Την 1η Ιουλίου του 1925 πεθαίνει ένας πολύ σημαντικός εκπρόσωπος της avant-garde σύνθεσης, ο Erik Satie.
Γεννημένος το 1866 στο Honfleur της Γαλλίας, οι κακές σχολικές του επιδόσεις τον έσπρωξαν στο πιάνο. Μπαίνει στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού οπού ο δάσκαλος του, Georges Mathias, αποκάλεσε την τεχνική του Satie ανύπαρκτη και τον ίδιο τεμπέλη. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να παραδεχτεί ότι ο μαθητής του είχε πραγματικό ταλέντο στη σύνθεση.
Μετακομίζοντας το 1887 στην Μονμάρτρη, υιοθετεί τον μποέμικο τρόπο ζωής. Συχνάζει στο καμπαρέ “Μαύρος Γάτος” (Le chat noir) οπού γνωρίζεται με τον συνθέτη Claude Debussy, με τον οποίο και θα διατηρήσει μακρόχρονη φιλία.
Εκείνη την περίοδο κυκλοφόρησε μερικά από τα γνωστότερα έργα του, όπως τις σειρές Gymnopédies και Gnossiennes.
Με τον καιρό αποκτά μουσικούς οπαδούς του πρωτοποριακού του στυλ, τους λεγόμενους „Σατιστές“, ενώ τo 1915 συνεργάζεται με τον Jean Cocteau για την παράσταση-ορόσημο της μοντέρνας τέχνης „Parade“ με σκηνικά και κοστούμια του Pablo Picasso.
Το 1918 γράφει το „Socrate“, βασίζόμενη σε διαλόγους του Πλάτωνα. Στην πρεμιέρα της παράστασης στο Παρίσι, ο Σατί είχε μοιράσει μια προειδοποίηση στο κοινό: „Όσοι δεν καταλάβουν, παρακαλούνται να τηρήσουν στάση απόλυτης υποταγής και κατωτερότητας“.
Αργότερα θα έρθει σε επαφή με τον Tristan Tzara και θα γοητευτεί από το Dada κίνημα – συχνάζει ολοένα και σε πιο ακραίους κύκλους και χαίρεται να σοκάρει την υψηλή κοινωνία. Το 1921 θα γραφτεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Σύντομες, παιχνιδιάρικες και επαναληπτικές οι συνθέσεις του Erik Satie, προκάλεσε με την εκκεντρικότητα και την έλλειψη επιτήδευσης της μουσικής του, το οριστικό ρήγμα με τον Ρομαντισμό του 19ου αιώνα, ενώ το αντισυμβατικό του ύφος συνέβαλε στη δημιουργία μεταγενέστερων ρευμάτων κυρίως του μινιμαλισμού.
Το έργο του „Parade“ περιέχει κομμάτια γραμμένα για γραφομηχανές, σειρήνες, προπέλες αεροπλάνων και τηλέγραφο – στις σημειώσεις για το πρόγραμμα της παράστασης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η λέξη „Σουρεαλισμός“.