του Νικήτα Φεσσά
Η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη, η οποία θα μπορούσε να ιδωθεί ως μέρος μιας ανεπίσημης ‘‘κομμουνιστικής’’ τετραλογίας (μαζί με το Χάππυ Νταίη, τα Πέτρινα Χρόνια, και το Ψυχή Βαθιά) είναι αφιερωμένη στους εκτελεσθέντες της Καισαριανής.
Eνώ ο Κόκκινος Στρατός ανακαταλαμβάνει την Οδησσό, την ίδια στιγμή στην Ελλάδα μαρτυρικοί εξαθλιωμένοι αιχμάλωτοι και αιχμάλωτες αντιστασιακοί στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου (και αλλού) περιμένουν καρτερικά, εν έτει 1944, να μάθουν εάν θα μεταφερθούν ακόμα πιο μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, εάν θα βασανιστούν, ή εάν θα εκτελεστούν από τους Ναζί.
Πώς μπορεί να αναπαραστήσει/απεικονίσει κανείς ένα τέτοιο, σχεδόν αβάσταχτα θλιβερό, αλλά και υπερβατικό γεγονός; Και επίσης, πώς γράφει κάποιος ένα κριτικό κείμενο για αυτήν την αναπαράσταση; Οι τυχόν συζητήσεις περί ερμηνειών (που είναι στο σύνολό τους καλές), ή τεχνικών θεμάτων (η παραγωγή είναι επίσης άρτια, ενώ μνείας αξίζει το επιτελείο πίσω από τα κουστούμια, τα σκηνικά, τη φωτογραφία και το μοντάζ, που όλα στέκονται στο ύψος των περιστάσεων—παραφωνία τα κακά ελληνικά στον υποτιτλισμό των γερμανικών κομματιών, όπου μπέρδεψαν τους χρόνους του ρήματος “παραβαίνω” με αυτούς του “παρεμβαίνω”) και θεμάτων ύφους περνούν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο μεγαλειώδες του γεγονότος και της ιστορίας/Ιστορίας.
Ο Βούλγαρης έρχεται ξανά να γράψει το δικό του προσωπικό, συγκινητικό, φορτισμένο σημείωμα προς στους νεκρούς κομμουνιστές της Καισαριανής, λέγοντάς τους ότι η δολοφονία τους δεν ήταν μάταιη και δεν θα ξεχαστεί (όλα τα ονόματα των εκτελεσμένων αναφέρονται πριν από τους τίτλους τέλους), και ότι η ζωή τους μας εμπνέει.
Είναι ένα σημείωμα επίκαιρο όσο ποτέ, τη στιγμή που οι ακροκεντρώοι αξιωματούχοι και γραφειοκράτες της νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της Ε.Ε. αποπειρώνται να ξαναγράψουν την Ιστορία εξομοιώνοντας επίσημα κομμουνισμό και ναζισμό ενώ παράλληλα χαριεντίζονται με τους φασίστες της Ουκρανίας, και επίσης τη στιγμή που η κυβερνώσα, όψιμα νεοφιλελευθερίζουσα Αριστερά στην Ελλάδα κατηγορείται ότι ξεπλένει τους ντόπιους Ναζί φωτογραφιζόμενη μαζί τους στο Καστελόριζο και αλλού, για να επισκεφτεί αμέσως μετά, εν είδει τουρισμού, τη Μακρόνησο. Μια τέτοια χυδαία ισοπεδωτική μεταμοντέρνα στάση απέναντι στην Ιστορία, και απέναντι σε τόπους, μέρη, και ονόματα σίγουρα αποτελεί έναν δεύτερο, συμβολικό θάνατο που έπεται του βιολογικού για τα πραγματικά πρόσωπα πίσω από τους πρωταγωνιστές της ταινίας του Βούλγαρη. Εδώ έγκειται και η αξία της παρέμβασης του δημιουργού την παρούσα στιγμή.
Η σχεδόν καθαγιασμένη, εξαϋλωμένη φιγούρα του πρωταγωνιστή, συνδικαλιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη (Ανδρέας Κωνσταντίνου), που εκτελεί χρέη διερμηνέα, και που αρνείται μέχρι την τελευταία στιγμή να σώσει τον εαυτό του γιατί αυτό θα σημαίνει ότι γίνεται ‘‘ένα τίποτα’’, όπως λέει (με τα ίδια λόγια περιέγραφαν τη διαδικασία της ‘‘δήλωσης μετανοίας’’ οι κομμουνιστές στη Μακρόνησο), δεν αντιστοιχεί τόσο σε ολοκληρωμένο χαρακτήρα, όσο σε Ιδέα, ή σε ποίημα του Λόρκα για το αδούλωτο αριστερό φρόνημα και την αυθάδεια της ζωής μπροστά στην κακουχία και τον θάνατο.
Αντίστοιχα, ο σαδιστής Γερμανός διοικητής Fischer (André Hennicke) είναι καρμπόν-αντίγραφο του Christoph Waltz στο Inglorious Basterds, μια καρικατούρα. Τόσο αυτός, όσο και o πρωταγωνιστής θα έρθουν αντιμέτωποι με αδύνατα διλήμματα κατά τη διάρκεια της ταινίας. Ωστόσο, όπως θα φανεί, μόνο του δεύτερου θα είναι αυθεντικό, με την έννοια του ότι μόνο ο κομμουνιστής Σουκατζίδης θα επιλέξει να ενεργήσει σαν ελεύθερος άνθρωπος.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο Βούλγαρης, μαζί με την Ιωάννα Καρυστιάνη με την οποία συνεργάζεται ξανά στο σενάριο μετά τη Μικρά Αγγλία και τις Νύφες, δεν στοχεύουν σε ένα ντοκιμαντερίστικο, αποστασιοποιημένο ή κλινικό ύφος και προσέγγιση, αλλά αγκαλιάζουν το θέμα τους σε όλον του λυρισμό, δεν ενδιαφέρονται για την μπαναλιτέ του Κακού, αλλά για το Κακό (και το Καλό) στις μυθικές τους διαστάσεις. Το δε τάιμινγκ (εθνική επέτειος του ΟΧΙ) της πρεμιέρας της ταινίας στις αίθουσες έρχεται να θυμίσει ότι τα τραύματα του παρελθόντος είναι εδώ, όσο και εάν η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθεί να τα καλύψει: όπως αναφέρει ένας από τους χαρακτήρες στην ταινία, ο Μεταξάς κράτησε φυλακισμένους τους κομμουνιστές που ήθελαν να πολεμήσουν στο Μέτωπο.
Ο Βούλγαρης είναι ξεκάθαρος εδώ: ‘‘κομμουνιστής ως το τέλος’’, λέει αγέρωχος ένας από τους ηλικιωμένους χαρακτήρες ενώ κοιτάζει τον θάνατο χωρίς μαντήλι στα μάτια, όπως ήταν η τελευταία επιθυμία εκείνου και των συντρόφων του, οι οποίοι μας μαθαίνουν ότι το κρίσιμο (υπό το φως που μας προσφέρει και η εκ των υστέρων γνώση των γεγονότων που επακολούθησαν – συμφωνία Βάρκιζας, σε διεθνές επίπεδο η πτώση του Τείχους, περεστρόικα, και εν τέλει η κατάρρευση του ‘Υπαρκτού’, κ.ό.κ. ) είναι να διατηρηθεί ζωντανή η ιδέα του κομμουνισμού, ακόμη κι όταν κάποια ή κάποιος πολεμάει μια μάχη που έχει ήδη χαθεί. Ή μήπως όχι;
Αθάνατοι, λοιπόν.
*Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία