Απόδοση: Φραντζέσκα Πετροπούλου, Φοιτήτρια Τμήματος Ψυχολογίας Παν. Κρήτης*
Η ικανότητά μας να συνάπτουμε ασφαλείς σχέσεις ως ενήλικες, έχει αφετηρία την οικογενειακή ανατροφή μας ως παιδιά, σύμφωνα με μελέτη του Harvard.
Το ζεστό οικογενειακό περιβάλλον στην ανατροφή των παιδιών, συνδέεται με το αίσθημα της ασφάλειας στις ρομαντικές σχέσεις δεκαετίες μετά, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Psychological Science. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι άνδρες που μεγάλωσαν σε σπίτια με φροντίδα, ήταν πιο έμπειροι στη διαχείριση των αγχωτικών συναισθημάτων, το οποίο σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με πιο σταθερούς γάμους αργότερα στη ζωή τους.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι οι επιδράσεις των εμπειριών της παιδικής ηλικίας μπορεί να αποδειχτούν ακόμα κι όταν οι άνθρωποι φτάνουν στα 80 τους, προβλέποντας πόσο ευτυχισμένοι και ασφαλείς είναι στους γάμους τους ως υπερήλικες (80-89 ετών)», λέει ο ερευνητής Robert Waldinger της Ιατρικής σχολής του Χαρβαρντ. «Βρήκαμε ότι αυτή η σύνδεση συμβαίνει εν μέρει επειδή η φροντίδα της παιδική ηλικίας υποστηρίζει την καλύτερη διαχείριση των συναισθημάτων και τις διαπροσωπικές δεξιότητες στη μέση ηλικία και αυτές οι δεξιότητες σχετίζονται με γάμους που διαρκούν περισσότερο».
Αυτή είναι η μοναδική διαχρονική μελέτη, η οποία παρακολούθησε τα ίδια άτομα για πάνω από έξι δεκαετίες, ξεκινώντας από την εφηβεία τους και παρέχει αποδείξεις για τις δια βίου επιπτώσεις των εμπειριών της παιδικής ηλικίας.
«Παρά τα όσα που συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου και τις επιρροές τους μεταξύ της εφηβείας και της ένατης δεκαετίας της ζωής τους, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η επιρροή της παιδικής ηλικίας στο γάμο τους είναι ακόμη ισχυρή»σημειώνει ο Marc Schulz συν συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στο Bryn Mawr College.
O Waldinger και ο Schulz εξέτασαν τα δεδομένα που συνέλεξαν από 81 άνδρες που συμμετείχαν σε μια αναπτυξιακή μελέτη ενηλίκων διάρκειας 78 ετών, 51 από του οποίους ήταν μέρος του σώματος του Χάρβαρντ και 30 από τους οποίους ήταν ομάδα από το κέντρο της πόλης της Βοστώνης. Όλοι οι άνδρες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια και συνεχείς συνεντεύξεις καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης.
Για να μετρηθεί το πρώιμο οικογενειακό περιβάλλον των συμμετεχόντων, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα που συλλέχτηκαν από την εφηβεία τους, συμπεριλαμβανομένων αναφορών τους σχετικά με τη ζωή στο σπίτι τους, συνεντεύξεις με τους γονείς τους και αναπτυξιακές ιστορίες που καταγράφηκαν από κοινωνικό λειτουργό. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα στοιχεία αυτά για να δημιουργήσουν μία σύνθετη μέτρηση του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Όταν οι συμμετέχοντες ήταν 45 έως 50 ετών, έδωσαν συνεντεύξεις στις οποίες συζήτησαν τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, συμπεριλαμβανόμενων των σχέσεων τους, τη σωματική τους υγεία και τη δουλειά τους. Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε τις αρχικές σημειώσεις των συνεντεύξεων για να αξιολογήσει την ικανότητα των συμμετεχόντων να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους σε αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.
Τέλος, όταν οι συμμετέχοντες ήταν στο τέλος των 70 ετών ή στις αρχές των 80, ολοκλήρωσαν μια ημιδομημένη συνέντευξη που επικεντρώθηκε στο δεσμό προσκόλλησης με τους συντρόφους τους. Σε αυτές τις συνεντεύξεις, τους ζητήθηκε να μιλήσουν για τους γάμους τους, συμπεριλαμβανομένου του πόσο άνετα ένιωθαν ανάλογα με το σύντροφο τους και την παροχή υποστήριξης προς το σύντροφο τους. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στοιχεία από τις συνεντεύξεις αυτές για την καθιέρωση μιας συνολικής βαθμολογίας των συμμετεχόντων σχετικά με την ασφάλεια της προσκόλλησης προς τους συντρόφους τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες που είχαν ένα στοργικό οικογενειακό περιβάλλον στην παιδική τους ηλικία, ήταν πιο πιθανό να έχουν ασφαλείς δεσμούς προσκόλλησης με τους ερωτικούς συντρόφους τους στην μετέπειτα ζωή. Περαιτέρω αναλύσεις έδειξαν ότι αυτή η σχέση θα μπορούσε να εξηγηθεί, εν μέρει, από τη βελτίωση των δεξιοτήτων ρύθμισης των συναισθημάτων στην μέση ηλικία.
Αυτά τα αποτελέσματα προστέθηκαν στην προηγούμενη έρευνα που δείχνει ότι η ποιότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος πρώιμης ηλικίας μπορεί να έχει «διευρυμένες συνέπειες για την ευημερία, την ποιότητα και τη λειτουργία της σχέσης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής», είπε ο Waldinger.
Στο σύνολο τους, συμπεραίνουν ο Waldinger και ο Schulz, τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τις δια βίου επιπτώσεις της παιδικής εμπειρίας, τονίζοντας τη σημαντικότητα της προτεραιότητας της ευημερίας των παιδιών και δείχνουν ότι η υποστήριξη προσαρμοστικών δεξιοτήτων διαχείρισης των συναισθημάτων μπορεί να βοηθήσει στο να μειωθεί ο αντίκτυπος των αντιξοοτήτων της πρόωρης παιδικής ηλικίας.
Από το Psychology Science -Επιμέλεια: Psychology Now