Από τον Πάνο Χριστοδούλου
Στο μουσικό album The Wall των Pink Floyd ο στιχουργός Roger Waters περιγράφει πως η καταξίωση του συγκροτήματος δημιούργησε σταδιακά ένα νοητό τείχος μεταξύ αυτού και των οπαδών του συγκροτήματος. Κατά αντιστοιχία η ραγδαία εξέλιξη των επιστημών και της ιατρικής όχι μόνο δεν κατάφερε να μειώσει την απόσταση μεταξύ των γιατρών και των ασθενών τους, αλλά ενδεχομένως την επέτεινε. Στις προ της βιομηχανικής επανάστασης κοινωνίες μεταξύ των θεραπευτών και των ασθενών παρεμβαλλόταν οι θρησκευτικές και μεταφυσικές πεποιθήσεις (με βάση τις οποίες ερμηνευόταν οι νόσοι), οι οποίες αποτελούσαν όμως κοινή 《γλώσσα》 και για τους δύο (Baker et al. 1999). Η αντικατάσταση της μεταφυσικής με την επιστήμη και την Βιολογία απομάκρυνε πλέον αυτό τον κοινό κώδικα: τα φαινόμενα αν και πιο κατανοητά και τεκμηριωμένα από την ιατρική κοινότητα, έγιναν πιο δυσπρόσιτα και ανεξήγητα για τους ασθενείς, καθώς δεν κατέχουν τις γνώσεις για την ερμηνεία τους (Wynia, 2008).
Βέβαια οι ασθενείς διαφέρουν μεταξύ τους στο επίπεδο των γνώσεων (και επομένως και των αντιδράσεων): ορισμένοι διαθέτουν κάποιες γνώσεις επί των ιατρικών ζητημάτων και θεωρούν ότι ο γιατρός είναι σημαντική πηγή πληροφοριών και εμπειρίας (Adewuyi – Dalton, 1998, Haug and Lavin, 1983), άλλοι θεωρούν ότι γνωρίζουν ελάχιστα για την υγεία τους και ενδιαφέρονται να μάθουν ακόμα λιγότερα (Krantz et al., 1980), μερικοί αρνούνται την ύπαρξη προβλημάτων με την υγεία τους (Gardner et al. 2000). Από την άλλη πλευρά και στους επαγγελματίες υγείας εμφανίζονται διαφορετικοί τύποι όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στους ασθενείς: ορισμένοι εστιάζουν αποκλειστικά στη διάγνωση (Mizrahi, 1984), άλλοι αντιμετωπίζουν τον ασθενή ως σωματικό υποδοχέα της νόσου με συνέπεια η συμμετοχή τους να θεωρείται ως παρεμβολή στη θεραπεία (Sangster and McGuire, 1999) , ενώ άλλοι εστιάζουν στον ασθενή ως πρόσωπο (West, 1983).
Με βάση τα παραπάνω ο ίδιος ορισμός της ασθένειας και της υγείας λαμβάνει διαφορετικές μορφές και ερμηνείες. Από τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας η ασθένεια πλέον ορίζεται ως ένα σύνολο συμπτωμάτων τα οποία όπως τα αντιλαμβάνεται ο ασθενής, τον εμποδίζουν στην καθημερινότητα. Η υγεία δεν ορίζεται ως απουσία συμπτωμάτων, αλλά ως πλήρης οργανική, ψυχολογική και κοινωνική ευεξία (WHO, 1978). Φυσικά υπάρχουν κατάλοιπα προηγούμενων ορισμών και αντιλήψεων ανεξάρτητα από τους σύγχρονους ορισμούς. Ως αποτέλεσμα η λεκτική και μη επικοινωνία ιατρού και ασθενή να είναι μια διαδικασία περίπλοκη. Σε γενικές γραμμές η επικοινωνία μεταξύ επαγγελματιών υγείας και ασθενών καθορίζεται από δύο παράγοντες: τι είναι σε θέση να συνεισφέρει η κάθε πλευρά και τι θεωρεί η κάθε πλευρά ότι αληθεύει για τη θεραπευτική σχέση (DiMatteo, 1979).
Μολονότι αρκετοί γιατροί παρέχουν, στο πλαίσιο της επικοινωνίας με τους ασθενείς τους, επαρκείς πληροφορίες, τα αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι μεγάλος αριθμός ασθενών αισθάνεται ότι του αποκρύπτονται σκόπιμα πληροφορίες (Philips, 1996, Shuy, 1976). Η συμμετοχή του ασθενούς στη διαδικασία λήψης αποφάσεων καθορίζεται από το εύρος των πληροφοριών που έχει στη διάθεση του και συνιστά παράγοντα μέγιστης σημασίας για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας (Speedling and Rose, 1985). Αντίστοιχες έρευνες έχουν δείξει ότι το 50% των ασθενών μετά την επίσκεψη γνώριζε ελάχιστα για το τι έχει δυνατότητα να κάνει για την κατάστασή του (Ley, 1979, Svarstad 1976), ενώ από αυτούς το 50% δεν εξέφραζαν τις ανησυχίες και τα παράπονα τους (Van Der Merwe, 1995).
Μοντέλα Σχέσης γιατρού ασθενή
Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν στην επικοινωνία γιατρού – ασθενή, αποτυπώνουν τα μοντέλα σχέσης μεταξύ τους. Σε πολλές περιπτώσεις ενώ ζητείται από τους ασθενείς να αναφέρουν πραγματικά γεγονότα, δε τους δίνεται η δυνατότητα να τα αναλύσουν, ούτε τους εξηγείται ο τρόπος με τον οποίο αυτά σχετίζονται με την προτεινόμενη θεραπεία (Gill, 1998). Η σχέση ιατρού – ασθενή διαμορφώνεται πέρα από το πεδίο της αμιγούς διάγνωσης, στο πεδίο των τεχνολογικών, κοινωνικών και πολιτιστικών εξελίξεων μέσα στις οποίες διαμορφώνονται οι προσωπικότητες και των δύο (Sigerist,1933). Η αλληλεπίδραση γιατρού – ασθενή κατηγοριοποιείται σε τρεις βασικές μορφές (Szasz and Hollender, 1956):
- Το μοντέλο της ενεργητικότητας-παθητικότητας στο οποίο ο γιατρός επωμίζεται την ευθύνη για τη ζωή του ασθενή, ο οποίος συνήθως λόγω της ιατρικής του κατάστασης δεν μπορεί να έχει λόγο.
- Το μοντέλο της καθοδήγησης συνεργασίας στο οποίο ο γιατρός αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τη διάγνωση και τη θεραπεία.
- Το μοντέλο της αμοιβαίας συμμετοχής στο οποίο γιατρός και ασθενής λαμβάνουν από κοινού τις αποφάσεις, από τον προγραμματισμό των διαγνωστικών εξετάσεων έως την εφαρμογή της θεραπείας. Υπάρχει ένα σύστημα διπλής εισαγωγής πληροφοριών και η ευθύνη διαμοιράζεται.
Στα τρία προαναφερθέντα μοντέλα διαφέρει η ελευθερία με την οποία ο ασθενής εκφράζει την άποψη του και τις απορίες του: στο πρώτο δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, στο δεύτερο ο ασθενής απαντά απλά στις ερωτήσεις που δέχεται ενώ στο τρίτο οι ερωτήσεις και οι προβληματισμοί εκφράζονται ελεύθερα. Από τα τρία αυτά μοντέλα, πιο αποτελεσματικό θεωρείται το τρίτο (DiMatteo and Martin, 2012) καθώς μεγάλος αριθμός ερευνών δείχνει ότι οι ασθενείς μπορούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διατήρηση της υγείας τους ώστε να έχουν το βέλτιστο αποτέλεσμα (Kaplan, 1991).
Ένα σύστημα που δομεί την επικοινωνία γιατρού ασθενή σε αυτά τα πλαίσια είναι το σύστημα 《PREPARED》(Gambone and Reiter, 1994). Η λέξη αποτελεί ακρωνύμιο όπου το P αντιστοιχεί στη διαδικασία (procedure) ή στη συνταγή (prescription) και σε αυτό το στάδιο ο γιατρός παρουσιάζει στον ασθενή την προτεινόμενη θεραπεία. Το R αντιστοιχεί στο λόγο (reason), στάδιο στο οποίο γιατρός κσι ασθενής συζητούν το γιατί προτείνεται η συγκεκριμένη θεραπεία. Στο E αντιστοιχεί η λέξη προσδοκίες (expectations) και τίθενται οι στόχοι της θεραπείας. Στο P αντιστοιχεί η λέξη πιθανότητα (propability) όπου αξιολογείται η πιθανότητα επίτευξης των στόχων. Ακολουθούν οι εναλλακτικές επιλογές ή λύσεις στο γράμμα Α (alternative) και οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη θεραπεία στο R (risks). Τέλος ο ασθενής σταθμίζει το κόστος (οικονομικό ή μη) στο C (cost) και λαμβάνεται η απόφαση για τη θεραπευτική επιλογή στο γράμμα D (decision). Παρατηρείται ότι με αυτή τη μέθοδο αποφεύγονται παρερμηνείες και υποθέσεις που ενδεχομένως να αποθαρρύνουν τον ασθενή από την επιτυχή τήρηση της θεραπευτικής αγωγή (Clark, 1997).
Βιοϊατρικό και Ψυχοκοινωνικό μοντέλο
Ο Descarte ήδη από τον 17ο αιώνα έθεσε τα θεμέλια για την ερμηνεία των ασθενειών με βάση τη μελέτη του σώματος και του μυαλού (Skirry, 2006). Παρόλαυτα οι πρώτες σημαντικές ιατρικές-τεχνολογικές ανακαλύψεις (όπως ο καρδιογράφος) επανάφεραν τη μηχανιστική ερμηνεία της λειτουργίας του σώματος με τους γιατρούς της περιόδου να επικεντρώνονται στα κλινικοεργαστηριακά ευρήματα και όχι στα συμπτώματα (Cushing, 2016).
Το βιοϊατρικό μοντέλο υποστηρίζει ότι η ασθένεια μπορεί να εξηγηθεί πλήρως βάσει των ατομικών αποκλίσεων από τη νόρμα των βιολογικών μεταβλητών, ακόμα και σε περιπτώσεις σύνθετων μορφών ασθένειας, μέσω της μετρήσιμων σωματικών προβλημάτων (Engel, 1997). Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο υποστηρίζει ότι εκτός από τα σωματικά συμπτώματα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν και οι ψυχολογικοί, κοινωνικοί και βιολογικοί παράγοντες (Bakal, 1999). Το κάθε μοντέλο έχει διαφορετική επίδραση στην επικοινωνία και τη σχέση γιατρού ασθενή.
Το βιοϊατρικό περιορίζει εξαιρετικά την προσέγγιση του γιατρού και κατά συνέπεια το προς το ποια κατεύθυνση εστιάζει στην επικοινωνία του με τον ασθενή. Η ύπαρξη μιας απόκλισης σε βιολογικό επίπεδο μπορεί να ανιχνευθεί σε επίπεδο συμπεριφοράς και όχι υπό τη μορφή κάποιας νόσου. Ένας γιατρός που εστιάζει μόνο στην ερμηνεία βιολογικών συμπτωμάτων και μετρήσεων, είναι πολύ πιθανό να μην προσδιορίσει την ύπαρξη βιολογικού υποστρώματος σε αυτή την περίπτωση. Μια συγκεκριμένη ασθένεια επηρεάζει το κάθε άτομο με ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο, άρα η τήρηση των πρωτόκολλων διάγνωσης κατά γράμμα, δεν οδηγεί απαραίτητα στο επιθυμητό αποτέλεσμα (Robinson, 1971). Η προσήλωση από τον γιατρό στην παρατήρηση συμπτωμάτων που ο ίδιος θεωρεί ως αναμενόμενα οδηγεί τη συζήτηση με τον ασθενή στο έδαφος των απαντήσεων που ο γιατρός θα ήθελε να ακούσει, με αποτέλεσμα ο ασθενής να μη μπορεί να περιγράψει επαρκώς την πραγματικότητα της ασθένειας, όπως τη βιώνει ο ίδιος (Kleinman, 1988).
Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο δομεί μια σχέση επικοινωνίας στην οποία περιλαμβάνονται οι κοινωνικές προσδοκίες σε σχέση με την ασθένεια (ιδιαίτερα τα πρότυπα από την οικογένεια και την κυρίαρχη κουλτούρα), η ψυχολογία του ασθενή, το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται η ασθένεια. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η προσέγγιση, απαιτείται μια μορφή επικοινωνίας στην οποία ο γιατρός δεν εστιάζει μόνο στα ευρήματα της κλινικής εξέτασης. Σε αυτή τη μορφή επικοινωνίας περιλαμβάνεται το νόημα που αποδίδει το άτομο στην κατάσταση του, οι συνειδητές ή ασυνείδητες ανάγκες του ατόμου, το προσωπικό πρότυπο αντίδρασής του. Ο γιατρός σε αυτή την προσέγγιση δε δρα με κλειστού τύπου ερωτηματολόγια, αλλά αφήνει το χώρο στον ασθενή να εκφράσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. Λόγω της πιο σφαιρικής αντιμετώπισης προσεγγίζεται με καλύτερο τρόπο η πολυπλοκότητα και η μοναδικότητα του κάθε ατόμου (DiMatteo and DiNicola, 1982).
Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα αυτά, σχετικά πρόσφατη έρευνα (Roter et al., 1997) αποτύπωσε πέντε διαφορετικούς τύπους επικοινωνίας ιατρού ασθενή (σε αντίθεση με τα περισσότερα μοντέλα που αναφέρονται σε τύπους σχέσεων):
- Ο αμιγώς βιοϊατρικός τύπος στον οποίο η συζήτηση επικεντρώνεται στη βιοϊατρική ορολογία
- Ο διευρυμένος βιοϊατρικός τύπος στον οποίο λαμβάνονται υπόψιν ψυχοκοινωνικά θέματα
- Ο βιοψυχοκοινωνικός τύπος στον οποίο ο χρόνος της επικοινωνίας κατανέμεται ισόποσα
- Ο ψυχοκοινωνικός στον οποίο η αλληλεπίδραση είναι πρωταρχικά ψυχοκοινωνικής φύσης
- Καταναλωτικού τύπου στον οποίο ο ασθενής υποβάλει τις ερωτήσεις
Επί της ουσίας τα μοντέλα αυτά αντικατοπτρίζουν δύο αντιπαραθετικές ιδεολογίες για την άσκηση της ιατρικής: η μια που τοποθετεί το γιατρό σε απόσταση από τον ασθενή ώστε να παρατηρεί αντικειμενικά τα κλινικά σημεία και η άλλη που ενθαρρύνει το γιατρό να χρησιμοποιεί τα συναισθήματά του για να προσεγγίσει τα βιώματα του ασθενή (Olufowate and Wang, 2016).
Ο Ρόλος της ενσυναίσθησης
Κατά τη διάρκεια των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων πολλές πληροφορίες μεταδίδονται μέσω μη λεκτικών ενδείξεων. Όπως παρατηρήθηκε το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των ιατρικών επισκέψεων, όπου την πρωτοβουλία των κινήσεων έχουν οι επαγγελματίες υγείας (Street and Buller, 1987). Η αναγνώριση του ρόλου που κατέχει η ενσυναίσθηση έδωσε ώθηση στην περαιτέρω διερεύνηση της μη λεκτικής επικοινωνίας μεταξύ ιατρών και ασθενή (Harrigan et al., 1985). Η ενσυναίσθηση αποτελεί μια κεντρική έννοια στο χώρο της ψυχολογίας, της ψυχοθεραπείας και της ιατρικής επικοινωνίας (Cormier., 1984). Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Rogers η ενσυναίσθηση είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει την έκφραση ευαισθησίας στα συναισθήματα ενός άλλου ανθρώπου τα οποία υπόκεινται σε αλλαγή και σε 《σύνδεση》 με αυτό τον άνθρωπο (Rogers, 1951). Μέσω της διαδικασίας αυτής ο ιατρός συγκεκριμένα βιώνει την ασθένεια μέσα από τη θέση του ασθενή του. Αυτό προϋποθέτει τη μη άσκηση κριτικής στα συναισθήματα του ασθενή και την προσπάθεια πλήρους κατανόησης όσων ο ασθενής βιώνει μέσα από τη δική του οπτική γωνία.
Η ενσυναίσθηση δεν πρόκειται για μια μορφή συμπάθειας καθώς η συμπάθεια αφορά τη συμμετοχή σε μια ψυχική κατάσταση κάποιου που πάσχει ενώ η ενσυναίσθηση απαιτεί τη συναισθηματική ταύτιση και την κατανόηση των συναισθημάτων όπως ο πάσχων τα βιώνει (Northouse, 1985). Η διαδικασία αυτή επικεντρώνεται εξολοκλήρου στα συναισθήματα του ασθενή και στον τρόπο που ο ίδιος τοποθετείται απέναντι σε αυτά, δεν αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο ιατρός αντιμετωπίζει την κατάσταση του ασθενούς αλλά το πως ο γιατρός αντιλαμβάνεται τα βιώματα του δεύτερου. Γι αυτό και τα συναισθήματα του πρώτου δε μπορούν να εκφραστούν παρά μόνο όταν η θεραπευτική σχέση είναι ιδιαίτερα πετυχημένη και με γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς. Για να επιτευχθεί η ενσυναίσθηση χρειάζεται ένας θεραπευτικός δεσμός με συναισθηματική επαφή, ακριβή περιγραφή της κατάστασης, μοίρασμα της γνώσης και δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος ώστε ο ασθενής να νιώσει ασφάλεια ώστε να μπορεί να εκφράσει τις βαθύτερες ανησυχίες του (Bertman and Krant, 1977).
Η διαδικασία αυτή επιφέρει θετικές αλλαγές στη σχέση γιατρού ασθενή. Καταρχήν ο γιατρός καταλήγει πιο εύκολα σε μια πιο ακριβή διάγνωση, καθώς γνωρίζει με λεπτομέρειες τόσο τη συναισθηματική όσο και τη βιολογική κατάσταση του ασθενή, ο οποίος με τη σειρά του νιώθει λιγότερη δυσφορία (Oslon and Hanchett, 1997). Ως αποτέλεσμα ο ασθενής ακολουθεί με μεγαλύτερη συνέπεια τις οδηγίες του γιατρού (Stewart, 1995). Κατά συνέπεια ο ασθενής μένει ικανοποιημένος από τη θεραπευτική σχέση και συνεχίζει να επιλέγει τον ίδιο γιατρό (Sato et al., 1995). Για την επιτυχή καλλιέργεια της ενσυναίσθησης χρειάζεται προσπάθεια και πειθαρχία σε 4 διαστάσεις (Stepien and Baernstein, 2006).
- τη γνωστική: ο γιατρός πρέπει να γνωρίζει τι είναι αυτό που βιώνει ο ασθενής σε σωματικό επίπεδο
- τη συναισθηματική: επαφή με το βίωμα του ασθενή
- την επικοινωνιακή: ο ασθενής πρέπει να αντιληφθεί ότι ο γιατρός τον κατανοεί
- τη συμπεριφορική: ο γιατρός πρέπει να μεταδώσει στον ασθενή τα αισθήματα που βιώνει μέσω της ενσυναίσθησης
Η αγγλική λέξη για την ενσυναίσθηση είναι 《empathy》. Εκτός από τον όρο, η λέξη empathy χρησιμοποιείται και ως ακρωνύμιο: το E αντιστοιχεί στην οπτική επαφή (eye), το M στις εκφράσεις των μυών του προσώπου (muscle), το P στη στάση του σώματος (posture), το A στην οπτική που εκδηλώνει με τις φράσεις του ο γιατρός (aspect), το T στον τόνο της φωνής (tone), το H για την ικανότητα του γιατρού να ακούει όλα τα λόγια του ασθενή (hearing) και το Y (your answer) στον τρόπο που απαντά (Riess and Kraft Todd, 2014).
Μέθοδοι παρέμβασης για τη βελτίωση της σχέσης ασθενή γιατρού
Είναι γεγονός ότι υπάρχει μεγάλο εύρος γνώσης για την εκπαίδευση στις ικανότητες επικοινωνίας, αλλά πολύ περιορισμένη στο πως αυτές προκύπτουν (Royal College of Physicians, 2005). Μετά από μια περίοδο εμπορευματοποίησης στο χώρο της υγείας, επανέρχεται η θεσμοθέτηση κριτηρίων και αξιών όπως ο αλτρουισμός, η υπευθυνότητα και η ομαδικότητα. Θεωρείται ότι η ενστάλαξη ενός τέτοιου σκεπτικού κατά υη διαδικασία της εκπαίδευσης, είναι δυνατό να διαπαιδαγωγήσει τους επαγγελματίες υγείας με τρόπο που να απομακρύνονται από το καταναλωτικό μοντέλο του παρελθόντος (Cushing, 2016).
Η ομαδική δουλειά θεωρείται πολύ σημαντικό βήμα για την καλύτερη αντιμετώπιση του ασθενούς στους οργανισμούς υγείας. Η λειτουργία του γιατρού σε ομάδες εργασίας διαμορφώνει μια άλλη οπτική και ως προς τον ασθενή του: δε μεσολαβεί πλέον ως αποκλειστικός ειδήμων και κυρίαρχος αλλά ως μέρος ενός συνόλου (Beach et al., 2006). Ένα δεύτερο βήμα είναι η ενημέρωση των ασθενών μέσω εγκεκριμένων και ειδικά διαμορφωμένων (ώστε να μη δομηθεί ενός είδους καταναλωτισμού από την πλευρά του ασθενούς) διαδικτυακών ιστοτόπων με σκοπό την κάλυψη της ανάγκης των ασθενών για πληροφορίες (Wallace et al., 2012).
Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης μεταξύ ασθενή και γιατρού είναι κομβική για τη βελτίωση της σχέσης τους αλλά και του θεραπευτικού αποτελέσματος, σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι αμιγώς ψυχολογικές προσεγγίσεις όπως η ψυχοθεραπεία. Τρία βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η κατανόηση των αναγκών του ασθενή μέσω μιας συνολικής παρατήρησής του, η ενδυνάμωση του στην προσπάθεια κατανόησης της κατάστασής του και η επίλυση των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει (Mercer and Reynolds, 2002).
Όπως είναι λογικό η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης δομείται πιο εύκολα σε νέους φοιτητές, προτού εκπαιδευθούν σε ένα διαφορετικό μοντέλο. Χρειάζεται λοιπόν οι φοιτητές ιατρικής να παρακολουθούν αντίστοιχες διαδικασίες μέσα στο πρόγραμμα της κλινικής τους άσκησης (Stepien and Baernstein, 2006, Kelm et al., 2014). Μάλιστα μια μεγάλου εύρους έρευνα δείχνει ότι είναι προς το συμφέρον της ιατρικής πράξης η δια βίου εκπαίδευση στην επικοινωνία και την ενσυναισθητική πρακτική (Dwamena et al., 2012).
Συμπεράσματα
Η επιστημονική γνώση αρχικά αποτελούσε ένα εργαλείο απελευθέρωσης της κοινωνίας από την καταπίεση της μεταφυσικής και των δεισιδαιμονιών. Η εξέλιξη άμβλυνε τις κοινωνικές ανισότητες και συνέβαλε στην ευκολότερη επικοινωνία των ατόμων μεταξύ τους. Τρεις αιώνες μετά η ιατρική γνώση χρησιμοποιήθηκε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: πλέον δε συνέβαλε στο να πλησιάζει ο γιατρός τον ασθενή αλλά να απομακρύνεται περισσότερο από αυτόν. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του νεοφιλελευθερισμού στην υγεία. Το καταναλωτικό μοντέλο μετέτρεψε τη σχέση γιατρού ασθενή σε μια εμπορευματική σχέση στην οποία συνέφερε να υπάρχει μονοπώλιο στη γνώση και άρα υπεροχή του γιατρού απέναντι στον ασθενή του.
Η αναφορά των Pink Floyd στην αρχή ακολουθεί αυτό το μοτίβο. Το συγκρότημα εξελισσόταν μουσικά και εμπορικά ταυτόχρονα, ώσπου η καταξίωση και η κορυφή είχε γίνει αυτοσκοπός. Η κορυφή απομάκρυνε το συγκρότημα από το κοινό του, αποκτώντας ένα στοιχείο μοναξιάς. Ο δίσκος The Wall αποτελούσε ένα είδος σωτηρίας καθώς επαναψυλαφούσαν τις μουσικές βάσεις τους και οικοδομούσαν εκ νέου τη σχέση τους με τον κόσμο. Μια αντίστοιχη μετάβαση είναι απαραίτητη στον ιατρικό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται γιατροί με πολύ υψηλή κατάρτιση και πολύ μικρή δυνατότητα ενσυναίσθησης, γιατροί που μπορούν να διαγνώσουν τα πάντα με λεπτομέρεια, εκτός από τι πραγματικά απασχολεί τον ασθενή.
Χρειάζεται μια αλλαγή στην οποία ο γιατρός δε θα βλέπει τον ασθενή ως ένα άθροισμα συμπτωμάτων αλλά τα συμπτώματα ως προβλήματα σε έναν ανθρώπινο οργανισμό. Δεν αρκεί πλέον να ερμηνεύονται τα κλινικά σημεία με βάση ένα τυφλό σύστημα αντιστοίχισης σε διαγνώσεις και θεραπευτικά πρωτόκολλα. Απαιτείται ένα πρότυπο επικοινωνίας στο οποίο θα λαμβάνεται υπόψιν πως αντιμετωπίζει ο ασθενής τα συμπτώματα. Η λύση η οποία υποδεικνύεται και από έρευνες, είναι η επιστροφή στην αρχή της Ιπποκρατικής Ιατρικής μέσω ενός δυαδικού μοντέλου βιοϊατρικής γνώσης και ενσυναισθηματικής κατάρτισης. Δηλαδή είναι ζητούμενο να εκπαιδευτούν γιατροί που δε θα ναι ούτε απόμακροι από τον ασθενή ούτε θα τον λυπούνται απλά, αλλά θα κατανοούν τα βιώματά του.
Η κατανόηση του ασθενή δε μπορεί να γίνει βέβαια χωρίς την κατανόηση του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο κινείται. Ο γιατρός οφείλει πλέον να εξελίσσει τις γνώσεις του εντός της κοινωνίας και όχι σε ένα αποστειρωμένο ψηλό πύργο στον οποίο απλά θα παρατηρεί.
Βιβλιογραφία
Adewuyi – Dalton R., Zieland S., Grunfeld E., Hall A., Patients views of routine hospital follow up: a qualitive study of women with breast cancer in remission, Psychooncology, 7, 436-439, 1998
Bakal D., Minding the Body: clinical uses of somatic awareness, New York: Guilford Press, 1999
Baker L.M., Connor J.J., Physician patient communication from the perspective of library information science, Bulletin of the medical library association, 82, 37-42
Beach M., Inui T. & Relationship‐Centred Care Research Network, Relationship‐ centered care: A constructive reframing. Journal of General Internal Medicine, 21, S3–8, 2006
Beckman H. & Frankel R., The effect of physician behavior on the collection of data. Annals of Internal Medicine, 101, 692–696Clark C.R., Creating information messages for reducing patient distress during health care procedure, patient education and counceling, 30, 247-255, 1997
Cormier L.S., Interviewing and helping skills for health professionals, Belmont, CA: Wadsworth, 1984
Cushing A., History of the Doctor patient relationship, Clinical Communication in Medicine, First Edition, John Wiley & Sons, Ltd 2016
Davidson S., Principles and Practice of Medicine, Elsevier, London 2010
Di Matteo M.R., Enhancing patient adherence to medical recommendations, Journal of the American Medical Association, 271, 79-83, 1994
Di Matteo M.R., Di Nicola D.D., Achieving patient compliance: The Psychology of the medical practitioner role, Elmsford, NY:Pergamon press, 1982
Di Matteo M., Martin L., Εισαγωγή στην ψυχολογία της υγείας, εκδ. Πεδίο , Αθήνα 2011
Dwamena F., Holmes‐Rovner M., Gaulden C., Jorgenson S., Sadigh G., Sikorskii A., Lewin S., Smith, R.C., Coffey J. & Olomu A., Interventions for providers to promote a patient‐centred approach in clinical consultations. Cochrane Database of Systematic Reviews, 2 (Art. No.: CD003267). doi:10.1002/14651858.CD003267.pub2, 2000
Engel G.L., The clinical application of the biopsychological model, American journey of Psychiatry, 137, 535-544, 1980
Gambone J.C., Reiter R.C., Quality improvement in health care, Current problems in obsterics, gynecology, fertility, 14, 169-175,1994
Gardner W., Primary Care treatment of pediatric psychosocial problems, pediatrics, 106, e44, 2000
Gill V.T., doing attributions in medical interaction: patient explanations for illness and doctors responses, Social Psychology Quarterly, 61, 342-360, 1998
Harrigan J.A., Oxman T., Rosenthal R.R., Raport expressed through nonverbal behaviour, Journal of nonverbal behaviour, 9, 95-100, 1985
Haug M., Lavin B., Consumerism in medicine: challenging physician authority, Beverly Hills, Ca: sage publications, 1983
Kaplan R.M., Health related quality of life in patient decision making, journal of social issues, 47, 69-90, 1991
Kelm Z., Wormer J., Walter J., Feudtner C., Interventions to cultivate physician empathy: a systematic review, BMC, 2014
Kleinman A., The illness naratives: suffering, healing and the human condition, New York: Basic books, 1988
Krantz D.S., Baum A., Wideman M.V., assesment of preferences for self treatment and information in health care, Journal of personality and social psychology, 39, 97-990, 1980
Ley P., Memory for medical information, British Journal of social and clinical psychology, 4, 114-116, 1979
Mercer S., Reynolds W., Empathy and quality of care, British Journal of General Practice, October 2002 – Quality Supplemen, 2002
Mizrahi T., Getting rid of patients: Contradictions in the socialisation of internists to the doctor patient relationship, sociology of health and illness, 7, 214-235, 1985
Northouse P.G., Health communication: a handbook for health professionals, Engelwood Cliffs, NJ: Prentice Hall, 1985
Osler S.W., Aequinimitas. With Other Addresses to Medical Students, Nurses and Practitioners of Medicine, second edn. HK Lewis, London, 1914
Philips D., Medical professional dominance and client dissatisfactions, Social Science and Medicine, 42,1419-1425, 1996
Riess H., Kraft Todd G., E.M.P.A.T.H.Y.: A Tool to Enhance Nonverbal Communication Between Clinicians and Their Patients, Academic Medicine 2014
Robinson J.D., Getting down to business:talk, gaze, and body orientation during openings of doctor patient consultations, Human Communication Research, 25, 97-123, 1998
Rogers C.R., Client centered therapy, Boston: Houghton Mifflin, 1951
Roter D., The Roter Method of Interaction Process Analysis. Department of Health Policy and Management, School of Hygiene and Public Health, Johns Hopkins University, Baltimore, MD 1995
Roter D.L., Stewart M., Putnam S.M., Lipkin M., Stiles W.B., Inui J., Communication paterns of primary care physicians, Journal of the American Medical Association, 277, 350-356, 1997
Royal College of Physicians, Doctors in Society: Medical professionalism in a Changing World. Report of a Working Party of the Royal College of Physicians. London. 2005
Sangster L.M., McGuire D.P., Perceived role of primary care physicians in Nova Scotia reformed health care system, Canadian Family Physician, 45, 94-101, 1999
Sato T., Takeichi M., Shirahama M., Fukui T., Gude J.K., Doctor -Shopping patients and users of alternative medicine amongst Japanese primary care patients, General Hospital Psychiatry, 17, 115-125, 1995
Sigerist H., The physician’ s profession throughout the ages. Bulletin of the New York Academy of Medicine, 12, 661–676, 1993
Shuy R.W., The medical interview: problems in communication, primary care, 3, 365-386, 1976
Skirry J., Rene Descartes: The mind‐body distinction. Internet Encyclopedia of Philosophy [WWW document]. URL https://www.iep.utm.edu/descmind/, 2006
Street R.L., Buller D.B.,Nonverbal response patterns in physician/patient interactions: a functional analysis, Journal of Nonverbal Behaviour, 11, 234-253, 1987
Stepien A., Baernstein K., Educating for empathy, JGIM 2006
Stewart M.A., Effective physician patient communication and health outcomes: a review, canadian medical association journal, 152, 1423-1433
Svarstad B. , Physician patient communication and patient conformity with medical advice, New York: John Wiley and sons, 1976
Szasz T.S., Hollender M.H., a contribution to the philosophy of medicine: the basic models of the doctor patient relationship, 1956
Van Der Merwe J.V., Physician patient communication using ancestral spirits to achieve holistic healing, American Journey of obsterics and gynecology, 172, 1080-1087, 1995
Wallace L., Turner A., Kosmala‐Anderson J., Sharma S., Jesuthasan J., Bourne C. & Realpe A., Evidence: Co‐creating Health: Evaluation of First Phase. Health Foundation, London 2010
West C., Routine Complications: troubles with talk between doctors and patients, Bloomington: indiana University press, 1984
WHO, World Health Organisation, Declaration of Alma‐Ata, 1978
Wynia M., The short history and tenuous future of medical professionalism: The erosion of medicine’s social contract. Perspectives in Biology and Medicine, 51, 565–578, 2008