Στις 8 Φεβρουαρίου 1916 ποιητές και καλλιτέχνες συναντώνται στο καμπαρέ «Βολτέρος» της Ζυρίχης και αποφασίζουν να ιδρύσουν το Κίνημα «Νταντά». Ηγετική μορφή του κινήματος ήταν ο Ρουμάνος συγγραφέας Τριστάν Τζαρά. Τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος ήταν η αγανάκτηση για τον παραλογισμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αμφισβήτηση και η απέχθεια για τον σύγχρονο πολιτισμό, η απόρριψη της αστικής κουλτούρας και οι απαντήσεις με την πρόκληση και όχι με τις αισθητικές ιδέες. Πρόκειται για ένα κίνημα αντι-τέχνης, αναρχικό, μηδενιστικό και ανατρεπτικό, καθώς επιδιώκει να αποδεσμεύσει τον άνθρωπο από τις καταστροφικές συμβάσεις του περιβάλλοντος, όλες τις παραδοσιακές αντιλήψεις για το καλό γούστο σε κάθε μορφής τέχνη, όλα τα πολιτικά πρότυπα και σύμβολα μιας κοινωνίας που όλοι τη θεωρούσαν ετοιμοθάνατη και μοιάζει πολύ με την σημερινή.
Μετά την δημιουργία του κινήματος στην Ζυρίχη, ο Ντανταϊσμός γρήγορα εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις όπως οι Κολονία, Βερολίνο, Ανόβερο, Παρίσι, Νέα Υόρκη κ.α.. Το κίνημα «Νταντά» είναι εμφανές ότι είχε πολιτικές προεκτάσεις κυρίως στο Βερολίνο, με χαρακτηριστική την δράση του Γερμανού ζωγράφου Μαξ Έρνστ (1891-1976), ο οποίος, όταν διοργάνωσε το 1920 στην Κολονία μια έκθεση με έργα Σουρεαλιστών καλλιτεχνών, οι επισκέπτες για να εισέλθουν στο χώρο της έκθεσης έπρεπε να περάσουν πρώτα από δημόσιες τουαλέτες. Στην είσοδο της γκαλερί τούς υποδεχόταν ένα κοριτσάκι ντυμένο με τα ρούχα της πρώτης μετάληψης, το οποίο διαβάζοντας άσεμνα ποιήματα ερωτικού περιεχομένου και δίνοντας τσεκούρια προκαλούσε τους θεατές να καταστρέψουν όποιο από τα εκθέματα επιθυμούσαν μετά το τέλος της έκθεσης. Η ζωή του κινήματος ήταν βραχύβια, αφού οι εκφραστές του εισχώρησαν στο Σουρεαλισμό.
Το Μανιφέστο του κινήματος εκδόθηκε από τον Χούγκο Μπαλ στις 14 Ιουλίου 1916, ενώ ο Τριστάν Τζαρά εξέδωσε το δεύτερο Μανιφέστο στις 3 Φεβρουαρίου του 1918, στον πρόλογο του οποίου σημειώνει: «Γράφω αυτό το μανιφέστο για να δείξω ότι μπορεί κανείς να κάνει ταυτόχρονα αντίθετες ενέργειες στη διάρκεια μιας δροσερής ανάσας. Είμαι κατά των ενεργειών, και όσο για τη διαρκή αντίφαση ή την κατάφαση, δεν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά και δεν πρόκειται να εξηγήσω τί εννοώ γιατί μισώ τον κοινό νου. Είμαι κατά των συστημάτων. Το πιο αποδεκτό σύστημα είναι να μην έχεις κανένα σύστημα και καμιά αρχή.». Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει βεβαιότητα σχετικά με το ποιος ανακάλυψε την ονομασία Νταντά ούτε σχετικά με την ακριβή προέλευση του όρου. Πολλοί θεωρούν ότι προέρχεται από τη διπλή ρουμανική κατάφαση (da da) την οποία χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά οι Τριστάν Τζαρά και Μαρσέλ Γιανκό (ρουμανικής καταγωγής σημαντικό στέλεχος του Ντανταϊσμού) στις μεταξύ τους συζητήσεις.
Ο Χανς Ρίχτερ αναφέρει ότι και ο ίδιος δεν γνώριζε την προέλευση της λέξης ή τον εμπνευστή της. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή, ο όρος ανακαλύφθηκε ανοίγοντας ένα λεξικό στην τύχη. Ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ αναφέρει σε ένα γράμμα πως ο ίδιος μαζί με τον Χούγκο Μπαλ την ανακάλυψαν αναζητώντας στις σελίδες ενός Γερμανο-Γαλλικού λεξικού, ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο για την τραγουδίστρια του Καμπαρέ Βολταίρ Μαντάμ Λε Ρουά. Στα γαλλικά dada σημαίνει ένα ξύλινο παιδικό αλογάκι ενώ η έκφραση c’est mon dada (μφ. αυτό είναι το νταντά μου) σημαίνει αυτό είναι το χόμπι μου. Στα ελληνικά, νταντά είναι η παραμάνα, ενώ στα αφρικανικά Κρου νταντά λέγεται η ουρά της ιερής αγελάδας.. Εκφράζει το παράλογο, το παράδοξο και το φανταστικό, έχοντας ως στόχο το γκρέμισμα των παραδοσιακών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αξιών και την αμφισβήτηση των αρχών της μοντέρνας κοινωνίας. Μια φιλοσοφία, που οι οπαδοί του κινήματος εξέφραζαν τόσο μέσα από την τέχνη, όσο και από τη στάση ζωής και τον τρόπο σκέψης του, προκαλώντας συχνά το κοινό. Η επιρροή του Ντανταϊσμού στην μουσική υπήρξε έντονη κυρίως στην κεντρική Ευρώπη, με τον Ιταλό συνθέτη Antonio Russolo να αποτελεί κύριο εκφραστή του κινήματος.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 4.2.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.