Αλέξανδρος Ντάφλος
Δεν θυμάμαι πως ακριβώς ξεκίνησα να το παρακολουθώ, τα τελευταία βράδια άλλωστε περνούν πρωτόγνωρα γρήγορα, σχεδόν μηχανικά. Όντας κλεισμένος σε ένα μικρό δωμάτιο της νοτιοδυτικής Ολλανδίας, με την απαγόρευση βραδινής κυκλοφορίας να πιστοποιεί την ιστορική σπανιότητα της συνθήκης, η παρακολούθηση αγωνισμάτων που φέρνουν στο νου ετήσιες γυμναστικές επιδείξεις δημοτικού, γεννούν πάντα όμορφα -καταπραϋντικά στη ψυχική κόπωση- συναισθήματα. Βέβαια, σύντομα οι επαναλαμβανόμενοι αγώνες, και τα πτυσσόμενα ξυλάκια σε αναζήτηση στόχου γεννούν μια κάποια πλήξη, την οποία δεν μπορεί να περιορίσει ούτε καν ο -μεταμοντέρνα- αγωνιστικός ίστρος της Ανθής της Σαλαγκούδη. Παρ’ όλα αυτά το laptop παραμένει ανοικτό, ίσως από μια κάποια αδράνεια, και το πρόγραμμα μεταφέρεται στο σημείο του βραδινού συμβουλίου, όπου παράλληλα με τα περίτεχνα ρητορικά εφευρήματα του κύριου James, οι κοινωνιολογικοί μου προβληματισμοί βγαίνουν νωχελικά στην επιφάνεια.
Σκαλίζοντας τη δομή του παιχνιδιού, βρίσκεις ανθρώπους που πληρώνονται σε εβδομαδιαία βάση αδρά -ή και όχι- προκειμένου να μετατρέψουν πτυχές της καθημερινότητας τους σε θέαμα προς το -επίσης- έγκλειστο κοινό. Πέρα απ’ την υπονόμευση της ιδιωτικότητας τους, που κακά τα ψέματα συμβαίνει και σε άλλα realities (ίσως και σε ακόμα πιο σοκαριστικό βαθμό), οι διαγωνιζόμενοι-ες εκθέτουν τον εαυτό τους στη πείνα και σε πληθώρα άλλων κακουχιών, προσδοκώντας στην εκθετική αύξηση της αναγνωρισιμότητας τους, και στα συνεπαγόμενα οφέλη της. Ταυτόχρονα, αποτελούν μέρος μιας πρωτοφανούς ετερόνομης κοινότητας, μιας και το τελικό λόγο για το ποιος θα μείνει τελικά στη παραλία, τον έχει το «αόρατο» μα παντοδύναμο τηλεοπτικό κοινό. Για να μακροημερεύσει ένας παίκτης στο παιχνίδι χρειάζεται να κερδίσει τη συμπάθεια αυτού του «αόρατου» κοινού, και άρα, η ποιότητα της σχέσης και συμβίωσης με τους συμπαίκτες του -που συναποτελούν το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δρα- έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Στο πλαίσιο αυτό, η ορθολογική συμπεριφορά επιτάσσει τη μετατροπή του σε ένα «θέαμα» επιθυμητό να ιδωθεί απ’ τους τηλεθεατές. Ένα άτομο που δρα σε μία ολοκληρωτικά ετερόνομη κοινωνία καλείται να απαρνηθεί την αυτόνομη κοινωνική του φύση στο μέγιστο βαθμό, προκειμένου να επιβιώσει μέσα στο ηγεμονεύων κοινωνικό περιβάλλον. Στη διαδικασία αυτή οι συγκάτοικοι και συναγωνιστές του προσλαμβάνονται ως ανταγωνιστικές εκδοχές θεάματος, με τις οποίες μπορεί να υπάρξουν ευκαιριακές συμμαχίες, αλλά στη τελική, αργά ή γρήγορα θα πρέπει να υπονομευθούν.
Στην αγορά του θεάματος ένα προϊόν αποκτά αξία και καταναλώνεται μαζικά όταν μπορεί να είναι καινοτόμα εξωτικό και συνάμα οικεία εύπεπτο. Το γιατί ένα παιχνίδι που γυρίζεται στον τροπικό Άγιο Δομίνικο (έστω και για τέταρτη φορά) -ενόσω το τηλεοπτικό κοινό βρίσκεται σε συνθήκες εγκλεισμού- προσλαμβάνεται ως εξωτικό, απαντάται εύκολα. Γιατί όμως να είναι και τόσο οικεία εύπεπτο;
Η παρακολούθηση μίας έγκλειστης μικρό-κοινωνίας που διαβιεί εν μέσω απόλυτης ετερονομίας θα ήταν αποκρουστική για μια τηλεθεάτρια που ζει στο πλαίσιο μιας αυτόνομης κοινότητας[i]. Θα ήταν σχεδόν εφάμιλλη σε αποκρουστικότητα με ένα τηλεοπτικό show που θα αναπαρήγαγε σκηνές παιδοφιλίας ή οτιδήποτε αντίστοιχα βάρβαρο. Κι όμως, στα καθ’ ημάς το survivor χαρακτηρίζεται ως το πιο επιτυχημένο τηλεοπτικό προϊόν της χρονιάς. Εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες κάθονται αναπαυτικά στους καναπέδες τους προκειμένου να απολαύσουν τις εβδομαδιαίες εξελίξεις στην -φαντασιακά ελεγχόμενη απ’ αυτούς- μικρό-κοινότητα του Άγιου Δομίνικου. Εξετάζοντας τις συνθήκες μέσα στις οποίες το τηλεοπτικό κοινό διαβιεί εξηγείται εύκολα γιατί το συγκεκριμένο show φαντάζει ως κάτι mainstream, διόλου ακραίο και αποκρουστικό. Οι άνθρωποι καλούνται καθημερινά να είναι ορθολογιστές προκειμένου να επιβιώνουν, πληρώνοντας όμως το οδυνηρό τίμημα μιας εκμηδενισμένης κοινωνικής αυτονομίας. Απ’ την φτωχή φοιτήτρια που καλείται να δουλέψει ως σερβιτόρα για να μπορέσει να σπουδάσει δημοσιογραφία, ώστε να περάσει έπειτα τη βάσανο της συνεχούς αυτολογοκρισίας · ως τον μετανάστη που οραματίστηκε ένα νέο κόσμο ευκαιριών να ανοίγεται μπροστά του, για να προσγειωθεί σε κάποιο χωράφι της Πελοποννήσου καλλιεργώντας ολημερίς και ολονυχτίς, χωρίς να αντικρίζει καμία απ’ τις ευκαιρίες που ονειρεύτηκε, μια κοινή συνισταμένη συναντάται.
Πρόκειται για τα πολλαπλά δίκτυα εξουσίας -αδιάκοπα αναπαραγόμενα- φτιαγμένα για να θάβουν όνειρα θαλερά και επιθυμίες, θρυμματίζοντας τες μέρα τη μέρα. Το να είσαι ορθολογιστής σημαίνει να σκέφτεσαι κάθε φορά πως θα ικανοποιήσεις τις επιδιώξεις των εκάστοτε εξουσιαστικών δομών, απομακρυνόμενος απ’ τον κόσμο που κάποτε –σε κάποιο καλοκαιρινό περίπατο- οραματίστηκες. Τα αλχημιστικά ρητά περί συνωμοτούντος σύμπαντος που επιβραβεύει τις πιο τρελές επιθυμίες γίνονται θλιβερά ανέκδοτα όταν καλείσαι να προσαρμοστείς στις επιταγές των κοινωνικών και εργασιακών νορμών. Το αστικό περιβάλλον και ο καπιταλιστικός χρόνος αφήνουν πάντα τόσο λίγο χώρο για έμπνευση, που σύντομα ο καθημερινός βίος γίνεται αθεράπευτα επιτελεστικός. Σε αυτό το πλαίσιο, το βραδινό άραγμα στο καναπέ με το survivor παρέα φαντάζει ως λύτρωση. Για κάποιες ώρες δεν θα είσαι το υποκείμενο της ετερονομίας, αλλά ο θεατής της· Σίγουρα, πολύ πιο ξεκούραστο.
Όπως και σε πολλές άλλες ιστορικές περιόδους, έτσι και τώρα, μέγιστη επαναστατική πράξη αποτελεί η υπέρβαση του ηγεμονικού ορθολογισμού. Σε συνθήκες κοινωνικής αποσάρθρωσης και περιβαλλοντικής καταστροφής, αναδύεται η ανάγκη για -φαινομενικά- ανορθολογικές συμπεριφορές, που προτάσσουν την συλλογική αυτονομία κόντρα στην εύκολη λύση του ευκαιριακού ατομικού συμφέροντος. Κοιτώντας βέβαια το εμπειρικό θεωρητικό οπλοστάσιο που μας παρέχει η Ιστορία, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε σε -πρωτοφανώς- δυσμενείς κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες. Ο νεοφιλελεύθερος ορθολογισμός έχει σκεπάσει κάθε πτυχή της κοινωνικής μας ύπαρξης, καθιστώντας ως αυτονόητη παραδοχή την αντίληψη πως τα άτομα αποτελούν το κινητήριο μοχλό της ανθρώπινης εξέλιξης. Οι Κοινωνίες απουσιάζουν, και έτσι ο καθένας και η καθεμία δρα ως μονάδα που στοχεύει στη μεγέθυνση του οφέλους της- μετωνυμία συνήθως του χρήματος.
Οι εναλλακτικές αφηγήσεις ευημερίας φαντάζουν ως ελάχιστα ελκυστικές για την πλειοψηφία των ανθρώπων · πράγμα που εξηγείται κυρίως απ’ την καθολική πολιτιστική ηγεμονία του υπάρχοντος μεταμοντέρνου καπιταλισμού. Η μεταμοντέρνα συνθήκη που βιώνουμε δημιουργεί ανθρωπολογικού τύπου αλλαγές στα υποκείμενα, οι οποίες καθιστούν παλαιά θεωρητικά εργαλεία ως αναποτελεσματικά να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν προοδευτικές κοινωνικές αλλαγές. Κακά τα ψέματα, μια κοινωνία στην οποία θεάματα τύπου survivor θα προσλαμβάνονται απ΄την πλειοψηφία των ανθρώπων ως αποκρουστικά, φαντάζει αρκετά μακρινή. Αν κάτι γέννα ελπίδα και οραματισμό είναι τελικά η μαγεία που κρύβεται στους καλοκαιρινούς περιπάτους. Όταν η παραλία αποτελεί βίωμα και όχι θέαμα, οι ανέραστες ορθολογιστικές επιταγές τραντάζονται συθέμελα και τα υποκείμενα μετατρέπονται σε εργαστήρι συλλογικής διάνοιας, σκαλίζοντας ρωγμές βαθιές στο διάτρητο παροντικό ωφελιμισμό.
[i] Με την έννοια αυτονομία, αναφερόμαστε στην καστοριαδική θεώρηση του όρου, που την αντιλαμβάνεται ως την ικανότητα των κοινωνιών να αυτοθεσμίζονται με βάση μια συμμετοχική διαλεκτική διαδικασία που δεν θα καθορίζεται από αντικειμενικά εργαλεία εξουσίας, μεταξύ των οποίων είναι και η καπιταλιστική υπερσυσσώρευση κεφαλαίων. Αυτή η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και ο ιδεολογικός μηχανισμός που τη γεννά, καθιστούν ηγεμονική την ιδέα του ορθολογισμού, ως μετωνυμία ενός νεοφιλελεύθερου ωφελιμισμού.