Άρθρο του κ. Νίκου Κουραχάνη, Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνικής Πολιτικής και Στέγασης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με θέμα την εφαρμογή του μοντέλου στεγαστικής αυτοπροστασίας στη χώρα μας, πώς αυτό το μοντέλο συνδέεται με κυνικές πρακτικές μετάθεσης της κρατικής ευθύνης στους ίδιους τους πολίτες και το ταξικό πρόσημο του.
Η πανδημία Covid-19 αναδύεται ως μια υγειονομική κρίση που εξελίσσεται μέσα σε ένα τοπίο προϋπαρχουσών κρίσεων και πολιτικών λιτότητας. Το μοντέλο διαχείρισης που προκρίνεται διεθνώς θέτει την πρόσβαση στην κατοικία ως προϋπόθεση για την (αυτό)προστασία των πολιτών. Με άλλα λόγια, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις δηλώνουν ρητά ότι δεν είναι διατεθειμένες να προφυλάξουν όσους πολίτες δεν μπορούν να προστατευθούν από μόνοι τους, εφόσον δεν έχουν σπίτι.
Η κυρίαρχη συνταγή διαχείρισης της πανδημίας θέτει στο επίκεντρο της διαστάσεις της υπευθυνοποίησης, της κοινωνικής αποστασιοποίησης και του καταναγκαστικού εγκλεισμού στο σπίτι, αντί υιοθέτησης πολιτικών τόνωσης των δημόσιων συστημάτων υγείας, εκπαίδευσης, μαζικών μεταφορών και, φυσικά, κοινωνικής κατοικίας για όσους βιώνουν στεγαστική επισφάλεια.
Το πλαίσιο διαχείρισης της πανδημίας θέτει, λοιπόν, την υπευθυνότητα των πολιτών στο επίκεντρο, προκειμένου να διατηρηθεί η τάση ελαχιστοποίησης των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών.
Ωστόσο, ο συγκεκριμένος τρόπος διαχείρισης της πανδημίας επιφυλάσσει αρνητικές επιπτώσεις ακόμα και για όσους έχουν σπίτι. Η καραντίνα και η επιβολή του καταναγκαστικού εγκλεισμού επιφέρει δυναμικές αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες, στους ρυθμούς και τις διαπροσωπικές σχέσεις της οικιακής συμβίωσης. Σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, ψυχολογικής καταπίεσης και lockdown τα φαινόμενα ενδο-οικογενειακής βίας ή στεγαστικής υπερπληρότητας αυξάνονται, καθιστώντας την κατοικία μια όχι απαραίτητα ασφαλή συνθήκη προστασίας. Παράλληλα, πολλοί άνθρωποι που υφίστανται απώλεια εισοδήματος είναι αναμενόμενο να μη μπορούν να ανταπεξέλθουν στις στεγαστικές τους δαπάνες. Η πραγματοποίηση εξώσεων επακόλουθα αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης από την πανδημία Covid-19 και ένα πλαίσιο επαρκούς προστασίας από αυτές είναι απαραίτητο. Οι συνθήκες αυτές συνολικά εντείνουν διαχρονικά ελλείμματα και ανεπάρκειες των συστημάτων στέγασης παγκοσμίως.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της διαχείρισης της πανδημίας μέσα από τη λογική της στεγαστικής αυτοπροστασίας είναι εντονότερες για τα φτωχά νοικοκυριά.
Παρά την ευρέως προωθούμενη στον δημόσιο λόγο αντίληψη ότι ο ιός δεν κάνει διακρίσεις, μέσα από πρόσφατες έρευνες προκύπτει ότι περισσότερο εκτεθειμένοι σε αυτόν είναι οι οικονομικά αδύναμοι και ευάλωτοι πληθυσμοί.
Παράγοντες που συνηγορούν στον παραπάνω ισχυρισμό είναι το άγχος και η εν γένει ψυχική κατάπτωση που σχετίζεται με τη φτώχεια και την εργασιακή επισφάλεια καθώς και οι αποκλεισμοί από την πρόσβαση στην υγεία, εξαιτίας οικονομικών παραγόντων. Ιδιαίτερα από την οπτική των στεγαστικών ανισοτήτων παράμετροι όπως οι κακές στεγαστικές συνθήκες, η περιορισμένη πρόσβαση σε ιδιωτικό/ προσωπικό χώρο και τα φαινόμενα στεγαστικής υπερπληρότητας περιορίζουν τη δυνατότητα κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Οι κακές συνθήκες στέγασης των φτωχών νοικοκυριών σχετίζονται με την επιδείνωση των υγειονομικών δεικτών και την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών. Γεγονός που φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση της τρέχουσας πανδημίας, καθώς οι χώρες με υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών με φτωχή στέγαση εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα θνησιμότητας που σχετίζεται με τον COVID-19. Επίσης, το μοντέλο διαχείρισης του Covid-19 φαίνεται να επιδεινώνει προϋπάρχουσες ευπάθειες και παθογένειες, όπως οι κακές στεγαστικές συνθήκες, η αδυναμία διατήρησης οικονομικά προσιτής κατοικίας, η ενεργειακή φτώχεια (νοικοκυριά χωρίς ρεύμα, θέρμανση, τηλέφωνο ή διαδίκτυο) καθώς και μια σειρά από κοινωνικές, ψυχικές και φυσικής συνθήκες υγείας.
Ιδιαίτερα για ακραίες μορφές έλλειψης στέγης, όπως οι άστεγοι που ζουν στον δρόμο, το συγκεκριμένο μοντέλο διαχείρισης της πανδημικής κρίσης με επίκεντρο τα μέτρα στεγαστικής αυτοπροστασίας και κοινωνικής αποστασιοποίησης τους εκθέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο, εξαιτίας της έλλειψης τόσο επαρκών στεγαστικών και υγειονομικών συνθηκών, όσο και δυνατότητας τήρησης κοινωνικών αποστάσεων. Αναμενόμενα, από παρόμοιους κινδύνους απειλούνται οι αιτούντες άσυλο, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, οι Ρομά, άτομα με ψυχικά νοσήματα, καθώς και άτομα με HIV ή χρήστες ουσιών. Αυτονόητα, ο προβληματισμός αυτός συμπεριλαμβάνει και πολλές άλλες ευάλωτες ομάδες.
Η εφαρμογή του μοντέλου στεγαστικής αυτοπροστασίας στη χώρα μας συνδέεται με κυνικές πρακτικές μετάθεσης της κρατικής ευθύνης στους ίδιους τους πολίτες. Η κατασκευή τους ως ανυπάκουοι συνυφαίνεται με έντονα φαινόμενα αυταρχισμού και αστυνομικής καταστολής. Μάλιστα, η επιβολή του στεγαστικού εγκλεισμού εργαλειοποιείται για τη θεσμοθέτηση μέτρων περιστολής σημαινουσών Συνταγματικών ελευθεριών, όπως η ακαδημαϊκή ελευθερία, της αποδιαρθρωμένης από τις μνημονιακές πολιτικές εργατικής νομοθεσίας, αλλά και εν είδει φάρσας, της ίδιας της προστασίας της κατοικίας.
Δίνοντας προσοχή στο τελευταίο σημείο, μέσα σε μια περίοδο όπου η Κυβέρνηση επέβαλε στους πολίτες την καταναγκαστική παραμονή στο σπίτι, με αντιδημοκρατικές απαγορεύσεις διαδηλώσεων και την άσκηση ωμής και απρόκλητης βίας, την ίδια στιγμή ψήφισε στη Βουλή τον πτωχευτικό νόμο. Ο πτωχευτικός νόμος προχωρά στη θεσμοθέτηση της πλήρους άρσης της προστασίας της κύριας κατοικίας για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά παρέχοντας, ουσιαστικά, μεγάλη εξουσία στα χέρια των τραπεζών για τη διαχείριση του χρέους, τη δυνατότητα κήρυξης πλειστηριασμών και τη διαμονή των ευάλωτων οφειλετών στο πρώην σπίτι τους ως ενοικιαστές με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις. Η πανδημία λοιπόν, αντί να σηματοδοτεί την κατάλληλη αφορμή για αλλαγή πλεύσης από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές προς την τόνωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, καθίσταται όχημα περαιτέρω έξαρσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ταξική διάσταση του στεγαστικού εγκλεισμού συνηγορεί υπέρ αυτής της κατεύθυνσης.