Του Δημήτρη Κούλαλη
Στην πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε ο λέκτορας του Κέιμπριτζ και του Στερν, Μανουέλ Αριάγκα, στο «Ν.» ξεχωρίζουν τρία σημεία, τα οποία, κατά τη γνώμη του γράφοντος, δίνουν το πολιτικό στίγμα του κοινωνικοοικονομικού ζόφου των ημερών μας.
Το πρώτο, έχει να κάνει με το έλλειμμα (διάβαζε επίφαση) δημοκρατίας στα σύγχρονα «αστικά» πολιτεύματα. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Με δεδομένη την απελπισία που τόσοι από εμάς αισθανόμαστε, εξετάζοντας τα πολιτικά γεγονότα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι εύκολο να αναπτύξει κανείς την εντύπωση ότι βιώνουμε μια «αποσάθρωση» ή επιδείνωση του τρόπου λειτουργίας της πολιτικής εκπροσώπησης. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι υπήρχε κάποιο είδος «χρυσής εποχής» της δημοκρατίας, όπου οι επίλεκτοι εκλεγμένοι εκπροσωπούσαν επαρκώς το κοινό συμφέρον. Αυτό που υπήρχε, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν μια ιδιαίτερα ευημερούσα και σταθερή περίοδος σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης κατά το 2ο μισό του 20ου αιώνα, κατά την οποία, υπό τη διαφαινόμενη απειλή της Σοβιετικής Ένωσης δίπλα στην πόρτα μας οι εκλεγμένοι μας “εκπρόσωποι” συμπεριφέρθηκαν κατά τρόπο όχι τόσο κατάφωρα ασυμβίβαστο με τη γενική βούληση των πολιτών».
Το δεύτερο, έχει να κάνει με την αλλοτριωτική λογική της ανάθεσης· μια λογική, βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα της δεσπόζουσας συστημικής θεωρίας, η οποία θεωρητικοποιεί την παγκοσμιοποίηση και παθητικοποιεί τα λαϊκά στρώματα· αφήνοντας έτσι χώρο στους εκάστοτε μικροεμποράκους της ελπίδας να βυθίσουν το λαό στις αυταπάτες και τα αδιέξοδα.
Επί του τελευταίου, επισημαίνει ο καθηγητής:
«Μας έχουν ήδη πουλήσει επιτυχώς την ιδέα ότι η λύση στις πολιτικές προκλήσεις έρχεται κατ’ ανάγκη με την επιλογή καλύτερων ηγετών. Αυτή η προσωποποίηση της πολιτικής – το να εξισώνεις δηλαδή πολιτικές επιλογές με την απόφαση ψήφου – είναι μια επικίνδυνη πλάνη. Καταλήγουμε κάθε φορά να περιμένουμε ότι η εκλογή ενός διαφορετικού αρχηγού θα παράγει καλύτερα αποτελέσματα – και, τις περισσότερες φορές, μένουμε με μια βαθιά απογοήτευση στο τέλος».
Το τρίτο, και σημαντικότερο, αφορά το περιβόητο νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο της «ΤΙΝΑ». Οι Μαρξ και Ένγκελς, έγραφαν για τους ταγούς του «δεν υπάρχει εναλλακτική» της εποχής τους:
«Η σύγχρονη κυβέρνηση δεν είναι τίποτα άλλο από μια επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής τάξης στο σύνολό της. (…) Όταν παροτρύνει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τα συστήματά του και να μπει στη νέα Ιερουσαλήμ, δεν κάνει άλλο τίποτα στο βάθος παρά να το προσκαλεί, να διατηρήσει τη σημερινή κοινωνία, αλλά- και- να απαλλαχτεί από τις εχθρικές αντιλήψεις που έχει γι’ αυτήν» (Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, ΜΚΚ).
Στο ίδιο μήκος κύματος, συμπερασματικά, και ο Μανουέλ Αριάγκα:
«Mας έχουν κάνει να πιστέψουμε με μεγάλη επιτυχία την παραπλανητική ιδέα ότι δεν υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις. Ότι “έτσι είναι ο κόσμος” και πως οι “λογικοί” καλά πληροφορημένοι άνθρωποι, “γνωρίζουν” ότι πολύ απλά δεν υπάρχει καμία νέα κοινωνική, πολιτική ή / και οικονομική διαρρύθμιση άξια για να αγωνιστούμε. (…) Το παρόν σύστημα είναι εξαιρετικά επιτυχές στο να καλλιεργεί μιαν αίσθηση αδυναμίας στους περισσότερους των πολιτών. Όταν αρχίζουν να πιστεύουν ότι ίσως και να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, τότε ξαναπέφτουν στο προγραμματισμένο αίσθημα ανικανότητας κι αποκλείουν αμέσως αυτές τις εναλλακτικές λύσεις, ως εντελώς αδύνατες προς εφαρμογή».
***
Τα προαναφερθέντα αποτελούν μια ακαδημαϊκή, θεωρητική προσέγγιση που κάλλιστα θα μπορούσε να απευθύνεται στο μέσο Έλληνα πολίτη, ειδικά μετά τα όσα έχουν συμβεί την τελευταία επταετία.
Μετά απ’ όλους αυτούς τους «Μεσσίες», μετά από τόσες θυσίες· ύστερα από τόσα αιματοβαμμένα (χωρίς εισαγωγικά) πλεονάσματα· ύστερα από τόση κοροϊδία και ταπείνωση, τα κυρίαρχα αισθήματα των ανθρώπων σήμερα στην Ελλάδα είναι ο φόβος, ο θυμός και η απογοήτευση.
Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται το τεράστιο βάρος που καλείται να σηκώσει η Αριστερά· το βάρος της αναγέννησης ενός ολόκληρου λαού .
Εκείνη η Αριστερά της πάλης, της σύγκρουσης και της ρήξης, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει την καρδιά του κινήματος που θα φέρει και πάλι την ελπίδα στα σπίτια και στις ψυχές των καταφρονεμένων και των παραγκωνισμένων αυτού του τόπου.
Οφείλει: α) να αναζωπυρώσει την ταξική «φλόγα» του εργατικού κινήματος σε μια εποχή που το εργασιακό χάος επιβάλλεται ως κανονικότητα και τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα προλεταριοποιούνται, β) να αποκρυσταλλώσει το ριζοσπαστικό οικονομικό και πολιτικό της σχέδιο που δεν στοχεύει στην πρόσκαιρη και επιδερμική ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά στην ολική ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος παραγωγής καθώς και του τρόπου άσκησης της πολιτικής.
Ένα σχέδιο που περιλαμβάνει: την άρνηση πληρωμής του δημόσιου (;) χρέους, την αναδιανομή του πλούτου, την προοδευτική φορολογία, την κοινωνικοποίηση των παραγωγικών μέσων με λαϊκό έλεγχο, την ανασυγκρότηση της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής· την απαγκίστρωση της πολιτικής διαδικασίας από την επιρροή της «αστικής» ιδεολογίας και την εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Μα καλά, θα αναρωτηθεί κάποιος, είναι τόσο εύκολο να γίνουν όλα αυτά; Γιατί να αφήσουν μια μικρή χώρα να αποδεσμευτεί έτσι απλά;
Κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι η κατάληψη της εξουσίας και η σταδιακή μετάβαση σε ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο θα είναι μια απλή υπόθεση.
Μιλάμε άλλωστε, για θεσμούς και ανθρώπους που εξαπέλυσαν λυσσαλέα επίθεση ακόμη και στο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του ΣΥΡΙΖΑ – όχι ότι υπήρχε η πρόθεση από την πλευρά των κυβερνώντων να το υλοποιήσουν· μην ξεχνάμε, άλλωστε, το ανακοινωθέν του Eurogroup της 20/2/2015, στο οποίο αναφερόταν ότι «οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν τη ρητή δέσμευσή τους να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές, πλήρως και έγκαιρα» – με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.
Για αυτόν τον λόγο, η Αριστερά πρέπει να προετοιμάσει τους πολίτες για παν ενδεχόμενο στη διάρκεια αυτής της αλλαγής.
Απαιτείται, δηλαδή, μια εκστρατεία οργάνωσης και ενθάρρυνσης των εργαζομένων να στηριχτούν στις δικές τους αστείρευτες δυνάμεις δημιουργώντας μια πλατιά κοινωνική συμμαχία σε όλη την επικράτεια· μια κοινωνική ασπίδα για τη δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία.
Στόχος, επομένως, η συσπείρωση των «από κάτω» και η απελευθέρωση όλων των πνευματικών και παραγωγικών αρετών τους με σκοπό την ιδεολογική και πολιτική επικράτηση. Όλα αυτά μέσα από έναν μαζικό φορέα που θα φέρει την πολιτική πρόταση της Αριστεράς σε κάθε γειτονιά, κάθε σπίτι, σε όλους τους χώρους δουλειάς· σε κάθε σχολείο και πανεπιστήμιο.
Πάντα με έναν σαφή, ξεκάθαρο ιδεολογικό – ταξικό προσανατολισμό.
Γιατί, χωρίς αυτόν, το πιθανότερο είναι να καταλήξει ακόμη μία «εξεγερσιακή φούσκα», άμεσα ελεγχόμενη τόσο από τους εκάστοτε πολιτικούς ταρτούφους όσο και από την εξουσία. Πρέπει, λοιπόν, να μιλάμε συλλογικά – με μία φωνή.
Τι θα λέει αυτή η «φωνή»; Κατάργηση της εξουσίας του κεφαλαίου και αντικατάστασή της από μια άλλη, λαϊκή, που δεν θα βυθίζει τον λαό στην ανεργία και την ανέχεια, αλλά θα είναι σάρκα από τη σάρκα του.
Λένε πως ήρθε το τέλος της Ιστορίας και πως αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει. Εμείς, πάλι, συνεχίζουμε να πιστεύουμε αυτό που έλεγε ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ: «Όταν η μάζα των φτωχών γίνει πιο ισχυρή από τη μάζα των πλουσίων, η κοινωνία θα χτιστεί σε άλλη βάση».
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 23.12.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.