικά το σενάριο μοιάζει κάπως ad hoc, με τη μια σκηνή να διαδέχεται την άλλη με χαλαρή και αβέβαιη σύνδεση, και κάνοντας συχνά κοιλιές. Οι καθεαυτές σκηνές των φόνων που μοιάζουν ατελείωτες σε βασανιστική διάρκεια φαντάζουν πιο ρεαλιστικές από αυτά που μας έχει συνηθίσει το Χόλιγουντ.
Ο αντιήρωας του φον Τρίερ (ένας πολύ καλός Ματ Ντίλον) είναι μία διασταύρωση Χάνιμπαλ Λέκτερ, Τζέφρι Ντάμερ, Τεντ Μπάντι, του δολοφόνου Ζόντιακ, και του Peeping Tom του Μάικλ Πάουελ. Ένας ψυχοπαθής δολοφόνος με πλήρη έλλειψη ενσυναίσθησης, σοβαρή ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, και εκλεπτυσμένα γούστα.
Ο Τζακ αφηγείται πέντε περιστατικά από τη ζωή του σε φλασμπάκ (αφηγηματική συσκευή που ο φον Τρίερ μεταχειρίστηκε και στο Nymphomaniac) σε μία φωνή (πάντα εντυπωσιακός ο Bruno Ganz) που αντιστοιχεί σε μια διασταύρωση εξομολόγου, ψυχαναλυτή, πανθ’ ορώντος Υπερεγώ, και του Θεού του ίδιου, και που ακούει στο όνομα Verge (όνομα με ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη της ταινίας). Τουλάχιστον στα τέσσερα πρώτα έχουμε να κάνουμε με τον Τζακ να διαπράττει ιδιαιτέρως ειδεχθή εγκλήματα. Αρχικά απεικονίζεται ως κωμικά αδέξιος (το περιστατικό όπου προσπαθεί, αρχικά ανεπιτυχώς, να καταφέρει να κάνει μια γυναίκα να του ανοίξει και να τον βάλει στο σπίτι της θυμίζει έντονα ταινίες των Coen). Η εξέλιξή του όμως είναι ραγδαία και γρήγορα κατακτά την τέχνη/ιεροτελεστία του φόνου.
Κάπως σαν τον κεντρικό αντιήρωα του Πωλ Σρέντερ στο προσφατο εξαιρετικό First Reformed , ο Τζακ του φον Τρίερ είναι πλήρως αποξενωμένος από την πραγματικότητα, η οποία εδώ αναπαρίσταται ως αποκειμένη – για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της Julia Kristeva. Ο Τζακ, ένας αποτυχημένος αρχιτέκτονας που έχει όνειρο να χτίσει (ο ίδιος, από τα σχέδια και τα θεμέλια, τα υλικά κλπ.) ένα σπίτι, μοιάζει να έχει αναπτύξει μια δική του υλιστική (αντι)θεολογία απέναντι σε αυτήν την επίμονα ηλίθια πραγματικότητα (σκεφτείτε έναν κακοήθη όγκο που δεν ‘βγάζει νόημα’ παρά μόνο από κάποια πολύ σκοτεινή δαρβινική σκοπιά), η οποία του προκαλεί ναυτία. Μοιάζει με περίπτωση αυτού που ο Λακάν ονομάζει separation: αυτό δηλαδή που συμβαίνει όταν το υποκείμενο συναντά το κενό του Άλλου ως απάντηση στο δικό του δομικό κενό. Ο Τζακ λοιπόν υποφέρει από μία διπλή αποξένωση. Όταν ο Verge του μιλά για τον Έρωτα, ο Τζακ επιμένει στον Θάνατο (το γνωστό δίπολο του Φρόιντ – ο φον Τρίερ έχει μιλήσει ανοιχτά για το γεγονός ότι κάνει ψυχανάλυση εδώ και χρόνια). Σε αυτή την ηλίθια πραγματικότητα που αποκαλύπτεται στον φον Τρίερ σε όλη της την μπαναλιτέ, και η οποία — παραφράζοντας τον Σλαβοϊ Ζίζεκ — δεν έχει να σου διδάξει τίποτα, τόσο ο δολοφόνος τύπου Τζακ, όσο και ο καλλιτέχνης, ο δολοφόνος ως καλλιτέχνης, αλλά και ο καλλιτέχνης ως δολοφόνος (η λέξη δημιουργός αποκτά εδώ ειρωνική χροιά, μιλάμε για καταστροφέα ή για μη-δημιουργό) παρεμβαίνουν, πλάθοντάς τη σύμφωνα με το δικό τους όραμα, και δίνοντάς της, όπως ο ψυχωτικός, το δικό τους προσωπικό νόημα, προκειμένου να πετύχουν την υπέρβαση.
Αν όμως νομίζετε ότι ο φον Τρίερ θα έμενε εκεί, σας περιμένει μια πολύ μεγάλη έκπληξη. Αυτό που κάνει την ταινία ξεχωριστή – για την ακρίβεια πρόκειται για ένα ελαττωματικό, όπως και ο κεντρικός χαρακτήρας, αριστούργημα — είναι οι ενδιάμεσες συζητήσεις (μινι διαλέξεις που θυμίζουν εκείνες του Τζων Μπέρτζερ) ή ο εσωτερικός μονόλογος του Τζακ με τον Verge. Αυτές είναι εμφανές ότι αφορούν τις εμμονές του ίδιου του (διαβόητα ενοχικού και τελειομανούς) φον Τρίερ, και καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την Ιστορία του 20ού αιώνα, και πιο συγκεκριμένα όσον αφορά την Ιστορία Τέχνης πάνε και πολύ πιο πίσω. Ο φον Τρίερ επιστρατεύει από τον Γκλεν Γκουλντ και τον Βιβαλντι μεχρι τον Ντ. Μπόουϊ, και από τον Μποτιτσέλι, τον Κλιμτ και τον Γκωγκέν, μέχρι τον Γκόγια, τον Ντελακρουά και τον Γκυστάβ Ντορέ (για την εικονογραφία της Κόλασης), μαζί με τους Βιργίλιο, Δάντη Αλιγκέρι, Γουίλιαμ Μπλέικ και Γκαίτε. O ίδιος ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στο ομώνυμο παιδικό τραγουδάκι, ενώ κάπου εκεί ο φον Τρίερ καταφέρνει να χώσει και το σπίτι από το American Gothic.
Κλασικά θα μείνουν τα κομμάτια της ταινίας που αναφέρονται στην ομορφιά των σταφυλιών που σαπίζουν, στα αεροπλάνα Στούκας, στην αρχιτεκτονική/αισθητική/φιλοσοφική θεωρία του Αλμπερτ Σπέερ (για όλα αυτά ο φον Τρίερ χρησιμοποιεί υλικό από τα Επίκαιρα), όπως και η παραβολή της σκιάς (μην την μπερδέψετε με αυτή της σπηλιάς του Πλάτωνα) όπου είναι εμφανές ότι εκτός από τον αντιήρωα/κατά συρροή δολοφόνο, και ο ίδιος ο σκηνοθέτης (αυτο)χαρακτηρίζεται ως ‘εθισμένος’, παρά τις πολύπλοκες δικαιολογίες που σκαρφίζεται κάθε φορά για να δώσει άλλοθι στον εαυτό του: ένας σαδομαζοχιστής Σίσυφος. Το δε κομμάτι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σίγουρα μπορεί να αναγνωσθεί ως αυτοκριτική του φον Τρίερ σε σχέση με τα αντισημιτικά σχόλια που είχε κάνει επτά χρόνια πριν, και που του στοίχισαν τον αποκλεισμό του από το φεστιβάλ των Καννών μέχρι φέτος.
Το Το Σπίτι που Εχτισε ο Τζακ χρησιμοποιεί την φόρμα του πορνογραφήματος βασανισμού (torture porn) με πινελιές μαύρης κωμωδίας αλλά και επικολυρικής ποίησης για να μας δώσει ένα δοκίμιο πάνω στη φύση του Κακού, την ηθική, την τέχνη, την έννοια της αμαρτίας και της τιμωρίας/Θείας Δίκης, τον Παράδεισο και την Κόλαση, και τόσα άλλα μεγάλα θέματα που απασχολούν τον δημιουργό του, τον οποίο αν για ένα πράγμα δεν μπορεί να τον ψέξει κανείς είναι για έλλειψη τόλμης ή φιλοδοξίας στα έργα του. Ο φον Τρίερ φαίνεται αρχικά να οπτικοποιεί αυτό που είχε αναρωτηθεί ο Ντοστογιέφσκι δια στόματος ενός εκ των αδερφών Καραμαζώφ: Πώς θα έμοιαζε ένας κόσμος δίχως Θεό, ή με έναν Θεό που φαίνεται να επιτρέπει τα πάντα, και ενίοτε, στην περίπτωση του Τζακ, να κάνει τα στραβά μάτια ή ακόμα ακόμα και να διευκολύνει τις πιο επαίσχυντες και ηθικά αποτρόπαιες πράξεις; Για μεγάλο κομμάτι της ταινίας ο Θεός μοιάζει να είναι απών ή τερατωδώς αδιάφορος σε αυτά που απεικονίζονται στην οθόνη, και τα οποία διαπράττει ο Τζακ – και ο φον Τριερ (και στα οποία είναι συν-ενοχος ο θεατής/φαν του σκηνοθέτη). Ο φον Τρίερ είναι προφανές ότι θέλει να ‘τριγκάρει’ το φιλελεύθερο κατεστημένο στην Αμερική και τη Δύση γενικότερα, δοκιμάζοντας τα όρια του καλού γούστου και βγάζοντας τη γλώσσα στην πολιτική ορθότητα (οι αποχωρήσεις αγανακτισμένων θεατών κατά τη διάρκεια της προβολής στις Κάννες αναμφίβολα τον χαροποίησαν).
Όμως εάν η ταινία έμενε εκεί, θα ήταν μία αποτυχία, ή θα χαρακτηριζόταν παρωχημένη και θλιβερή ως απόπειρα. Αντίστοιχα, εάν, όπως δήλωσε ο δημιουργός της, η αρχική έμπνευση για τον Τζακ ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ και η άνοδός του (θα μπορούσε άραγε η σκηνή του κυνηγιού και η φρικτή σκηνή κακοποίησης ζώου από τον Τζακ να ιδωθούν ως απηχούσες το πάθος του Τραμπ και των υιών του για το λεγόμενο trophy hunting ;) περιορίζει κατά πολύ το (κοσμικό—από τη λέξη Cosmos) εύρος των ανησυχιών και των καλειδοσκοπικών αναγνώσεων (τί είναι άραγε –πέρα από το προφανές– το δωμάτιο που μονάχα στο τέλος καταφέρνει να ξεκλειδώσει ο Τζακ;) που προσκαλεί το φιλμικό κείμενο, μαζί με όλες τις αναρίθμητες διακειμενικές αναφορές. Και εάν το κινηματογραφικό τέρας που ακούει στο όνομα Τζακ ‘είναι’ (μόνο) ο Τραμπ, η ασυνήθιστη ευρυμάθεια του ήρωα θα ήταν το λιγότερο αταίριαστη ή απληροφόρητη. Και γενικώς, το Το Σπίτι που Εχτισε ο Τζακ είναι πολύ περισσότερα, σε βαθμό που δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τί μπορεί να κάνει ο φον Τρίερ μετά από κάτι τέτοιο. Εδώ πρόκειται για μία σπανία, στην Ιστορία του σινεμά, στιγμή αυτοκριτικής και απολογισμού του καλλιτεχνικού δημιουργού ο οποίος εκτίθεται στο θεατή, και τον προκαλεί σαν να περιμένει την κρίση του (όπως κάνει αντίστοιχα ο Τζακ).
Η ίδια η ταινία μοιάζει επίσης σαν ένα σαρδόνιο αυτοαναφορικό σχόλιο πάνω στην παρακμιακή και απορροφημένη στον εαυτό της Δυτική τέχνη που παράγεται σήμερα, με τον μανδύα του υψηλού. Σε μία άλλη αξιομνημόνευτη σκηνή της ταινίας, ο φον Τρίερ περιλαμβάνει ένα μοντάζ από κλιπ από τις προηγούμενες ταινίες του (από τον Αντίχριστο και τη Μελαγχολία –και τα δύο μπορούν να ιδωθούν ως συνοδευτικά κείμενα του Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ, ή ως διαφορετικές ψυχολογικές προδιαθέσεις απέναντι στο ίδιο [μη-]Συμβάν – μέχρι το Dogville και το Δαμάζοντας τα Κύματα) με σχολιασμό πάνω στη βία στην Τέχνη.
Σε άλλο σημείο, ο Τζακ μιλάει για την τεράστια αδικία που υφίστανται οι άνδρες, καθώς εκείνοι είναι που θα κατηγορηθούν πάντα και οι οποίοι — σε σχέση με τις γυναίκες – είναι που κουβαλάνε εξαρχής την ενοχή, ό,τι κι αν κάνουν. Θα μπορούσε να φανεί το λιγότερο προσβλητικό στη μετά-‘Me too’ εποχή. Όμως είναι προφανές ότι αυτά τα λέει ένας δολοφόνος κατά συρροήν, λίγο πριν διαπράξει μία από τις ειδεχθέστερες πράξεις του επί της οθόνης. Ομοίως στην πρώτη σκηνή όπου πρωταγωνιστεί η Ούμα Θέρμαν (που πρόσφατα επιτέθηκε στον Ταραντίνο, αν και έχει υπάρξει μούσα του, για τη βία που υπέστη στο πλατώ των γυρισμάτων από τον διάσημο auteur), o φον Τριερ μοιάζει να παίζει με τον διαβόητο λανθάνοντα (ή μη) μισογυνισμό των ταινιών του. Όμως και η βία (όπως και στην τρομερή σκηνη του κυνηγιού) είναι συχνά τόσο γραφική που μοιάζει καρτουνίστικη, σε βαθμό που στο τέλος μία εξίσου πιθανή θεωρία είναι ότι όλα συμβαίνουν στο διεστραμμένο μυαλό του ήρωα (και προφανώς και του δημιουργού του).
Με το μόνο που ίσως, ταπεινά, διαφωνεί ο γράφων είναι η τελευταία σκηνή και η κατάληξη του Τζακ. Νομίζω ότι, παρά την κατανοητή ανάγκη για σχηματική κάθαρση μετά από όσα έχουν προηγηθεί, πολύ πιο ενδιαφέρον θα ήταν ο δημιουργός να καταδίκαζε τον Τζακ στο να προσπαθεί αενάως και ανεπιτυχώς να επισκευάσει/χτίσει (όπως κάνει και με το περιβόητο σπίτι του τίτλου) το μισοκατεστραμμένο απατηλό γεφύρι που μπορεί να τον βγάλει στον Επάνω Κόσμο.
Το Το Σπίτι που Εχτισε ο Τζακ μοιράζεται πολλά από τα μεγάλα θέματά του με το περσινό ‘πρότζεκτ ματαιοδοξίας’ του Ντάρεν Αρονόφσκι με τίτλο Μother!, το οποίο, αν και τεχνικά άρτια εκτελεσμένο, κατέληξε σε camp παρωδία. Παρά το τσαλαβούτημα σε βαθιά νερά, η ταινία του φον Τρίερ παραμένει ουσιωδώς (πολύ πιο) βαθιά, και σε κάνει να θες να μιλήσεις για αυτή για μέρες μετά. Δεν υπάρχουν πολλοί δημιουργοί που τη σήμερον ημέρα μπορούν να σε συνταράξουν στον πυρήνα της ύπαρξης σου, ώστε όταν βγεις από την αίθουσα να μην ξέρεις τι σε χτύπησε. Δεν είναι και λίγο πράγμα αυτό.
Τρέξτε λοιπόν αμέσως να τη δείτε.
Βαθμολογία 4,5/5.
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία.