Την ώρα που ο πλανήτης διαπίστωνε πόσο απατηλή ήταν η εντύπωση (και φρούδα ελπίδα πολλών…) πως το παλαιστινιακό είχε «απονεκρωθεί» ως ανοιχτό ζήτημα, η θαυματουργή ελληνική μοναδικότητα επέμενε: Ποιο Παλαιστινιακό; Ποιο απαρτχάιντ και κουραφέξαλα; Δεν υφίσταται, αυτοτελώς, τέτοιο ζήτημα…
Κι ας «πονοκεφάλιασε» ο Μπάιντεν. Ας έγινε η κατάσταση έκρυθμη και στο εσωτερικό του Ισραήλ (συγκρούσεις, πογκρόμ). Ας έλουσε κρύος ιδρώτας τα φιλοαμερικανικά καθεστώτα της Μ. Ανατολής, που φοβήθηκαν ότι η οργή των κοινωνιών τους για τα νέα εγκλήματα του Ισραήλ θα μπορούσε, από κοινού με τη δυσαρέσκεια για εσωτερικά ζητήματα, να τροφοδοτήσει την αμφισβήτηση των ίδιων. Ξεχάστε τα όλα: Υπάρχουν, μόνο, ο… Ερντογάν, η Χαμάς και – ιδού η «ταμπακιέρα» – η υποχρέωση όλων ημών να κατανοήσουμε ότι «το συμφέρον της Ελλάδας είναι με το Ισραήλ»…
- του Διονύση Ελευθεράτου – ΚΟΜΜΟΝ
Αυτή – σε αδρές γραμμές – τη θεώρηση προβάλλουν τα ελληνικά ΜΜΕ και κάποιοι αναλυτές ή «αναλυτές», οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν ήδη δει την οξυδέρκειά τους να υποβάλλεται σε δοκιμασίες και να «κόβεται» άδοξα… Πχ εδώ και μια δεκαετία διαβεβαιώνουν πως η Ουάσιγκτον οσονούπω εγκαταλείπει τον «χαλίφη», τη δύστροπη Τουρκία και αντ’ αυτού χρίζει την πάντα πειθήνια Ελλάδα σε βασικό «ιππότη» του ατλαντικού Κάμελοτ, στην ευρύτερη περιοχή. Κι επιμένουν ακόμη, σαν τον πιστό που αναμένει τη Δευτέρα Παρουσία. Σαν τον «άρρωστο» τζογαδόρο, που περιμένει στο διηνεκές το χαμόγελο της ρουλέτας. Χαρά στο κουράγιο και την καρτερικότητά τους…
«Το συμφέρον της Ελλάδας είναι με το Ισραήλ», λοιπόν… Στην πιο γκροτέσκα (και συνάμα εμετική) εκδοχή του, αυτό το «δια ταύτα» ανακαλύπτει κι ενσωματώνει κάποια «δίκια» του Ισραήλ, απέναντι στους Παλαιστίνιους. Στην πιο φιλόδοξη, ως προς τη διεισδυτικότητά της, «βερσιόν», κάτι τέτοια δεν έχουν σημασία, διότι στη γεωπολιτική δεν χωρούν συναισθηματισμοί. Διότι καθένας κοιτάζει τα συμφέροντά του, με γνώμονα τον ψυχρό ρεαλισμό.
Και τι ακριβώς μας ψιθυρίζει στο αφτί τούτος ο «ρεαλισμός»; Ότι «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος». Ότι τώρα που η Τουρκία του Ερντογάν βρίσκεται σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με το Ισραήλ, είναι η μεγάλη μας ευκαιρία (στο ερώτημα «ευκαιρία για τι ακριβώς;» η απάντηση θα δοθεί εν καιρώ, αλλά, ποιος ξέρει, ίσως και οι ΗΠΑ να μας κάνουν επιτέλους … περιφερειακή δύναμη). Ότι με το Ισραήλ, που είναι και ισχυρότατο στρατιωτικά, έχουμε κοινά συμφέροντα ως προς τα κοιτάσματα και τον EastMed. Ότι, καλώς ή κακώς, η πολιτική του Ερντογάν χαράσσει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον μουσουλμανικό κόσμο και τη Δύση, άρα θα πρέπει εμείς να επωφεληθούμε, από αυτόν τον ιδιότυπο «πόλεμο των θρησκειών και των πολιτισμών».
Ως προς το τελευταίο: Αλήθεια, τι ακριβώς ορίζει ή τι προδιαγράφει αυτός ο νέος «θρησκευτικός – πολιτισμικός πόλεμος», ο οποίος ουδόλως έχει αποτρέψει την «κολεγιά» του Ισραήλ με τα Εμιράτα, τη δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο και τη σαλαφιστική (το κατ’ εξοχήν σκοταδιστικό ισλαμικό δόγμα) Σαουδική Αραβία; Α, προφανώς αυτή είναι άλλη ιστορία… Εμείς απλώς «οφείλουμε», όταν βλέπουμε εικόνες νεκρών παιδιών και ισοπεδωμένων οικοδομικών τετραγώνων στη Γάζα, να φέρουμε στο νου μας ένα γενειοφόρο μαχητή της Χαμάς (όχι άλλης παλαιστινιακής οργάνωσης) και να σκεφθούμε ποιος είναι «ο δικός μας», ο οικείος «πολιτισμός»…
Τα οράματα για στρατιωτική εμπλοκή και ο «κλινικά νεκρός» EastMed
Ας δούμε λοιπόν πόσο ρεαλιστικός είναι αυτός ο «ρεαλισμός».
Πρώτη επισήμανση: Η ρήση που υπενθυμίζει πως όποιος ουρεί στη θάλασσα γεύεται τ’ αποτελέσματα στ’ αλάτι ισοδυναμεί με μια «ανάλαφρη» προειδοποίηση, διότι η θάλασσα είναι απέραντη… Δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο στις διεθνείς σχέσεις και τα «προηγούμενα» που διαμορφώνει η στάση καθενός, απέναντι στη διεθνή νομιμότητα και το διεθνές δίκαιο. «Χάνεται» κανείς στο μέτρημα, αν επιχειρήσει να βρει πόσες φορές έχει παραβιάσει ψηφίσματα του ΟΗΕ και θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου το Τελ Αβίβ, που δεν διστάζει να απειλεί και με «επίσημες» προσαρτήσεις εδαφών, εκτός από τις «άτυπες» αρπαγές παλαιστινιακής γης, με εποικισμούς, ξεσπιτώματα, κλπ.
Η ελληνική πολιτική ελίτ διατείνεται πως δεν «το κουνάει ρούπι» από τα προβλεπόμενα στο διεθνές δίκαιο, σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά. Είναι δε αλήθεια ότι, ιστορικά, από το 1974 κάθε ανάδειξη του παλαιστινιακού ζητήματος, ως συνάρτησης μιας βίαιης κατοχής με τα αιτούμενα της διεθνούς νομιμότητας, βοηθούσε την κυπριακή υπόθεση.
Για να «προσπεράσουμε» την ηθική που τόσο ενοχλεί τη φιλο-ϊσραηλινή προπαγάνδα, προσυπογράφουμε τη διαπίστωση ότι κάποιοι ισχυροί «παίκτες» στη διεθνή σκακιέρα έχουν, όντως, τη δύναμη ή τις «αβάντες» (ή αμφότερα) να στραπατσάρουν, όποτε θέλουν, τη διεθνή νομιμότητα. Διαθέτει, άραγε, η Ελλάδα – εν αντιθέσει προς τις διακηρύξεις της- την πολυτέλεια να προσβλέπει στο «δίκαιο» του ισχυρού; Δεν μας φαίνεται, αλλά- ποιος ξέρει – αν αποκτήσουμε… τα «Ραφάλ», όλα γίνονται…
Δεύτερη επισήμανση: Η ανομολόγητη – ενίοτε και διακριτικά ομολογούμενη – προσδοκία πως, αν σημειωθεί ελληνοτουρκική σύρραξη, θα σπεύσουν ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις να πολεμήσουν στο πλευρό μας, μοιραία προσκρούει σε ένα ερώτημα: Τους «συμμάχους» τους ρώτησαν; Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε – εσχάτως μάλιστα το αφήνουν να εννοηθεί και ορισμένοι σχολιαστές, σε ΜΜΕ- πως Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν ξεκαθαρίσει στην ελληνική πλευρά το αυτονόητο. Ότι το Τελ Αβίβ δεν πρόκειται να εμπλακεί σε «μη δικό του» πόλεμο. Κατά τ’ άλλα, η φαντασία των αιθεροβαμόνων θα μπορούσε να πλάσει και μερικές γαλλικές κανονιοφόρους, να ρίχνονται στη μάχη, υπέρ ημών. Για ολίγη γεύση Ναυμαχίας Ναυαρίνου, βρε αδελφέ…
Τρίτη επισήμανση (συμπληρωματική της δεύτερης): Οι προσδοκίες που είχαν εναποτεθεί στα σχέδια για τα κοιτάσματα και τον EastMed, έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεφουσκώσει (δεν είναι του παρόντος σημειώματος η αναφορά στους λόγους), για να μην πούμε ότι η όλη υπόθεση είναι ήδη «κλινικά νεκρή». Κατά συνέπεια, η ενεργειακή «συγκολλητική ουσία» που υποτίθεται – πάντα στα μυαλά των αιθεροβαμόνων – ότι θα διαμόρφωνε μια τέτοια κοινότητα πανίσχυρων συμφερόντων, ώστε θα έπλαθε και έναν… μίνι στρατιωτικό συνασπισμό, έτοιμο να κατατροπώσει τον Ερντογάν, έχει μάλλον εξαϋλωθεί.
Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι και τότε που την υπόθεση αυτή την περιέβαλαν πολλά «ταρατατζούμ», αξιωματούχοι του Τελ Αβίβ δήλωναν ότι θα επιθυμούσαν να δουν και την Τουρκία στον EastMed. Αλλά κάτι τέτοια σπανίως αξιολογούνται σωστά στα κυβερνητικά και «μιντιακά» επιτελεία των Αθηνών, όπου η «γραμμή πλεύσης» του Τελ Αβίβ – όπως και της Ουάσινγκτον – απέναντι στην Άγκυρα κατά κανόνα «αναλύεται» με αρκετή απλοϊκότητα και με όρους «ευσεβών πόθων».
Παράδειγμα: Κατά τον περσινό Ιούνιο ο Κυρ. Μητσοτάκης επισκέφθηκε το Ισραήλ και συναντήθηκε με τον ομόλογό του, Νετανιάχου, ο οποίος – είτε το ανέμενε η ελληνική διπλωματία είτε εξεπλάγη δυσάρεστα – αρνήθηκε να «δώσει» στο κοινό ανακοινωθέν έστω και μια φράση καταδίκης των τουρκικών κινήσεων στην Ανατ. Μεσόγειο. Κάτι σαν «χρύσωμα χαπιού» έγινε τον Αύγουστο, σε περίοδο δραστηριότητας του «Oruc Reis»: Ο γιός του Νετανιάχου έγραψε στο twitter «υποστηρίζω Ελλάδα», εξέδωσε ανάλογη ανακοίνωση και η ισραηλινή πρεσβεία στην Αθήνα και στα ελληνικά ΜΜΕ …στήθηκε πάρτι. Κι ας είχαν οι κινήσεις αυτές ειδικό βάρος απείρως μικρότερο, από την απροθυμία του ισραηλινού πρωθυπουργού να συμπεριλάβει αναφορά στην Τουρκία, στο κοινό ανακοινωθέν. Τελικά, οι εν Ελλάδι… τσιρλίντερς του Τελ Αβίβ δεν χρειάζονται και πολλά για ν’ αρχίσουν να τσιρίζουν από ευτυχία.
Κάποια διδάγματα από τον Καύκασο και το Ιράκ…
Τέταρτη επισήμανση: Το Ισραήλ δεν έχει «στρατηγική επιλογή» να βρίσκεται διαρκώς σε θέση αντίθεσης προς την Τουρκία, σε όλα τα σοβαρά και ανοικτά διεθνή ζητήματα. Στον πρόσφατο πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, το Ισραήλ στήριξε το Αζερμπαϊτζάν – κι όχι μόνο με την έννοια ότι του πούλησε οπλικά συστήματα. «Τα αζερικά αεροσκάφη φανερά προσγειώνονται στις στρατιωτικές μας βάσεις στην έρημο του Νεγκέβ», έγραφε χαρακτηριστικά η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, κατά τις ημέρες της σύρραξης στον Καύκασο. Αυτό έγινε, διότι οι Ισραηλινοί θεωρούν το σιιτικό Αζερμπαϊτζάν ως ιδανικό μοχλό για άσκηση πίεσης στον μισητό εχθρό τους, το επίσης σιιτικό Ιράν, στο οποίο ζει και μια μεγάλη μειονότητα Αζέρων. Καμία αμηχανία, ούτε …κρίση συνείδησης δεν τους προκάλεσε το γεγονός ότι βρέθηκαν στην ίδια πλευρά με την Άγκυρα.
Πέμπτη επισήμανση: Ακόμη κι όταν πρόκειται για κατ’ εξοχήν μεγάλο εχθρό, εν προκειμένω – για το Ισραήλ- το Ιράν, «δόγμα ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος» δεν απαλλάσσει τους ευκαιριακούς «φίλους» από την υποχρέωση να τιθασεύουν τις προσδοκίες τους. Νόμιζαν οι Κούρδοι του Ιράκ ότι με τη στήριξη των ΗΠΑ και του Ισραήλ θα συγκροτούσαν ανεξάρτητο κράτος. Πίστευαν ότι ειδικά το Τελ Αβίβ θα… επειγόταν για μια τέτοια εξέλιξη, ώστε να δει ένα καλό ανάχωμα στην ιρανική επιρροή. Απογοητεύτηκαν οικτρά. Στην κυβέρνηση Νετανιάχου, το 2017 σίγουρα θα χαμογελούσαν βλέποντας του Κούρδους του Ιράκ να ανεμίζουν ισραηλινές σημαίες και πιθανώς να γελούσαν με τον αφελή ενθουσιασμό τους. Αυτό που αγνόησαν οι Κούρδοι είναι ότι το Τελ Αβίβ θέλει να ρυθμίζει το ίδιο την ένταση που χαρακτηρίζει τις σχέσεις του με το Ιράν, τα «πώς» και τα «πότε». Και, επαναλαμβάνουμε, μιλάμε για το Ιράν, την μεγάλη «εμμονή» του Ισραήλ. Όχι για την Τουρκία…
Ιστορικά, Τουρκία και Ισραήλ ανέκαθεν συνέπλεαν. Η Τουρκία και το Ιράν του Σάχη υπήρξαν οι πρώτες μουσουλμανικές χώρες που αναγνώρισαν το κράτος του Ισραήλ – και οι μοναδικές ως το 1979, όταν η Αίγυπτος του Σαντάτ έγινε η πρώτη αραβική χώρα που το έπραξε. Επί δεκαετίες, άλλωστε, το «δίκιο του ισχυρού» και η υπεράσπιση κατοχικών «τετελεσμένων» είναι ένας ακόμη «κοινός παρανομαστής» στις προτεραιότητες των δυο χωρών.
Οι σχέσεις της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ διέρχονται κρίση, επειδή ο Ερντογάν, προσπαθώντας να εμφανιστεί ως ηγέτης – προστάτης του μουσουλμανικού κόσμου (ή τουλάχιστον κήρυκας των δικαίων του), «σηκώνει» τους τόνους για το παλαιστινιακό, υπό συνθήκες διαρκούς σκλήρυνσης του ισραηλινού απαρτχάιντ. Αυτό, όμως, δεν ξεθεμελιώνει τα γεωπολιτικά δεδομένα… Για το Τελ Αβίβ το μεγάλο «αγκάθι» το αντιπροσωπεύει η Τεχεράνη, όχι η Άγκυρα.
Η Τουρκία εδώ και καιρό «δουλεύει» τη βελτίωση των σχέσεών της, τόσο με την Αίγυπτο, όσο και με το Ισραήλ. Μπορεί η έκρηξη του παλαιστινιακού να αναστείλει αυτήν την διαδικασία, αλλά τίποτε δεν δείχνει ότι θα την ματαιώσει οριστικά. Το Τελ Αβίβ φυσικά δεν δείχνει «διψασμένο» για μία γρήγορη εξομάλυνση των σχέσεών του με την Τουρκία, αλλά – εξ ίσου φυσικό, αυτό- έχει αφήσει «ανοικτό παράθυρο», όπως ήδη είδαμε («πρόσκληση» για τουρκική συμμετοχή στον EastMed, απροθυμία για αιχμές κατά της Άγκυρας στο κοινό ανακοινωθέν Νετανιάχου – Μητσοτάκη, κλπ).
Αν οι «βαριές κουβέντες» τα προδίκαζαν όλα…
Αν ακούς κάποια δελτία ειδήσεων στα ελληνικά κανάλια, θαρρείς ότι είναι θέμα ημερών ή … ωρών να αποχωρήσει ή να εξοβελιστεί η Τουρκία από το ΝΑΤΟ. Όσο όμως δεν συμβαίνει αυτό, είναι κάπως δύσκολο να φανταστούμε τον Μπάιντεν, που έχει θέσει ως προτεραιότητα την «αναζωογόνηση» της Ατλαντικής Συμμαχίας, να «σπρώχνει» μια χώρα με το ειδικό βάρος της Τουρκίας βαθύτερα στην αγκαλιά της Μόσχας. Εξ ίσου δύσκολο μας φαίνεται να φανταστούμε πως το Τελ Αβίβ, χωρίς να έχει κάποιον απτό, σοβαρό γεωπολιτικό λόγο, θα οξύνει τις σχέσεις του με την Τουρκία, αισθητά περισσότερο απ’ όσο θα το επέτρεπαν τα σχέδια της Ουάσινγκτον.
Σε τελική ανάλυση, ο αιώνιος «τακτικιστής» Ερντογάν ξέρει πώς να υποβάλλει τους πάντες σε σκοτσέζικο ντους, υπογραμμίζοντας ότι αντιπροσωπεύει μια χώρα- περιφερειακή δύναμη που δεν ετεροκαθορίζεται, δεν είναι «δεδομένη» για κανέναν και έτσι «κάτι καλό» έχει να δείξει και σε εκείνους, τους οποίους κατά περιόδους δυσαρεστεί. Πχ, «κολεγιά» με Μόσχα, συνεργασία και αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, αλλά και «κλείσιμο ματιού» προς την Ουάσινγκτον, με την υποστήριξη του Κιέβου, στο ουκρανικό ζήτημα.
Έκτη επισήμανση: Στο απόγειο της υποκρισίας της (ή και της αυθεντικής ρηχότητάς της, κατά περίπτωση…), η φιλο- ισραηλινή επικοινωνιακή εκστρατεία υπερτονίζει τις «βαριές κουβέντες» που ενίοτε ανταλλάσσει ο Ερντογάν με αξιωματούχους του Τελ Αβίβ, προβάλλοντάς τες περίπου ως τεκμήριο ενός μόνιμου αβυσσαλέου χάσματος, μιας αναπόδραστης εχθρότητας… Μόνο που η διεθνής πραγματικότητα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, δεν αφήνει περιθώρια για τόσο επιδερμικές προσεγγίσεις.
Αν τα εκάστοτε «βαριά λόγια» προδιέγραφαν ή ακύρωναν τα πάντα, τότε τα πράγματα θα ήταν… αλλιώς, σε πολλά πεδία. Φερ’ ειπείν, η Μόσχα και η Άγκυρα δεν θα είχαν συνάψει ποτέ τη γνωστή «λυκοφιλία» τους – αρκεί να θυμηθούμε πώς και πόσο είχαν ανυψωθεί οι τόνοι τον Νοέμβριο του 2015, όταν ένα F- 16 της τουρκικής αεροπορίας κατέρριψε ρωσικό Sukhoi, στη Β. Συρία.
Επίσης, αν οι φραστικές οξύτητες κι όχι οι υπολογισμοί είχαν τον πρώτο λόγο, τότε τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις επί θητείας Τραμπ δεν θα τις θυμόμασταν κυρίως για το «πράσινο φως» που άναψαν οι ΗΠΑ, στην τουρκική στρατιωτική επιδρομή κατά των Κούρδων, στη Β. Συρία. Θα τις θυμόμασταν, επειδή ο Τραμπ θα είχε «καταστρέψει την τουρκική οικονομία», όπως «απειλούσε» τον Οκτώβριο του 2019.
Τέλος, εάν τα σκληρά λόγια είχαν πάντα τον τελευταίο λόγο, δεν θα προγραμματιζόταν ποτέ συνάντηση Μπάιντεν – Πούτιν, έπειτα από τη γνωστή ατάκα του πρώτου περί «δολοφόνου» Ρώσου προέδρου και την απάντηση του δεύτερου, που ουσιαστικά αποκάλεσε τον Αμερικανό ομόλογό του ραμολιμέντο και ξεκούτη…
Αυτά φυσικά είναι «ψιλά γράμματα» για τα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια, που αν δουν τον κανακάρη του Νετανιάχου να στηλιτεύει στα social media την… άλωση της Κωνσταντινούπολης, παραδίδονται σε τέτοιο χουλιγκανικό πανηγύρι, ώστε σχεδόν λησμονούν πως τον Μάιο του 2021, όχι του 1453, ο – εκ παραδόσεως εθισμένος σε θανατώσεις αμάχων- ισραηλινός στρατός σκότωνε γυναικόπαιδα, σε πυκνοκατοικημένο προσφυγικό καταυλισμό. Αλλά, ξεχάσαμε, όλα αυτά δεν έχουν σημασία, διότι προέχει ο «ρεαλισμός» της εξωτερικής πολιτικής και των γεωπολιτικών υπολογισμών…
Τελικά, λοιπόν, τι κερδίζει η Ελλάδα από αυτόν τον «ρεαλισμό»; Ένα πελώριο τίποτα. Για την ακρίβεια, έχει «κερδίσει» την ιδιότητα της χώρας που τηρεί την πλέον φιλο- ισραηλινή πολιτική, τουλάχιστον στις τάξεις της (κατά Ντόναλντ Ράμσφελντ) «παλιάς Ευρώπης» – δηλαδή χωρίς να υπολογίζονται τα κράτη της Ανατ. Ευρώπης, όπου ορισμένες ακροδεξιές ηγεσίες συνδυάζουν αρμονικότατα τον παραδοσιακό αντισημιτισμό της ιδεολογίας τους με την λατρεία τους προς τις πρακτικές του ισραηλινού κράτους. Αλλά από αυτήν την επονείδιστη ιδιότητα, κανένα κέρδος δεν απορρέει. Μόνο κίνδυνοι.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, αυτή που τα «μούσκεψε» … πανηγυρικά στη Λιβύη, παρουσίασε περίπου ως επιτυχία ολκής τη στρατιωτική συμφωνία (Νοέμβριος 2020) με τα Αραβικά Εμιράτα, «βραχίονα» του Ισραήλ. Αλήθεια, αναρωτήθηκαν οι εγχώριες … τσιρλίντερς πού, πόσο και πώς θα μπορούσε αυτό να εμπλέξει την Ελλάδα, σε περίπτωση πχ μιας «ανάφλεξης» στο θέμα του Ιράν;
Συνειδητοποιούν οι «τσιρλίντερς» ότι η τόσο άκριτη και ασυγκράτητη ταύτιση με το Τελ Αβίβ αφαιρεί από την Ελλάδα το «όνομα» και τα χαρακτηριστικά μιας δύναμης που – στο μέτρο των δυνατοτήτων της- μπορεί να βοηθάει σε «εξισορροπήσεις»; Αντιλαμβάνονται ότι, χάρη στη διατήρηση αυτού του «ονόματος» – έστω αρκετά ξεθωριασμένου, από δεκαετία σε δεκαετία- η Ελλάδα απέφυγε ως τώρα και «ασύμμετρες απειλές», όπως πχ την ένταξή της σε καταλόγους στόχων πάσης φύσεως φονταμενταλιστών;
Δεν προβληματίζονται καν οι «τσιρλίντερς» από τον βαθμό και τη συχνότητα, με την οποία ο «μέγας σύμμαχος» Νετανιάχου αποδεικνύεται αδίστακτος; Διοργάνωσαν Πολωνοί και Αμερικανοί (Φεβρουάριος 2019) διεθνή διάσκεψη για «την ειρήνη στη Μέση Ανατολή», κάλεσαν τον φίλο τους τον «Μπίμπι», αλλά αυτός τους έφερε σε δύσκολη θέση, διότι επέλεξε το συγκεκριμένο βήμα για να διακηρύξει πως ετοιμάζει πόλεμο εναντίον του Ιράν (σε διάσκεψη «για ειρήνη»…). Όσο για τα τωρινά, με τους Παλαιστίνιους, δεν ήταν κανένας ακτιβιστής κατά του απαρτχάιντ εκείνος που κατηγόρησε τον Νετανιάχου ότι πόνταρε «στο χάος», για να παραμείνει στην εξουσία και να αναχαιτίσει τις δικαστικές σε βάρος του απειλές. Ήταν ο αρχηγός της ισραηλινής αντιπολίτευσης, ο Γιαΐρ Λαπίντ. Κι όμως, στην Ελλάδα οι «τσιρλίντερς» υμνούσαν και υμνούν, ασύστολα…
Πάλι καλά που πέρσι δεν κατηγόρησαν και τη Γαλλία…
Εξυπακούεται ότι είναι μακροσκελής ο κατάλογος θεμάτων, κινήσεων και πρακτικών, που δείχνουν ότι, εδώ και καιρό, οι σχέσεις της Αθήνας με το Τελ Αβίβ δεν εμπίπτουν σε αυτό που λέγεται «βελτίωση». Συνιστούν, τελικά, μετατροπή της ίδιας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε «τσιρλίντερ». Σε μια θλιβερή μαζορέτα που δεν κερδίζει τίποτα – παρά μόνο πιθανούς κινδύνους. Σε έναν «χρήσιμο (στο Τελ Αβίβ) ηλίθιο», που ενώ κατηγορεί την Άγκυρα για επεκτατισμό και «υπεραμύνεται των διεθνών κανόνων δικαίου», δεν τολμά καν να υψώσει καθαρή και δυνατή φωνή αποδοκιμασίας, ούτε καν όταν το Ισραήλ δηλώνει έτοιμο να προσαρτήσει την Κοιλάδα του Ιορδάνη, στη Δυτική Οχθη.
Πάλι καλά, να λέμε, που τα ελληνικά ΜΜΕ δεν κατηγόρησαν τότε (Ιούνιος 2020) τον υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν, ο οποίος προειδοποίησε το Ισραήλ ότι, αν αποτολμούσε προσάρτηση, πιθανότατα θα βρισκόταν αντιμέτωπο με ακύρωση της συμμετοχής του «σε διάφορα προγράμματα συνεργασίας» της ΕΕ και με «ενισχυμένο έλεγχο επί της προέλευσης των εισαγομένων προϊόντων». Μα να τα λέει αυτά στον «αδελφό μας, τον Μπίμπι» ο Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν; Μα να μη λογαριάζει πως «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος»; Μα να μην καταλαβαίνει ότι, αφού η χώρα του, η Γαλλία, είναι πολύ ενοχλημένη – για τους λόγους της- με τις ναυτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και με την επέκταση της επιρροής της στην Αφρική, θα έπρεπε να… χαϊδεύει ολημερίς τον Νετανιάχου και να «παίζει» (με όρους «διαιτησίας») στο παλαιστινιακό το Τελ Αβίβ με 100% κι όχι μ’ ένα «κλασσικό» ευρωπαϊκό 70 – 75%; Μυστήρια πράγματα…
Αντί επιλόγου: Ανάμεσα στα φοβερά και απίστευτα που διαβάσαμε αυτές προσφάτως ήταν και η εξής «εκτίμηση» γνωστού δημοσιογράφου: Ότι την τωρινή ανάφλεξη στο παλαιστινιακό μπορεί να την προκάλεσαν … πράκτορες του Ερντογάν, για να φέρουν το Ισραήλ αντιμέτωπο με το χάος (το ίδιο χάος, για το οποίο η ισραηλινή αντιπολίτευση μέμφεται τον Νετανιάχου). Υποθέτουμε ότι η επόμενη συγκλονιστική αποκάλυψη θα αφορά τον τρόπο, με τον οποίον οι δαιμόνιοι πράκτορες της Άγκυρας κατάφεραν να διεισδύσουν στην ισραηλινή κυβέρνηση και να «κανονίσουν» τις εξώσεις Παλαιστινίων, στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Πού θα πάει, θα το μάθουμε κάποια στιγμή…