Στις 11 Ιανουαρίου 1910 γεννιέται στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, ο Νίκος Καββαδίας, κορυφαίος Έλληνας ποιητής και πεζογράφος, ναυτικός στο επάγγελμα.
Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών, ενώ η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένεια του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου και το εξατάξιο Γυμνάσιο. Από μικρός συνηθισμένος στις συνεχείς εναλλαγές τοπίων και συνθηκών ζωής, ο Καββαδίας μπαρκάρει σε ηλικία μόλις 18 ετών, όταν ο πατέρας του αρρωσταίνει βαριά και αναγκάζεται να παρατήσει τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή. Τότε είναι που ξεκινάει να αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Είσοδο στα ελληνικά γράμματα κάνει με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής του «Μαραμπού», η οποία γίνεται δεκτή από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια και μόνους ενθουσιώδεις υποστηρικτές του τους Φώτο Πολίτη και Κώστα Βάρναλη. Το 1947 κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή «Πούσι», ενώ την ίδια χρονιά επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιημάτων. Ακολουθεί το 1954 η έκδοση της συλλογής «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και το Μαραμπού, δυσκολεύονται να καταλήξουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο, τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν.
Ο Νίκος Καββαδίας είναι ένας από τους λίγους ποιητές που αξίζουν τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή τους. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καβγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με την γλώσσα των καραβιών, αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του.
Ο έρωτας του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, εμπεριείχε πάθος τρομερό, ήταν σχέση αγάπης και μίσους. Ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, αφήνοντας την ασφαλή δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του λόγου του ποιητή.
Από παιδί ένιωσε ακατανίκητη έλξη για τη θάλασσα, γι’ αυτό και έγινε ναυτικός. Τα ποιήματά του έχουν πλαίσιο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρή ζωή των ναυτικών. Ωστόσο για τον Καββαδία, που είναι ιδανικός εραστής «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», η θάλασσα είναι ένας μαγικός κόσμος, από τον οποίο αντλεί δύναμη και αγάπη για τον άνθρωπο.
Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν ήπιο και γλυκομίλητο άνθρωπο, που αγαπούσε τα αστεία, τους οίκους ανοχής και τα κορίτσια τους, όπως και την ζωγραφική, αφού είχε πάντα κρεμασμένους στην καμπίνα του τρεις αγαπημένους του πίνακες. Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων, άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη και Σικελιανό. Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των ναυτικών συντρόφων του, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το 1979 ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί ποίηση του Νίκου Καββαδία, με τις φωνές των Γιάννη Κούτρα, Αιμιλίας Σαρρή και Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Στο ποίημα Federico Garcia Lorca, ο Καββαδίας συγκλονισμένος από την δολοφονία του μεγάλου Ισπανού ποιητή από τους Φρανκιστές τον Αύγουστο του 1936, δίνει μια ρεαλιστική απεικόνιση της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών, έγκλειστων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, από τους Γερμανούς (1/5/1944) και της ομαδικής σφαγής των κατοίκων του Διστόμου απ’ τους ναζιστές και ταγματασφαλίτες (10/6/1944).
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 6.1.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.